Οταν ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ζητούσε από τους γερμανούς δημοσιογράφους να μην ανησυχούν για το εσωκομματικό δημοψήφισμα, γιατί «ξέρει το μαγαζί του», ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Το 76% με το οποίο τα μέλη του SPD ενέκριναν τη συμφωνία για το νέο «μεγάλο συνασπισμό» τον δικαίωσε απόλυτα. Ο Γκάμπριελ χρησιμοποίησε το δημοψήφισμα μεταξύ των μελών του SPD περισσότερο ως εργαλείο προσωπικής του προβολής και ισχυροποίησης της θέσης του έναντι των εσωκομματικών του αντιπάλων. Γύρισε όλη τη Γερμανία, έκανε ομιλίες σε κομματικές μαζώξεις, έδωσε συνεντεύ-ξεις και με τη θετική γνώμη των μελών του SPD υπέρ του νέου «μεγάλου συνασπισμού» υπό μάλης έδωσε τα χέρια με τη Μέρκελ, η οποία ανακοίνωσε τη σύνθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης, στην οποία είχαν καταλήξει πριν από 15 μέρες. Οι χριστιανοδημοκράτες πήραν έξι υπουργεία, οι σταθεροί σύμμαχοί τους χριστιανοκοινωνιστές τρία, και έξι οι σοσιαλδημοκράτες.
Οπως αναμενόταν, ο Σόιμπλε παρέμεινε στη θέση του ως παντοδύναμος υπουργός Οικονομικών, ο μόνος υπουργός που μπορεί να ελέγχει όλα τα υπόλοιπα υπουργεία. Ο Γκάμπριελ περιορίστηκε στο υπουργείο Οικονομίας, το ίδιο που στην προηγούμενη κυβέρνηση Μέρκελ είχε ο Ρέσλερ. Απλώς, προστέθηκε και η ενέργεια, για να φανεί πως ο Γκάμπριελ είναι πιο σημαντική πολιτική προσωπικότητα από τον Ρέσλερ και για χάρη του δημιουργήθηκε ένα υπερυπουργείο. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν και το υπουργείο Εργασίας, αλλά η Μέρκελ δεν άφησε παραπονεμένη τη στενή της συνεργάτιδα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Εργασίας, κάνοντάς την την πρώτη γυναίκα υπουργό Αμυνας στην ιστορία της Γερμανίας. Κατέχοντας την καγκελαρία και τα υπουργεία Οικονομικών και Αμυνας, οι χριστιανοδημοκράτες θέτουν υπό ασφυκτικό κλοιό τον σοσιαλδημοκράτη Φραντς-Βάλτερ Στάινμαγιερ, στον οποίο δόθηκε το υπουργείο Εξωτερικών. Η Μέρκελ θα ελέγχει τις εξωτερικές σχέσεις σε επίπεδο κορυφής, ο Σόιμπλε θα ελέγχει τις σχέσεις εντός της ΕΕ και της Ευρωζώνης, η Λάιεν θα ελέγχει τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ, στον Στάινμαγιερ μένει κυρίως η εθιμοτυπία. Στο Εργασίας τοποθετήθηκε η Αντρέα Νάλες, που στήριξε τον Γκάμπριελ, ενώ η φιλόδοξη και ανερχόμενη Χανελόρε Κραφτ έμεινε εκτός κεντρικής κυβέρνησης. Ο Γκάμπριελ ψαλίδισε τις φιλοδοξίες της και μετά την αναγκαστική πολιτική συνταξιοδότηση του Στάινμπρουκ, ο οποίος χρεώθηκε τη χλαπάτσα τις συντριπτικής ήττας στις τελευταίες εκλογές, προβάλλει ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του SPD και ο επόμενος αντίπαλος της Μέρκελ (ή του όποιου άλλου υποψήφιου των χριστιανοδημοκρατών) για την καγκελαρία.
Αμέσως μετά την εγκατάσταση της νέας κυβέρνησης, Μέρκελ και Στάινμαγιερ πήραν το αεροπλάνο και πέταξαν για το Παρίσι, προκειμένου να συναντηθούν με τον Ολάντ. Η κίνηση περιέχει ασφαλώς το συμβολισμό της (η νέα γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας επαναβεβαιώνει την προσήλωσή της στον γερμανογαλλικό άξονα), αλλά δεν στερείται και πολιτικής ουσίας, καθώς Μέρκελ και Ολάντ θα κάνουν τη διμερή διαπραγμάτευση ενόψει της συνόδου κορυφής της ΕΕ. Αυτή η διμερής διαπραγμάτευση είναι πλέον «θεσμός» στην ΕΕ, στον οποίο ουδείς τολμά να αντιταχθεί. Πρώτα διαπραγματεύονται οι δυο κυβερνήσεις του «άξονα» και αν καταλήξουν σε συμφωνία, την επιβάλλουν στους υπόλοιπους της ΕΕ. Αν δεν καταλήξουν, πετάνε τη μπάλα στην εξέδρα, μέχρι να καταλήξουν.
Τρεις περίπου μήνες κράτησε η διαδικασία σχηματισμού της κυβέρνησης του «μεγάλου συνασπισμού» και στη Γερμανία δεν άνοιξε μύτη. Ολα έγιναν με υποδειγματική ηρεμία και τάξη, λες και δυο έμποροι διαπραγματεύονταν μια παρτίδα σταριού. Γεγονός που δείχνει ότι είναι ο μεγάλος συνασπισμός του γερμανικού κεφαλαίου που καθόρισε τις εξελίξεις και όχι οι προσωπικές φιλοδοξίες του πολιτικού προσωπικού ή τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κάθε κόμματος. Οι εκλογές έγιναν, τα κόμματα διαγωνίστηκαν ενώπιον των ψηφοφόρων, πήραν ό,τι πήραν και μετά ήρθε η ώρα του σχηματισμού κυβέρνησης, που κανένας δε διανοήθηκε ότι μπορεί και να μη συγκροτηθεί.
Αυτή η κυβέρνηση θα έχει την ίδια επιθετική στάση στο εξωτερικό (η στρατηγική του γερμανικού ιμπεριαλισμού επιδιώκει την ηγεμονία τουλάχιστον στην Ευρωζώνη), ενώ στο εσωτερικό θα στηριχτεί στις μεγάλες ανατροπές που έγιναν στις εργασιακές σχέσεις από την τελευταία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (Σρέντερ), τις οποίες θα διαχειριστεί προς όφελος του γερμανικού κεφαλαίου.