Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις της περασμένης Κυριακής στη Βραζιλία ήταν από τις πιο μαζικές στην ιστορία της χώρας. Οι διαδηλώσεις ήταν ειρηνικές και σύμφωνα με την αστυνομία οι διαδηλωτές που κατέβηκαν σε 150 πόλεις ζητώντας την παραίτηση της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ και κατηγορώντας την για διαφθορά (σε σχέση με το σκάνδαλο Petrobras που έχει ξεσπάσει), ήταν γύρω στα τρία εκατομμύρια, δηλαδή τριπλάσιοι από αυτούς που κατέβηκαν ένα χρόνο πριν (το Μάρτη του 2015), όταν η «προοδευτική» πρόεδρος πέρασε τα πρώτα μέτρα λιτότητας.
Οπως επισημαίνει το πρακτορείο Ρόιτερς, οι διαδηλωτές προέρχονταν κυρίως από τα μεσοστρώματα και όχι από τα πιο φτωχά στρώματα που είχαν στηρίξει τη Ρούσεφ. Ομως η μεγάλη αύξηση της ανεργίας έχει απογοητεύσει και τους φτωχούς, που είναι οι πρώτοι που πλήττονται από τη βαθιά κρίση που μαστίζει την οικονομία της χώρας (τη χειρότερη των τελευταίων 25 ετών). Ζορίζουν τα πράγματα για τη Ρούσεφ, το φιλολαϊκό προσωπείο της οποίας έχει πλέον ξεθωριάσει για τα καλά! Οσο για τον πρώην πρόεδρο Λούλα, που την προηγούμενη βδομάδα προσήχθη για ανάκριση και στη συνέχεια οι εισαγγελικές αρχές πρότειναν την προφυλάκισή του για το σκάνδαλο Petrobras, η επικείμενη υπουργοποίησή του από τη Ρούσεφ (προκειμένου η εναντίον του υπόθεση να μεταφερθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, που διάκειται φιλικά προς την κυβέρνηση, ενώ θα αποφύγει το «σκαμνί» όσο θα διατηρεί πόστο στην κυβέρνηση Ρούσεφ) τον κάνει να φαίνεται πιο ένοχος στα μάτια του λαού που κάποτε τον πίστεψε ότι θα φέρει κοινωνική δικαιοσύνη. Ποιος αμφιβάλλει ότι και οι δύο θα πιάσουν πάτο όταν η οικονομική κατάσταση χειροτερεύσει;
Την τελευταία δεκαετία, η ανάδειξη μιας σειράς κυβερνήσεων στις χώρες της Νότιας Αμερικής, οι οποίες εμφανίζονταν ως αριστερές, προοδευτικές, ακόμα και επαναστατικές (Τσάβες-Μαδούρο, Κορέα, Λούλα-Ρούσεφ, Μοράλες, Νέστορ και Κριστίνα Κίρσνερ) τροφοδότησε μια φιλολογία περί κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, ρήξεων με τον καπιταλισμό με εργαλείο μια αριστερή κυβέρνηση κτλ. κτλ. Η φιλολογία αυτή πνίγεται μέσα σε βόρβορο σκανδάλων, ανεκπλήρωτων υποσχέσεων και διαδοχικών καταρρεύσεων όλων αυτών των κυβερνήσεων, που παραχωρούν τη θέση τους σε δεξιές κυβερνήσεις, εκλεγμένες από κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Στην πραγματικότητα, αυτές οι κυβερνήσεις δεν αντιπροσώπευσαν παρά τη λατινοαμερικάνικη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα των καθεστώτων μέσα από οριακά μέτρα κοινωνικής πολιτικής, σε κοινωνίες με τεράστιες ταξικές διαφορές και οξύτατες αντιθέσεις. Η μία μετά την άλλη ολοκληρώνουν την αποστολή και τον κύκλο τους.