Καθώς ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία εισέρχεται στον τέταρτο χρόνο, καταστρέφοντας τη χώρα και προκαλώντας μαζική ανθρωπιστική κρίση, οι κινήσεις σε διπλωματικό επίπεδο έχουν παγώσει και το καθεστώς Ασαντ έχει περάσει στην επίθεση κερδίζοντας σταθερά έδαφος από τις δυνάμεις της διασπασμένης αντιπολίτευσης.
Ο κυβερνητικός στρατός πολεμά και προχωράει σε τρία μέτωπα, νότια της Δαμασκού, στη στρατηγικής σημασίας περιοχή Καλαμούν, κοντά στα σύνορα με το Λίβανο, και βόρεια στο Χαλέπι. Στο νότιο μέτωπο έχει καταφέρει να θέσει υπό έλεγχο κάποιους επικίνδυνους για την ασφάλεια της πρωτεύουσας θύλακες ανταρτών και παράλληλα να συνάψει περιορισμένες συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός σε περιοχές κοντά στη Δαμασκό που πολιορκούνται από τον κυβερνητικό στρατό, όπου ο πληθυσμός υποφέρει από έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων. Στο Χαλέπι διατηρεί υπό έλεγχο το δυτικό τμήμα της πόλης και παράλληλα προχωράει και κερδίζει έδαφος στα προάστια του ελεγχόμενου από τους αντάρτες ανατολικού τμήματος, ενώ έχει ανοίξει ξανά και διασφαλίσει το κοντινό αεροδρόμιο. Στην περιοχή Καλαμούν, αφού κατάφερε τους τελευταίους μήνες να ανακτήσει από τους αντάρτες μια σειρά πόλεις και χωριά, κατέλαβε την περασμένη Κυριακή, 16 Μάρτη, το τελευταίο σημαντικό προπύργιο των ανταρτών, την πόλη Γιαμπρούντ.
Την ίδια στιγμή, η αντιπολίτευση, πολιτική και στρατιωτική, είναι περισσότερο διασπασμένη από ποτέ. Οι αντάρτες πολεμούν ενάντια στον κυβερνητικό στρατό αλλά και μεταξύ τους. Ο Ελεύθερος Συριακός στρατός, το Ισλαμικό Μέτωπο, το Μέτωπο Αλ Νούσρα και άλλες μικρότερες ομάδες έχουν εμπλακεί από τις 3 Γενάρη σε ένα αιματηρό πόλεμο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL), που δεν δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης, με τουλάχιστον 3.300 νεκρούς μέχρι στιγμής.
Ανάλογη είναι η κατάσταση και στην εξόριστη ηγεσία της αντιπολίτευσης. Μόλις στις 8 Μάρτη κατάφερε να επικυρώσει την τοποθέτηση του Αμπντούλ αλ Μπασίρ ως νέου αρχηγού του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, που υποστηρίζεται από τη Δύση. Ο Αμπντούλ αλ Μπασίρ είχε επιλεγεί στις 17 Φλεβάρη να αντικαταστήσει τον μέχρι τότε αρχηγό Σαλίμ Ιντρίς, ο οποίος απολύθηκε ως αναποτελεσματικός και υπεύθυνος για τη φθίνουσα πορεία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και την ισχυροποίηση των ισλαμιστών ανταρτών. Αρχικά ο Σαλίμ Ιντρίς αρνήθηκε να παραιτηθεί και στη συνέχεια αποχώρησε με περισσότερους από 10 διοικητές και διέκοψε τις σχέσεις του με την εξόριστη ηγεσία του Συριακού Ελεύθερου Συνασπισμού.
Η κατάληψη της πόλης Γιαμπρούντ από τον κυβερνητικό στρατό, με την υποστήριξη δυνάμεων της Χεζμπολά, θεωρείται πολύ σημαντική νίκη για το καθεστώς Ασαντ, λόγω της μεγάλης στρατηγικής σημασίας της πόλης και της γύρω περιοχής. Γιατί έτσι αποκτά και διασφαλίζει τον έλεγχο του κεντρικού αυτοκινητόδρομου που συνδέει τη Δαμασκό με το Χαλέπι και τη μεσογειακή παράκτια περιοχή και ταυτόχρονα διακόπτει μια ζωτική γραμμή ανεφοδιασμού των ανταρτών από το Λίβανο, στην οποία η πόλη Γιαμπρούντ ήταν σημαντικός κόμβος, και εδραιώνει τον κυβερνητικό έλεγχο σε ένα σημαντικό τμήμα της χώρας, από τη Δαμασκό μέχρι την κεντρική πόλη Χομς.
Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 1.000 αντάρτες που υπεράσπιζαν τη Γιαμπρούντ, το τελευταίο προπύργιό τους κοντά στα σύνορα με το Λίβανο, και τους γύρω λόφους, υποχώρησαν και κατάφεραν να διαφύγουν στο έδαφος του Λιβάνου, απ’ όπου είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν τις επιθέσεις όχι μόνο μέσα στη Συρία, αλλά και εναντίον σιιτικών στόχων στο Λίβανο. Γεγονός που αναπόφευκτα θα ρίξει λάδι στη φωτιά της αντιπαράθεσης σιιτών και σουνιτών και θα προκαλέσει κλιμάκωση της βίας και της έντασης στο έδαφος του Λιβάνου.
Το γεγονός ότι το καθεστώς Ασαντ έχει περάσει στην αντεπίθεση και κερδίζει έδαφος δε σημαίνει ότι μπορεί να πετύχει μια αποφασιστική νίκη και ότι το τέλος του πολέμου είναι κοντά. Οι Αμερικάνοι με τους δυτικούς και άραβες εταίρους τους δεν πρόκειται να παραιτηθούν τόσο εύκολα, παρόλο που τους δημιουργεί σοβαρά προβλήματα η παρουσία των ισλαμιστών ανταρτών. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της βρετανικής «Guardian» (11/3/14), υπάρχει «πληθώρα αναφορών από Ουάσιγκτον, Ιερουσαλήμ, Αμμάν και χώρες του Κόλπου που υποστηρίζουν ότι μια νέα μεγάλη μυστική προσπάθεια βρίσκεται σε εξέλιξη για το άνοιγμα ενός νότιου μετώπου ενάντια στο καθεστώς Ασαντ». Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται πρόσθετη χρηματοδότηση, αναβαθμισμένα όπλα και υποστήριξη πληροφοριών προς τους «μετριοπαθείς» και κοσμικούς αντάρτες. Στόχος της επίθεσης θα είναι η απώθηση των κυβερνητικών δυνάμεων από τα κυβερνεία της Νταράα, Κουνέιτρα και Ας Σουγάιντα, ώστε να ανοίξει ο δρόμος προς τη Δαμασκό. Τα επιχειρησιακά σχέδια, οι δρόμοι ανεφοδιασμού και η τακτική για τη νέα επίθεση θα επιβλέπονται από ένα μυστικό διεθνές διοικητικό κέντρο επιχειρήσεων στο Αμμάν της Ιορδανίας, με στρατιωτικό προσωπικό από 14 χώρες, μεταξύ των οποίων η Βρετανία, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και αραβικές χώρες που είναι αντίθετες στο καθεστώς Ασαντ. Ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο αυτό το σχέδιο θα υλοποιηθεί, είναι βέβαιο ότι θα είναι μακρύς ο δρόμος του πολέμου.