Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές συνεχίζονται οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στην πρωτεύουσα Σανάα, στα προπύργια των Χούτι στις βόρειες επαρχίες, στην κεντρική Υεμένη, στη νότια επαρχία Νταλέα και στην περιοχή του Αντεν, όπου οι θέσεις των Χούτι και των συμμάχων τους στο λιμάνι και στο ναυπηγείο βομβαρδίζονται επίσης από τα ξένα πολεμικά πλοία που έχουν επιβάλει αποκλεισμό του λιμανιού. Οι σφοδρότερες χερσαίες συγκρούσεις σημειώνονται στην πόλη του Αντεν και στη στρατηγικής σημασίας πόλη Ταΐζ στην κεντρική Υεμένη, με 3 εκατομμύρια πληθυσμό, όπου σουνίτες φύλαρχοι, ισλαμιστές μαχητές και απομεινάρια του κυβερνητικού στρατού που παραμένουν πιστά στον παραιτηθέντα πρόεδρο Μανσούρ Χάντι επιχειρούν να ανακαταλάβουν τμήματα της πόλης από τους Χούτι.
Είναι φανερό ότι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί που ξεκίνησαν στις 26 του Μάρτη δεν έχουν πετύχει κάποιο πραγματικό κέρδος για τους ξένους εισβολείς. Ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Οι Χούτι εξακολουθούν να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, την πρωτεύουσα και τη βόρεια και κεντρική Υεμένη. Στη νότια Υεμένη, εκτός από ένα τμήμα του κυβερνητικού στρατού που παραμένει πιστό στον Χάντι, οι κυριότεροι αντίπαλοί τoυς είναι το αποσχιστικό κίνημα που επιδιώκει την ακύρωση της συμφωνίας ένωσης με τη βόρεια Υεμένη που υπογράφτηκε το 1990 και σουνίτες φύλαρχοι, πολλοί από τους οποίους συνεργάζονται με την Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, η οποία επίσης πολεμά τους Χούτι σε θρησκευτική βάση, ως παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ. Ο Μανσούρ Χάντι παραμένει στο Ριάντ και στηρίζει όλες τις ελπίδες για την πολιτική του επιβίωση και επιστροφή στην Υεμένη στη δύναμη των σαουδαραβικών όπλων. Οι άμαχοι πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος, ενώ η μόνη κερδισμένη μέχρι στιγμής είναι η Αλ Κάιντα, η οποία, εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας και τη στοχοποίηση αποκλειστικά των Χούτι και των συμμάχων τους στο στρατό από τα μαχητικά της Συμμαχίας του Κόλπου, έχει ανασυντάξει και ενισχύσει τις δυνάμεις της, έχοντας θέσει υπό τον έλεγχό της νέες περιοχές στα ανατολικά της Υεμένης και καταλαμβάνοντας μια στρατιωτική βάση, ένα αεροδρόμιο, ένα σταθμό μεταφόρτωσης πετρελαίου και στρατιωτικές αποθήκες γεμάτες με τανκ και βαριά όπλα.
Με δυο λόγια, επαναλαμβάνεται στην Υεμένη αυτό που συμβαίνει εδώ και χρόνια με τους αλλεπάλληλους ισραηλινούς βομβαρδισμούς στο Λίβανο και στη Γάζα, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι ο αντίπαλος δεν μπορεί να ηττηθεί μόνο με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, χωρίς ταυτόχρονα χερσαία επέμβαση και κατοχή μιας περιοχής. Ομως μια χερσαία επέμβαση στην Υεμένη είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τις μοναρχίες του Κόλπου, γιατί πιθανότατα θα εξελιχθεί σε ένα μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς των εισβολέων, καθώς οι Χούτι είναι εμπειροπόλεμοι μαχητές και γνωρίζουν πολύ καλά τις περιοχές που δρουν, με κίνδυνο να προκαλέσει αλυσιδωτές εκρήξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Νωρίς για συμφωνία
Παρόλο που μετά την ανακοίνωση λήξης των αεροπορικών βομβαρδισμών η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι έσπευσε να δηλώσει ότι «εκτός από τη διπλωματική λύση, δεν υπάρχει καμιά άλλη βιώσιμη λύση» και ότι «αυτός δεν είναι πόλεμος που μπορεί να κερδηθεί στο πεδίο της μάχης», το χάσμα ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον φαίνεται αγεφύρωτο.
Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του «Reuters» (23/4/15, με τίτλο «Yemen Factions divided over peace talks terms), ο παραιτηθείς πρόεδρος Μανσούρ Χάντι και η αυτοεξόριστη κυβέρνησή του στο Ριάντ (σ.σ καθ’ υπαγόρευση φυσικά της Σαουδικής Αραβίας) δηλώνουν ότι θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μόνο αν οι Χούτι αποχωρήσουν από τις πόλεις που ελέγχουν, ιδιαίτερα το Αντεν, και καταθέσουν τα όπλα.
Αυτοί οι όροι είναι ταπεινωτικοί και δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτοί από τους Χούτι, που εξακολουθούν να βρίσκονται σε θέση ισχύος και δηλώνουν ότι θα διαπραγματευτούν μόνο αν σταματήσουν εντελώς οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί.
Ο παράγοντας που μπορεί να αποδειχτεί κρίσιμος για τις εξελίξεις τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στις διαπραγματεύσεις είναι η θέση του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου, του κόμματος του έκπτωτου δικτάτορα Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ, ο οποίος έχει συμμαχήσει με τους Χούτι. Χωρίς την υποστήριξη ή την ουδετερότητα από μεγάλο τμήμα του στρατού που παραμένει πιστό στο Σάλεχ, οι πιο ελαφρά εξοπλισμένοι Χούτι δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τόσο εύκολα την πρωτεύουσα Σανάα τον περασμένο Σεπτέμβρη, που προστατευόταν από τουλάχιστον 100.000 άντρες της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς και τις Εφεδρικές Δυνάμεις, στη συντριπτική πλειοψηφία πιστές στο Σάλεχ, και στη συνέχεια να επεκτείνουν τον έλεγχό τους νότια της Σανάα. Αν ο Αμπντουλάχ Σάλεχ αναγκαστεί να διαλύσει τη συμμαχία με τους Χούτι και τα πιστά σ’ αυτόν τμήματα του στρατού σταματήσουν να πολεμούν, οι Χούτι θα αποδυναμωθούν, δεν θα μπορούν να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους τις περιοχές που έχουν καταλάβει και θα αναγκαστούν να κάνουν υποχωρήσεις. Αυτό επιδιώκουν οι Σαουδάραβες κυρίως με την κλιμάκωση των αεροπορικών βομβαρδισμών, που καταφέρνουν τα ισχυρότερα πλήγματα σε συγκεντρωμένες δυνάμεις του στρατού και σε αποθήκες όπλων. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, ο Σάλεχ δε φαίνεται να αλλάζει στάση και δηλώνει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη χώρα, όπως απαιτούν οι Σαουδάραβες.
Και επειδή η σαουδαραβική μοναρχία δεν είναι διατεθειμένη να βγει εύκολα απ’ αυτό τον πόλεμο με στραπατσαρισμένο το κύρος της και κατά συνέπεια την επιρροή της ως περιφερειακή δύναμη σε σχέση με το μεγάλο αντίπαλό της, το Ιράν, το πιθανότερο είναι ότι θα συνεχίσει τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς μέχρι να αναγκάσει τους αντιπάλους της να κάνουν υποχωρήσεις που θα της επιτρέπουν τουλάχιστον μια αξιοπρεπή έξοδο. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος διαμελισμού της χώρας ή ακόμη χειρότερα να καταλήξει όπως το Ιράκ, η Συρία ή η Λιβύη.
Εκρηκτικό μείγμα
Οι παράγοντες που απειλούν σοβαρότατα την Υεμένη με διάλυση και διαμελισμό είναι πολλοί. Κατ’ αρχήν, η Υεμένη ήταν πάντα χαλαρά ελεγχόμενη από την κεντρική κυβέρνηση και η πολιτική κατάσταση είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Με πολλούς «παίχτες» (φυλές, φύλαρχους, πολιτικούς παράγοντες) καλά εξοπλισμένους, που έχουν επιρροή και αλλάζουν συχνά συμμαχίες. Πρώην εχθροί γίνονται φίλοι και πρώην φίλοι αντίπαλοι. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, που δόθηκε στη δημοσιότητα στην αρχή της χρονιάς, τα 26 εκατομμύρια του πληθυσμού της χώρας υπολογίζεται ότι έχουν στην κατοχή τους από 40 μέχρι 60 εκατομμύρια όπλα, ενώ η ζήτηση την προηγούμενη χρονιά για χειροβομβίδες ( με τιμή 5 δολάρια), πιστόλια (150 δολάρια) και ΑΚ-47s (150 δολάρια) έχει αυξηθεί 8 φορές.
Οι Χούτι έχουν αποκτήσει πολεμική εμπειρία έχοντας αντιμετωπίσει έξι στρατιωτικές επιχειρήσεις από το δικτατορικό καθεστώς Σάλεχ την περίοδο 2004 – 2010, στενό σύμμαχο τότε της Σαουδικής Αραβίας. Συνεπώς, ακόμη κι αν αποδυναμωθούν και αποσυρθούν στα προπύργιά τους στο Βορρά, μπορούν να συνεχίσουν ένα πόλεμο φθοράς και αποσταθεροποίησης.
Η Υεμένη είναι χώρα με πολλούς διαχωρισμούς, ώστε καμιά φυλή, φράξια ή ομάδα δεν μπορεί να κερδίσει μια καθαρή νίκη και να επιβάλλει την εξουσία της στις υπόλοιπες. Γι αυτό μπορεί να πει κανείς ότι ακόμη κι αν δεν γινόταν η στρατιωτική επέμβαση της Συμμαχίας του Κόλπου, οι Χούτι δεν θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να επιβάλλουν την εξουσία τους σ’ όλη τη χώρα, γιατί έχουν αντιπάλους σε άλλες περιοχές, φυλές και κόμματα.
Το αποσχιστικό κίνημα στη Νότια Υεμένη ενισχύεται και δε θα αποδεχτεί πειθήνια μια συμφωνία που δεν θα του εξασφαλίζει κάποια κέρδη.
Τέλος, παρόλο που παραδοσιακά δεν υπάρχει στην κοινωνία της Υεμένης θρησκευτικός διχασμός ανάμεσα στους σιίτες Ζάιντι, που αποτελούν το ένα τρίτο του πληθυσμού, και στους σουνίτες, αλλά αντίθετα αρμονική συνύπαρξη και προσευχή στα ίδια τζαμιά, αυτό μπορεί να αλλάξει γρήγορα, καθώς η στρατιωτική επέμβαση προβάλλεται ως πόλεμος μεταξύ μιας σουνιτικής συμμαχίας και του σιιτικού Ιράν. Πόσο μάλλον όταν στον πόλεμο συμμετέχει και η Αλ Κάιντα, που εκμεταλλευόμενη τις ευνοϊκές γι’ αυτήν συνθήκες, ενισχύει τις δυνάμεις της, επεκτείνει την επιρροή της και προβάλλει ως ο αντίπαλος σουνιτικός μαχητικός πόλος στη χώρα.
Τεράστια καταστροφή
Είναι φανερό ότι ο ασκός του Αιόλου που άνοιξε στην Υεμένη απειλεί την εδαφική της ακεραιότητα, την ίδια την κρατική της οντότητα και την ευρύτερη περιοχή με παραπέρα αποσταθεροποίηση. Ομως αυτός που πληρώνει αυτή τη στιγμή το βαρύτερο τίμημα είναι ο άμαχος πληθυσμός, καθώς οι ανεπαρκείς έτσι και αλλιώς βασικές υποδομές καταστρέφονται και μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή βρίσκεται σε εξέλιξη.
Το βιοτικό επίπεδο του λαού και πριν από το πόλεμο ήταν σε τραγική κατάσταση. Πριν από ένα χρόνο, η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης (International Rescue Committee) προειδοποιούσε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα στην Υεμένη όταν πάνω από το μισό του πληθυσμό της χώρας δεν γνωρίζει από πού θα βρει το επόμενο γεύμα. Οταν πάνω από το μισό του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό. Οταν περίπου 16 εκατομμύρια, το 61% του πληθυσμού, χρειάζεται ανθρωπιστική βοήθεια και ο υποσιτισμός των παιδιών είναι από τους μεγαλύτερους στον κόσμο. Οταν η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης παρείχε ζωτικές υπηρεσίες υγιεινής και υγείας, τροφή και νερό σε 250.000 ανθρώπους μόνο στις νότιες επαρχίες Αντεν και Αμπιάν.
Ο πόλεμος έχει επιδεινώσει τρομακτικά την ήδη απελπιστική κατάσταση. Η καταστροφή δημόσιων κτιρίων, νοσοκομείων, σχολείων, εργοστασίων, καλλιεργειών, μονάδων παραγωγής ενέργειας δικτύων ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεπικοινωνιών, η έλλειψη καυσίμων, που χρησιμοποιούνται, εκτός από τις μεταφορές, στην άντληση του σπάνιου νερού, έχουν βυθίσει σε ακόμη μεγαλύτερη πείνα και απελπισία τον άμαχο πληθυσμό. Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το ναυτικό αποκλεισμό των λιμανιών της χώρας από σαουδαραβικά και αιγυπτιακά πλοία, που εμποδίζει εμπορικά πλοία με τρόφιμα, καύσιμα και φάρμακα να ξεφορτώσουν.
Μέχρι στιγμής, οι νεκροί ξεπερνούν τους 1.000, οι τραυματίες τις 3.500 και αυτοί που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους τις 150.000, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, ενώ καθημερινά εκατοντάδες απελπισμένοι άνθρωποι συνωστίζονται σε βάρκες με προορισμό το γειτονικό Τζιμπουτί ή την επίσης εμπόλεμη Σομαλία. Τα επόμενα μεγάλα κύματα προσφύγων με προορισμό την Ευρώπη θα είναι σίγουρα από την Υεμένη.








