Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε το «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», που πλάσαρε για πρώτη φορά στην πολιτική πιάτσα ο πάλαι ποτέ πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες. Αποδείχθηκε φούσκα. Τώρα ήρθε η σειρά του «κράτους πρόνοιας του 21ου αιώνα». Ποιος το πλάσαρε; Ποιος άλλος παρά ο νέος γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν! Αφού έστησε στα τρία μέτρα ένα σωρό εργατικά δικαιώματα, φτάνοντας στο σημείο να περάσει αντεργατικό νόμο με προεδρικό διάταγμα, ο Μακρόν έφτασε στο όριο της γελοιότητας να υποστηρίζει ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι ο επανακαθορισμός του «κράτους πρόνοιας» ώστε να είναι αποτελεσματικό και να δίνει κίνητρα. Για παράδειγμα, όπως είπε ο Μακρόν, δε θα βοηθά τους φτωχούς να ζουν καλύτερα, αλλά θα τους δίνει κίνητρα να ξεφύγουν από τη φτώχεια τους!
Πώς θα γίνει αυτό δεν το είπε, αλλά μπορούμε να το μαντέψουμε. Να δουλέψουν, για παράδειγμα, με πολύ λιγότερα λεφτά οι άνεργοι, ώστε να ξεφύγουν από τα όρια φτώχειας που καθορίζει το κράτος. Οχι να ζήσουν μια ανθρώπινη ζωή, αλλά να μην πεθάνουν της πείνας! Για να μειωθούν οι φόροι, συμπλήρωσε ο Μακρόν, θα πρέπει να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες. Ούτε γι’ αυτό είπε τι θα κάνει, όμως κι εκεί εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς τι σχεδιάζεται. Από τη στιγμή που οι καπιταλιστές θεωρούνται στυλοβάτες της «ανάπτυξης» και της οικονομίας, το ζεστό χρήμα σ’ αυτούς (με τη μορφή επιχορηγήσεων κτλ) δε θα μειωθεί. Αντίθετα, τα επιδόματα ανεργίας, οι κοινωνικές δαπάνες για τους φτωχούς θα είναι στο στόχαστρο, αφού αυτά θεωρούνται «αντιπαραγωγικά έξοδα» μια και δεν παράγουν υπεραξία για τους καπιταλιστές.
Στον καπιταλισμό (και ιδιαίτερα στο μονοπωλιακό) αυτό που προέχει είναι η υπεραξία. Η απλήρωτη δουλειά που καρπώνονται οι καπιταλιστές, είτε άμεσα (στην παραγωγή) είτε έμμεσα (με τις φοροαπαλλαγές, τις κρατικές επιχορηγήσεις κτλ), αναγορεύεται σε ύψιστη αξία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό δείχνει η εμπειρία πάνω από δύο αιώνων καπιταλισμού.
Οταν υπάρχει διεκδικητικό κίνημα, τότε τα αστικά κράτη προχωρούν σε παραχωρήσεις (πάντα μέσα στα πλαίσια ανοχής της κυρίαρχης τάξης), ώστε να γλιτώσουν από την όξυνση των αντιθέσεων εργασίας-κεφαλαίου και να βοηθήσουν τις ρεφορμιστικές δυνάμεις μέσα στο εργατικό κίνημα να καναλιζάρουν τις αντιδράσεις σε ήπια μονοπάτια. Αυτό γινόταν την εποχή μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι επαναστάσεις και τα αντάρτικα κινήματα είχαν κλονίσει τα θεμέλια του καπιταλισμού παγκόσμια. Ετσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας». Τώρα που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση, το «κράτος πρόνοιας» τους είναι άχρηστο. Γι’ αυτό θα το μετατρέψουν σε κράτος πρόνοιας μόνο των καπιταλιστών, αφαιρώντας όσο γίνεται περισσότερες δαπάνες που μπορούν να καλυτερέψουν τη ζωή των εργατών. Να τις εκμηδενίσουν δεν μπορούν, όμως σταδιακά θα τείνουν να τις ελαχιστοποιήσουν.