Η πανωλεθρία των «σοσιαλιστών» στις ισπανικές δημοτικές και περιφερειακές εκλογές ήταν αναμενόμενη. Ενα χρόνο μετά την ανακοίνωση των πιο σκληρών μέτρων λιτότητας των τελευταίων δεκαετιών από την ισπανική κυβέρνηση και τη μείωση στους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων κατά 5% το 2010, η ανεργία καλπάζει, ιδιαίτερα στους νέους μεταξύ 18 και 25 χρονών, όπου έχει φτάσει στο 45%, με το συνολικό ποσοστό να αγγίζει το 21%. Οι απολύσεις βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη εταιρία τηλεπικοινωνιών στη χώρα, η Τελεφόνικα, που είναι πλέον ιδιωτική, σχεδιάζει να απολύσει 8.500 εργαζόμενους, το ένα τέταρτο της εργατικής δύναμης της εταιρίας στην Ισπανία, μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Ο δε επίσημος πληθωρισμός αυξάνεται διαρκώς τον τελευταίο χρόνο.
Ετσι, το κυβερνών κόμμα του Θαπατέρο καταποντίστηκε σημειώνοντας τα χειρότερα ποσοστά από την εποχή του Φράνκο. Επεσε λίγο κάτω από το 28%, έναντι 35% που είχε το 2007, ενώ το δεξιό «Λαϊκό Κόμμα» ισχυροποιήθηκε κερδίζοντας 37.5% (από 36% που είχε το 2007). Το «σοσιαλιστικό» κόμμα έχασε μάλιστα και δύο ιστορικά του προπύργια, τη Σεβίλλη και την Βαρκελώνη, κι έτσι ο Θαπατέρο αναγκάστηκε να παραιτηθεί από πρόεδρος του κόμματος και τα μαχαίρια ακονίζονται για τον κομματικό αλληλοσπαραγμό (ήδη ηγετικό στέλεχος στην περιοχή των Βάσκων ζήτησε έκτακτο συνέδριο κι ο Θαπατέρο τον κάλεσε να αποσύρει την πρότασή του, χωρίς αποτέλεσμα).
Μπορεί η αποχή στις εκλογές να μειώθηκε (από 37% στο 34% περίπου), όμως οι εκλογές αυτές σημαδεύτηκαν από ένα πρωτόγνωρο γεγονός. Χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους των πόλεων, παρά την απαγόρευση, εκφράζοντας την απαξία τους προς το πολιτικό σύστημα της χώρας που τους οδηγεί στην εξαθλίωση. Το κίνημα της 15ης Μάη, οι «αγανακτισμένοι», γέμισε την πλατεία Πουέρτα δελ Σολ στη Μαδρίτη κατά χιλιάδες (για 28.000 μιλούσε η αστυνομία) το βράδυ του περασμένου Σαββάτου και οι διαδηλωτές κατασκήνωσαν και δήλωσαν ότι θα μείνουν για ολόκληρη την εβδομάδα. Ο αριθμός των διαδηλωτών ίσως να μην είναι εντυπωσιακός (σε μία πόλη με 3.4 εκατομμύρια κατοίκους), το γεγονός όμως ότι κατέβηκαν στους δρόμους εν μέσω απαγόρευσης και εκλογών σηματοδοτεί ότι «κάτι κινείται».
Ομως, αυτό από μόνο του δεν είναι ικανό να ανακόψει τίποτα. Ούτε καν να στοιχειοθετήσει μια ισχυρή άμυνα απέναντι στα μέτρα λιτότητας που πέφτουν σαν βροχή κι αυτό το έδειξε εν μέρει και το εκλογικό αποτέλεσμα. Η πλειοψηφία των Ισπανών δεν ακολούθησε τους διαδηλωτές της Μαδρίτης, αλλά κατέβηκε στις κάλπες να ψηφίσει τιμωρώντας το «σοσιαλιστικό» κόμμα και δίνοντας τη σκυτάλη στο «λαϊκό». Μπορεί το μανιφέστο των διοργανωτών του κινήματος των «αγανακτισμένων» της Ισπανίας να κάνει κριτική στο πολιτικό σύστημα, σωστά να απορρίπτει τη «συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των λίγων», η οποία «παράγει ανισότητα, προκαλεί εντάσεις, φέρνει αδικία, η οποία οδηγεί στην βία», μπορεί σωστά να κατακρίνει «το απαρχαιωμένο οικονομικό μοντέλο» που «παγιδεύει την ατμομηχανή της κοινωνίας μέσα σε ένα φαύλο κύκλο όπου οι λίγοι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι πολλοί βουλιάζουν στη φτώχεια τη μιζέρια» με αποτέλεσμα την κατάρρευση, μπορεί σωστά να στιγματίζει τον μοναδικό σκοπό του συστήματος ως «συσσώρευση κεφαλαίων σε βάρος της αποτελεσματικότητας και της ευημερίας της κοινωνίας», δεν μπορεί όμως να ανατρέψει την δύναμη του συστήματος που καταγγέλλει, γιατί αρκείται σε εκκλήσεις για «ηθική επανάσταση» σε καθαρά ειρηνικά πλαίσια.
Το ζήτημα φυσικά και δεν είναι ηθικό. Το πρόβλημα φυσικά και δεν είναι μόνο «των πολιτικών». Αυτοί που στρογγυλοκάθονται στα βουλευτικά έδρανα δεν είναι παρά οι ορντινάντσες μιας τάξης που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να εκμεταλλεύεται ξένη εργασία. Είναι αυτή η τάξη που φταίει και για την κρίση και για την άγρια επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι, έχοντας συσσωρεύσει τεράστια κέρδη την εποχή της «ανάπτυξης», που δε θέλει να τα χάσει την εποχή της κρίσης. Αν η κριτική μείνει στους «πολιτικούς» και περιοριστεί σε εκκλήσεις για «αλλαγή» (όσο «ριζική» κι αν τη ζητήσει στα λόγια το κίνημα), χωρίς την κριτική του ίδιου του συστήματος που γεννά την κρίση και την εξαθλίωση, το κίνημα αυτό θα βρεθεί σε αδιέξοδο. Πριν από ενάμιση αιώνα περίπου, ο επαναστάτης το όνομα του οποίου έμελε να γίνει το φάντασμα του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο Καρλ Μαρξ, σε μία ομιλία που έκανε στο γενικό συμβούλιο της Διεθνούς Ενωσης Εργατών, κάλεσε την εργατική τάξη, αντί για το συντηρητικό σύνθημα «ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα «κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας». Τα επαναστατικά κινήματα που ακολούθησαν, ανεξάρτητα από την εξέλιξη που τελικά είχαν, πάλεψαν και μάτωσαν για να κάνουν πράξη αυτό το σύνθημα. Η πάλη τους αυτή έχτισε και την άμυνα της εργατικής τάξης απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου που είχε απέναντί του ένα κίνημα που δεν διεκδικούσε «ηθικές επαναστάσεις» αλλά την ίδια την εξουσία. Η έλλειψη ενός τέτοιου κινήματος σήμερα είναι φανερή. Οσο αυτό δεν οικοδομείται, όσο οι πρωτοπόροι εργάτες δεν συνασπίζονται πολιτικά σε ένα δικό τους πολιτικό κόμμα, για να το κάνουν αυτό, όσο «χαρίζουν» την πολιτική στους αστούς πολιτι- κούς και δεν οργανώνονται για να επιβάλλουν τη δική τους πολιτική και να συζητήσουν μεταξύ τους για το πώς θα χτίσουν μια άλλη κοινωνία, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, τόσο το κεφάλαιο θα γίνεται πιο επιθετικό και κανείς, όσο αγανακτισμένος κι αν είναι, δεν θα μπορέσει να το σταματήσει.