Τριπλασιάστηκαν σε αριθμό οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί από τους Αμερικάνους στις περιοχές των φυλών στο βορειοδυτικό Πακιστάν στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Οι βομβαρδισμοί αυτοί γίνονται από μη επανδρωμένα βομβαρδιστικά αεροπλάνα, γνωστά και ως drones, εναντίον υπόπτων για «τρομοκρατία», καθ’ υπόδειξη των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών.
Παράλληλα, έχουν αυξηθεί από μία κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπους σε 28 κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα αυτού του είδους οι επιθέσεις στο έδαφος της Υεμένης. Από τις επιθέσεις αυτές καθώς και από άλλες 13 από συμβατικά βομβαρδιστικά έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 770 άνθρωποι.
Από το 2004 που ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται τα drones για δολοφονίες υπόπτων για «τρομοκρατία», περισσότεροι από 3.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από τέτοιες επιθέσεις μόνο στο Πακιστάν. Περισσότεροι από 800 νεκροί ήταν εξακριβωμένα άμαχοι, από τους οποίους 175 ήταν παιδιά. Πιθανότατα αυτός ο αριθμός να είναι πολύ μεγαλύτερος, αφού οποιοσδήποτε βρίσκεται εντός της ακτίνας δράσης των αμερικάνικων βομβών χαρακτηρίζεται «τρομοκράτης» μέχρι την απόδειξη του αντιθέτου.
Τα χτυπήματα στο Πακιστάν γίνονται με τη σιωπηλή συναίνεση της πακιστανικής κυβέρνησης και με τη στενή συνεργασία της CIA με την ISI (πακιστανική αντικατασκοπεία). Μόνο μέσω αυτής της συνεργασίας οι Αμερικάνοι μπορούν και κάνουν αυτές τις επιθέσεις, αφού οι ίδιοι δεν διαθέτουν δίκτυο μυστικών πρακτόρων στη χώρα που θα τους έδινε τη δυνατότητα να εντοπίζουν πιθανούς στόχους ή να αξιολογούν αυτούς που τους υποδεικνύει το Πακιστάν.
Οι Αμερικάνοι ισχυρίζονται ότι στόχος των επιθέσεων με τηλεκατευθυνόμενα βομβαρδιστικά είναι να εξοντώσουν ηγετικά στελέχη των Ταλιμπάν προκειμένου να τους αποδυναμώσουν και να κερδίσουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ή τουλάχιστον να μπλοκάρουν την αυξανόμενη πολιτική και στρατιωτική ισχύ των Ταλιμπάν. Ομως, στην πραγματικότητα, οι δολοφονίες ηγετικών στελεχών της αφγανικής αντίστασης δεν έχουν παίξει κανένα ρόλο στην έκβαση του πολέμου. Οι Ταλιμπάν ισχυροποιούνται συνεχώς ξεπερνώντας με ευκολία τις δολοφονίες των στελεχών τους, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι ένας αντάρτικος στρατός, έχοντας δεσμούς με την κοινωνία μέσα στην οποία δρα, είναι πολύ πιο ευέλικτος δομικά. Αυτού του είδους τα χτυπήματα καταλήγουν τελικά να γίνονται για εσωτερική κατανάλωση, αφού πετυχαίνουν να αυξάνουν τη δημοτικότητα του Ομπάμα, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση στην αμερικάνικη κοινή γνώμη ότι υπάρχει η δυνατότητα να κερδηθεί ένας πόλεμος χωρίς να έχεις απώλειες σε έμψυχο υλικό, χρησιμοποιώντας ρομπότ.
Παράλληλα, αναθεωρείται η αμερικάνικη αντιτρομοκρατική νομοθεσία δίνοντας και θεσμικά το ελεύθερο στη CIA να κάνει τέτοιου είδους επιθέσεις, χωρίς να υπολογίζει τους μαζικούς θανάτους αμάχων από τους βομβαρδι- σμούς που γίνονται σε κατοικημένες περιοχές. Με βάση τη νέα νομοθεσία, ύποπτοι για τρομοκρατία είναι ανεξαιρέτως όλοι οι άνδρες νεαρής ηλικίας οι οποίοι βρίσκονται σε περιοχές όπου κατ’ εκτίμηση των Αμερικάνων αναπτύσσεται τρομοκρατική δραστηριότητα. Στόχος της νέας νομοθεσίας είναι να μειώσει τον αρι-θμό των αμάχων που εμφανίζονται ως παράπλευρες απώλειες στις επίσημες εκθέσεις που δημοσιοποιούνται και να καθησυχάσει την κοινή γνώμη σχετικά με τα εγκλήματα που διαπράττει το αμερικάνικο κράτος εναντίον ολόκληρων λαών, με δικαιολογία την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας».