Στη Γερμανία άνοιξε και επίσημα η προεκλογική περίοδος με τις εκλογές της περασμένης Κυριακής στα κρατίδια Βάδη-Βυρτεμέργη και Ρηνανία-Παλατινάτο, που έδειξαν αλλαγές στον κομματικό χάρτη. Eν συντομία, οι αλλαγές είναι οι εξής: Επεσε η Χριστιανοδημοκρατία (3% στο πρώτο κρατίδιο, 4,5% στο δεύτερο). Αυξήθηκε η δύναμη των Πράσινων (2,3% στο πρώτο κρατίδιο, στο οποίο είχαν και προηγουμένως την πλειοψηφία, 4% στο δεύτερο κρατίδιο). Οι σοσιαλδημοκράτες κράτησαν τις δυνάμεις τους (και την πρώτη θέση στο δεύτερο κρατίδιο), ενώ οι Φιλελεύθεροι παρέμειναν σε τροχιά εισόδου στην Ομοσπονδιακή Βουλή, με ποσοστά σταθερά πάνω από 5% και στα δύο κρατίδια). Επεσε σημαντικά η ακροδεξιά AfD, ενώ η «Αριστερά» (Die Linke) έμεινε κάτω από το 5% και εκτός Βουλής και στα δύο κρατίδια.
Αμέσως άρχισε η φιλολογία, όχι μόνο για αλλαγή συμμαχιών στα κυβερνητικά σχήματα στα δύο κρατίδια, αλλά για τη δυνατότητα νέου κυβερνητικού σχήματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο, μετά τις εκλογές του προσεχούς Σεπτέμβρη, τις πρώτες που δε θα είναι υποψήφια η Μέρκελ, μετά από 16 χρόνια στην καγκελαρία.
Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, προερχόμενος από τη «Δεξιά της Δεξιάς» (Χριστιανοκοινωνική Ενωση – CSU), βρήκε την ευκαιρία να προμοτάρει τη δική του υποψηφιότητα για την καγκελαρία. Χαρακτήρισε τα αποτελέσματα των εκλογών στα δύο κρατίδια «χτύπημα στην καρδιά της Χριστιανικής Ενωσης», το οποίο φυσικά απέδωσε στην μη ηγετικότητα του Αρμιν Λάσετ, του νέου προέδρου της CDU, που διαδέχτηκε την «μίνι Μέρκελ», Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, χάρη και πάλι στη στήριξη της Μέρκελ. Η απόφαση για το ποιος θα εκπροσωπήσει το δεξιό συνασπισμό CDU-CSU ως υποψήφιος καγκελάριος θα ληφθεί μεταξύ Πάσχα και Πεντηκοστής δήλωσε ο Λάσετ, που ποντάρει στην υποστήριξη της Μέρκελ για να πάρει και το χρίσμα του υπουψήφιου καγκελάριου.
Από τη δική του πλευρά, ο νυν αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος των σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία, Ολαφ Σολτς, απεφάνθη ότι «ο σχηματισμός κυβέρνησης πέραν της δεξιάς Χριστιανικής Ενωσης είναι εφικτός». Και συμπλήρωσε ότι «υπάρχει η προοπτική κυβέρνησης από τους σοσιαλδημοκράτες»!
Για να γίνει αυτό, βέβαια, θα πρέπει το SPD να περάσει σε ψήφους τους Πράσινους που είναι σήμερα η ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Αν στις παγγερμανικές εκλογές οι Πράσινοι βγουν δεύτεροι και το SPD τρίτο, οι Πράσινοι θα διεκδικήσουν το πόστο του καγκελάριου, κλείνοντας τ’ αυτιά τους στις φωνές που λένε ότι τα δικά τους στελέχη δεν έχουν κυβερνητική πείρα στο κεντρικό επίπεδο και γι’ αυτό θα πρέπει να υποχωρήσουν, αφήνοντας την καγκελαρία στον «έμπειρο» Σολτς (ο οποίος, βέβαια, πριν από τέσσερα χρόνια ήταν απλά δήμαρχος στο Αμβούργο και η μόνη πείρα που έχει είναι η θέση του ως υπουργού Οικονομικών στη σημερινή κυβέρνηση Μέρκελ).
Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως, αν το πράγμα πάει και στις γενικές εκλογές του Σεπτέμβρη όπως πήγε την Κυριακή στα δύο κρατίδια, θα υπάρχουν αρκετές κυβερνητικές εναλλακτικές. Από τη στιγμή που η AfD πέφτει, τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα (Χριστιανοδημοκρατία, Σοσιαλδημοκρατία, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) θα μπορούν άνετα να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας, την πρώτη της μετά τη Μέρκελ εποχής. Ακόμα και να μείνει η Δεξιά εκτός κυβέρνησης, δεν υπάρχει καμιά ανησυχία. Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι είναι κόμματα του κατεστημένου, δοκιμασμένα σε κυβερνήσεις εδώ και πολλά χρόνια, οπότε μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, χωρίς κανείς στην άρχουσα τάξη να ανησυχήσει. Και βέβαια, κανένας σήμερα δεν μπορεί να αποκλείσει ακόμα και κυβέρνηση Δεξιάς-Πράσινων-Φιλελεύθερων. Ολα θα εξαρτηθούν από το εκλογικό αποτέλεσμα και τις ιδιαίτερες μικροκομματικές στοχεύσεις των τεσσάρων αυτών αστικών κομμάτων.
Κάποιοι θα στενοχωρηθούν, κάποιοι θα χαρούν, αυτά όμως έχει η αστική πολιτική. Σημασία έχει να μην μπλέξει η άρχουσα τάξη της Γερμανίας με το «απρόοπτο» της AfD, τα μισά στελέχη της οποίας έχουν κατευθείαν αναφορά στο ναζισμό. Αυτοί είναι σήμερα αχρείαστοι στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας, επομένως ανεπιθύμητοι. Οπως ο Τραμπ, που είδε κι έπαθε να τον ξεφορτωθεί το αμερικάνικο πολιτικό κατεστημένο.
Στην Ιταλία πάλι, ο τραπεζίτης Ντράγκι σχημάτισε μια κυβέρνηση με τεράστια κοινοβουλευτική στήριξη (και τη στήριξη της πανίσχυρης Confindustria και των τραπεζών), όμως δύο από τα μεγαλύτερα κόμματα που τη στηρίζουν έχουν προβλήματα.
Το Κίνημα 5 Αστέρων, που ίδρυσε πριν από λίγα χρόνια ένας τηλεοπτικός γελωτοποιός και βρέθηκε να είναι κυβερνητικό κόμμα, παρέδωσε την προεδρία του στον μέχρι πρότινος πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε. Μπέπε Γκρίλο και Λουίτζι ντι Μάιο έκαναν στη μπάντα. Ο άσημος καθηγητάκος ενός περιφερειακού πανεπιστήμιου, που διετέλεσε πρωθυπουργός με δύο διαφορετικές πλειοψηφίες (αρχικά με Κ5Α και Λέγκα και μετά με Κ5Α, Δημοκρατικό Κόμμα, Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι και άλλα μικρότερα κόμματα) έχει φτιάξει δεσμούς και με τα ισχυρά συνδικάτα των καπιταλιστών στην Ιταλία και με τις Βρυξέλλες και θεωρείται εγγύηση για να οδηγήσει το Κ5Α έξω από το «λαϊκισμό».
Αντίθετα, το άλλοτε πανίσχυρο Δημοκρατικό Κόμμα (μετεξέλιξη του ρεβιζιονιστικού PCI) αναγκάστηκε πάλι ν΄αλλάξει αρχηγό (είναι ο ένατος τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια!), καθώς ο Νικόλα Τσινγκαρέτι παραιτήθηκε καταγγέλλοντας εμφύλιο για τη νομή της εξουσίας ανάμεσα στα κορυφαία στελέχη του κόμματος. Κι επειδή δεν εύρισκαν άλλον διαθέσιμο και… φιγουράτο, φώναξαν τον πρώην πρωθυπουργό Ενρίκο Λέτα, ο οποίος είχε παρατήσει την πολιτική ζωή στην Ιταλία και κατείχε το πόστο του πρύτανη στη διάσημη Sciences Po του Παρισιού! Παλιός στο κουρμπέτι είναι ο Λέτα, μ’ αυτόν θα πορευτούν μέχρι τις επόμενες εκλογές.
Πότε θα γίνουν αυτές; Ο μόνος που δείχνει να βιάζεται είναι ο Σαλβίνι της Λέγκα, που πέταξε κάποιες μπηχτές για «ημερομηνία λήξης» της κυβέρνησης Ντράγκι. Ο Σαλβίνι έχει ένα βασικό πρόβλημα. Από τη μια προσπαθεί να πετάξει από πάνω του το στίγμα του «αντισυστημικού» και «νεοφασίστα», γλείφοντας όπου μπορεί, από τους τραπεζίτες της Ρώμης μέχρι τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, από την άλλη δέχεται πίεση από τα δεξιά, από τους ανοιχτούς νεοφασίστες Αδελφούς της Ιταλίας, που είναι το μόνο κόμμα της Βουλής που δε στηρίζει τον Ντράγκι. Θέλει, λοιπόν, εκλογές όσο γίνεται πιο γρήγορα για να μη χάσει ψήφους προς τα δεξιά. Αλλά αυτή τη στιγμή δε δείχνει διατεθειμένος να επιχειρήσει πραξικόπημα κατά του Ντράγκι (το οποίο, άλλωστε, δεν μπορεί να πετύχει, καθώς αρκούν οι ψήφοι των υπόλοιπων για να παραμείνει η κυβερνητική πλειοψηφία υπέρ του Ντράγκι), γιατί θα του τραβήξουν τ’ αυτί βιομήχανοι και τραπεζίτες, χωρίς την υποστήριξη των οποίων δεν μπορεί να κάνει όνειρα να γίνει κάποια στιγμή πρωθυπουργός (αυτός είναι ο διακαής πόθος του).
Περιγράψαμε αναλυτικά (αν και συνοπτικά) τις εξελίξεις στο κομματικό σύστημα της πρώτης σε δύναμη και της τρίτης ιμπεριαλιστικής χώρας της ΕΕ, γιατί μας επιτρέπουν να σκεφτούμε πώς το σύστημα πετυχαίνει να εξασφαλίζει τη σταθερότητά του, ακόμα και σε συνθήκες έντονων ανακατατάξεων στους συσχετισμούς μεταξύ των αστικών κομμάτων (Γερμανία) ή και πολιτικής κρίσης (Ιταλία).
Το ίδιο μπορεί να δει κανείς στην Ολλάνδία, όπου ο δεξιός Ρούτε κέρδισε και πάλι τις εκλογές, ανεβάζοντας το ποσοστό του κόμματός του, και αυτή τη στιγμή είναι ο μακροβιότερος (μετά τη Μέρκελ) πρωθυπουργός στην ΕΕ. Η Ολλανδία έχει απλή αναλογική (με τη χώρα να αποτελεί μια ενιαία εκλογική περιφέρεια). Στη Βουλή μπήκαν 17 κόμματα! Ουδείς, όμως, ανησυχεί για… ακυβερνησία. Το αστικό πολιτικό σύστημα έχει διαμορφώσει μια μακρά παράδοση συμμαχικών κυβερνήσεων, στις οποίες συμμετέχουν χριστιανοδημοκρατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (κάθε πολιτική «οικογένεια» έχει περισσότερα από ένα κόμματα). Η σύνθεση των κυβερνήσεων αλλάζει, ανάλογα με τις αλλαγές στην ψήφο των πολιτών, κάθε καινούργια κυβέρνηση παίρνει ακόμα και εφτά μήνες μέχρι να σχηματιστεί, όμως κυβερνά σταθερά και αδιατάρακτα η προηγούμενη κυβέρνηση.
Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα η κινητικότητα στους συσχετισμούς μεταξύ των αστικών κομμάτων και άλλο η κίνηση μαζών. Οταν οι μάζες κινούνται μόνο για να πάνε να ψηφίσουν, όποτε τις καλέσει το πολιτικό σύστημα, τότε η σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος δεν κινδυνεύει. Οταν οι μάζες απλά ψηφίζουν περισσότερο κάποια αστικά κόμματα και λιγότερο κάποια άλλα, δεν έχουμε κοινωνική κινητικότητα, αλλά απλώς μια τυπική εκδήλωση του φαινομένου που ονομάζεται «κοινοβουλευτικός κρετινισμός». Επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά ο Ενγκελς που μιλούσε για επιλογή από το λαό, των μελών της άρχουσας τάξης που θα τον κυβερνήσουν.
Και για να πούμε το σημαντικότερο, ακόμα κι αν υπάρξει πραγματική κίνηση μαζών, με απεργίες, διαδηλώσεις, συγκρούσεις στους δρόμους, προοπτική η οποία είναι, βέβαια, ευκταία, αν οι μάζες δεν είναι σε θέση να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά αυτή τη γνήσια κίνησή τους, η αστική πολιτική θα βρει το δρόμο για να επαναφέρει τα πράγματα στην «κανονικότητα», ακόμα και με πρόσκαιρες παραχωρήσεις προς τις εργαζόμενες μάζες.
Μόνο ένα κόμμα της εργατικής τάξης, οργανωμένο πάνω στη βάση ενός επιστημονικού προγράμματος, μπορεί να κεφαλαιοποιήσει την όποια αγωνιστική κίνηση των εργαζόμενων και νεολαιίστικων μαζών.