Η διπλωματική κρίση που προκάλεσε η προμελετημένη γκανκστερική επιχείρηση του κολομβιανού στρατού μέσα στο έδαφος του Εκουαδόρ την 1η Μαρτίου, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του ηγετικού στελέχους των FARC – EP Ραούλ Ρέγιες και 20 ακόμη ανταρτών καθώς και 5 μεξικανών φοιτητών, την ώρα που κοιμούνταν στο κατάλυμά τους μέσα στη ζούγκλα, δε φαίνεται να εκτονώνεται γρήγορα, παρά τις χειραψίες που αντάλλαξαν οι Τσάβες και Κορέα με τον Ουρίμπε και τις δηλώσεις περί αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων στη σύνοδο του Οργανισμού Αμερικάνικων Κρατών στις 7 Μαρτίου, ο οποίος αναγνώρισε μεν ότι η Κολομβία παραβίασε τα σύνορα του Εκουαδόρ, αλλά δεν καταδίκασε τη πράξη της.
Γιατί, όπως φαίνεται, στόχος της επίθεσης δεν ήταν μόνο η δολοφονία των ανταρτών. Αφού η κυβέρνηση του φασίστα κολομβιανού προέδρου Αλβάρο Ουρίμπε αποκαλύφτηκε από την κυβέρνηση του Εκουαδόρ ως κοινός ψεύτης (υποστήριζε ότι προηγήθηκε επίθεση από τους αντάρτες και απάντησε χτυπώντας από κολομβιανό έδαφος), έβαλε μπροστά το μηχανισμό της παραπληροφόρησης και της κατασκευής σκευωριών.
Επικαλούμενη στοιχεία που υποτίθεται ότι ανακάλυψε σε τρεις υπολογιστές που βρήκε στο κατάλυμα των ανταρτών (πώς, αλήθεια, σώθηκαν από τον αεροπορικό βομβαρδισμό οι υπολογιστές;), άρχισε να κατηγορεί τον Τσάβες και τον πρόεδρο του Εκουαδόρ Ραφαέλ Κορέα για «μυστικές επαφές και ενίσχυση των τρομοκρατών – ανταρτών» και να απειλεί τον Τσάβες ότι θα τον παραπέμψει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με την κατηγορία της «χρηματοδότησης γενοκτονίας»!
Ο Τσάβες απάντησε δηλώντας ότι ο Ουρίμπε «δεν είναι μόνο ψεύτης, αρχηγός μια μαφίας, παραστρατιωτικός επικεφαλής μιας ναρκω – κυβέρνησης, λακές των ΗΠΑ, αλλά και ότι καθοδηγεί μια συμμορία εγκληματιών από το προεδρικό μέγαρο». Ακολούθησε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Βενεζουέλα, του Εκουαδόρ και της Νικαράγουα με την Κολομβία και η ανάπτυξη ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων από την Κολομβία και το Εκουαδόρ στα σύνορά τους με τη Κολομβία.
Και ενώ η ένταση και η διπλωματική κρίση φάνηκε ότι εκτονώθηκαν στη σύνοδο του Οργανισμού Αμερικάνικων κρατών, πήρε τη σκυτάλη από τον Αλβάρο Ουρίμπε ο Λευκός Οίκος, επιβεβαιώνοντας όσους από την αρχή υποστήριζαν ότι πρόκειται για ένα αμερικανόπνευστο σχέδιο αποσταθεροποίησης στην περιοχή και κλιμάκωσης των πιέσεων σε βάρος του Τσάβες και των άλλων πολιτικών ηγετών της Λατινικής Αμερικής που διαφοροποιούνται από την αμερικάνικη πολιτική. Ο Τσάβες και ο Ραφαέλ Κορέα, εκτός των άλλων, είναι στο στόχαστρο γιατί αρνούνται να συμπαραταχθούν με το Λευκό Οίκο στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και θεωρούν τo κολομβιανό αντάρτικο επαναστατική δύναμη που αγωνίζεται για την κοινωνική αλλαγή και τη χειραφέτηση της Λατινικής Αμερικής από την αμερικάνικη ηγεμονία.
Στις 9 Μαρτίου, το εβδομαδιαίο κολομβιανό περιοδικό Semana, δημοσίευσε «νέα ντοκουμέντα» που προέρχονται υποτίθεται από το φορητό υπολογιστή του Ραούλ Ρέγιες, που «βρέθηκε» στο βομβαρδισμένο κατάλυμα των ανταρτών. Το ντοκουμέντα αυτά «αποκαλύπτουν» ότι ο Τσάβες «διατηρούσε μυστικές, εμπιστευτικές σχέσεις με κολομβιανούς αντάρτες και ότι έστειλε επανειλημμένα ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους να συναντηθούν μαζί τους».
Περιγράφουν με λεπτομέρειες τις προσπάθειες του Τσάβες να καθοριστεί μια συνάντηση με το Μανουέλ Μαρουλάδα, τον ηγέτη των FARC – EP, και αναφέρουν ότι οι αντάρτες ήλπιζαν ότι θα πάρουν βοήθεια από τη Βενεζουέλα. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Αλβάρο Ουρίμπε κατηγορούσε τον Τσάβες, επικαλούμενος στοιχεία από τον υπολογιστή, ότι είχε δώσει στις FARC 300 εκατομμύρια δολάρια.
Περιγράφουν με λεπτομέρειες τις προσπάθειες του Τσάβες να καθοριστεί μια συνάντηση με το Μανουέλ Μαρουλάδα, τον ηγέτη των FARC – EP, και αναφέρουν ότι οι αντάρτες ήλπιζαν ότι θα πάρουν βοήθεια από τη Βενεζουέλα. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Αλβάρο Ουρίμπε κατηγορούσε τον Τσάβες, επικαλούμενος στοιχεία από τον υπολογιστή, ότι είχε δώσει στις FARC 300 εκατομμύρια δολάρια.
Στις 10 Μαρτίου, άρθρο του αμερικάνικου εκδοτικού ομίλου «McClatchy Newspapers», με τίτλο «Οι ΗΠΑ ίσως εντάξουν τη Βενεζουέλα στον κατάλογο των χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία», αποκάλυψε ότι, ύστερα από τα δημοσιεύματα για στενές σχέσεις της Βενεζουέλα με τους κολομβιανούς αντάρτες, η κυβέρνηση Μπους διέταξε προκαταρκτική εξέταση, η οποία μπορεί να καταλήξει στην ένταξη της Βενεζουέλα στον κατάλογο των χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία, δηλαδή μαζί με τη Βόρεια Κορέα, την Κούβα, το Σουδάν, τη Συρία και το Ιράν. Σ’ αυτή την περίπτωση θα υποστεί την επιβολή κυρώσεων.
Στη Βενεζουέλα έχουν ήδη επιβληθεί απαγόρευση πούλησης αμερικάνικων όπλων και άλλες κυρώσεις, επειδή αρνείται να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στα ζήτήματα της «τρομοκρατίας» και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και γιατί δεν έχει αυστηρά κριτήρια στον έλεγχο των ταυτοτήτων, ενώ ο Λευκός Οίκος ενοχλείται σοβαρά και από τις στενές σχέσεις που έχει αναπτύξει η κυβέρνηση Τσάβες με το Ιράν. Ωστόσο, σε περίπτωση που τελικά η Βενεζουέλα ενταχθεί στον κατάλογο των χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία, οι κυρώσεις θα είναι περισσότερες και αυστηρότερες. Γεγονός που θα έχει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, αφού η Βενεζουέλα είναι ο τρίτος, μετά τον Καναδά και το Μεξικό, εξαγωγές πετρελαίου στις ΗΠΑ, ενώ θα απαγορευτεί και η επιχειρηματική δραστηριότητα των αμερικάνικων εταιριών στη Βενεζουέλα. Γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο να ληφθεί τέτοια απόφαση. Ομως, σε κάθε περίπτωση η διαδικασία αυτή λειτουργεί ως μέσο πίεσης στον Τσάβες και αποσταθεροποίησης στην περιοχή, που δίνει τη δυνατότητα στο Λευκό Οίκο να απειλεί, να παρεμβαίνει και να οργανώνει με όλα τα μέσα την ανατροπή μη αρεστών κυβερνήσεων, στο όνομα της ασφάλειας των ΗΠΑ και της προστασίας των αμερικάνικων συμφερόντων.
Μετά το βομβαρδισμό του καταυλισμού των ανταρτών στο Εκουαδόρ, ο Τσάβες χαρακτήρισε την Κολομβία ως το «Ισραήλ της Λατινικής Αμερικής», γιατί, όπως το Ισραήλ, επικαλείται το «δικαίωμα στην άμυνα» για να βομβαρδίζει και να εισβάλει σε γειτονικές χώρες, με εντολές από την Ουάσιγκτον, παραβιάζοντας κατάφωρα το διεθνές δίκαιο. Ο Αλβάρο Ουρίμπε τον επιβεβαίωσε δηλώνοντας ότι «αρνείται να αποκλείσει μελλοντικές στρατιωτικές επιδρομές στο Εκουαδόρ ή τη Βενεζουέλα», που σημαίνει ότι πρέπει να αναμένονται κι άλλες προκλήσεις στο μέλλον, με τη συνεργασία και την πλήρη υποστήριξη της Ουάσιγκτον. Ας μην ξεχνάμε ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση δίνει κάθε χρόνο 600 εκατομμύρια δολάρια στρατιωτική βοήθεια στην Κολομβία, στα πλαίσια του «Σχεδίου Κολομβία», για τη συντριβή του αντάρτικου, με πρόσχημα τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, ενώ αμερικάνοι αξιωματικοί εκπαιδεύουν τις ειδικές «αντιτρομοκρατικές» μονάδες του κολομβιανού στρατού, παρακολου- θούν και συμμετέχουν σε επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών.
Οι τελευταίες εξελίξεις στη Λατινική Αμερική και η χοντροκομμένη προπαγάνδα εναντίον του Τσάβες παραπέμπουν στην αμερικάνικη προπαγάνδα που προηγήθηκε και προετοίμασε το έδαφος της αμερικάνικης επίθεσης στο Ιράκ. Φυσικά, τα περιβόητα όπλα μαζικής καταστροφής, που υποτίθεται ότι διέθετε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν και απειλούσαν την ανθρωπότητα, δε βρέθηκαν ποτέ, ενώ το πόρισμα της έρευνας για τις υποτιθέμενες σχέσεις του με την Αλ-Κάιντα, που δόθηκε στη δημοσιότητα τις τελευταίες μέρες, βεβαιώνει ότι δεν υπήρχε καμιά σχέση μεταξύ τους.
Αλήθεια, ποιος άνθρωπος που διαθέτει λίγο μυαλό μπορεί να πιστέψει ότι σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο με τόσους νεκρούς βρέθηκαν σώοι οι υπολογιστές;
Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι βρέθηκαν, υπήρχε περίπτωση έμπειρα ηγετικά στελέχη και αντάρτες που δρουν στην παρανομία να κρατούν στα αρχεία των υπολογιστών τους τόσο σημαντικά στοιχεία, που μπορεί να εκθέσουν ανθρώπους και φορείς που τους υποστηρίζουν και τους βοηθούν;
Ο Τσάβες, όπως και η γαλλική κυβέρνηση, προφανώς είχε κάποιο δίαυλο επικοινωνίας με το Ραούλ Ρέγιες, ο οποίος έπαιζε μεσολαβητικό ρόλο για την απελευθέρωση κάποιων αιχμαλώτων, μεταξύ των οποίων και της γαλλοκολομβιανής πολιτικού Ινγκριντ Μπετανκούρ. Ομως, αυτό ενοχλούσε και τον Ουρίμπε και τους αμερικάνους πάτρωνές του, γιατί αναβάθμιζε το αντάρτικο σε ρόλο συνομιλητή και αύξαινε το κύρος του Τσάβες. Με τη δολοφονία του Ραούλ Ρέγιες η υπόθεση αυτή πηγαίνει πίσω, ενώ οι αντάρτες είναι βέβαιο ότι ετοιμάζονται να δώσουν σκληρή απάντηση.