Αντιμέτωποι με την παταγώδη αποτυχία της στρατηγικής τους στη Συρία και της ανάδειξης της Τουρκίας σε ηγεμονική δύναμη στον αραβικό κόσμο, καθώς και με τις σοβαρότατες πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις του κουρδικού, ο Ερντογάν και η κυβέρνηση Νταβούτογλου επιβάλλουν ένα καθεστώς μηδενικής ανοχής σε κάθε φωνή διαμαρτυρίας, αντίδρασης ή αντίστασης στην πολιτική τους, ένα καθεστώς κοινοβουλευτικής δικτατορίας.
Ακολουθώντας τα βήματα της μοναρχίας του Μπαχρέιν, ο Ερντογάν προχώρησε σε ένα πρωτοφανές βήμα για ένα, τύποις έστω, κοινοβουλευτικό καθεστώς. Στις 5 Απρίλη, απευθυνόμενος σε συγκέντρωση δικηγόρων, προανήγγειλε το μέτρο αφαίρεσης της ιθαγένειας από όσους υποστηρίζουν τους κούρδους αντάρτες.
«Για να τους εμποδίσουμε να κάνουν ζημιά, πρέπει να πάρουμε όλα τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης της ιθαγένειας από τους υποστηρικτές των τρομοκρατών», επεσήμανε, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του και πρόσθεσε: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν αξίζουν να είναι πολίτες μας. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε ανάμεσά μας ανθρώπους που εμπλέκονται σε προδοσία του κράτους και του λαού τους».
Κατά τον Ερντογάν, αυτοί που υποστηρίζουν τους «τρομοκράτες» είναι επίσης «τρομοκράτες». Οπως έχει επανειλημμένα δηλώσει, «δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε ένα τρομοκράτη που κρατά ένα όπλο ή μια βόμβα και σ’ αυτούς που εκμεταλλεύονται τη θέση, την πένα ή τους τίτλους τους για να υπηρετήσουν τους σκοπούς του τρομοκράτη. Το αν ο τίτλος του γράφει πολιτικός, ακαδημαϊκός, συγγραφέας, δημοσιογράφος ή επικεφαλής μιας κοινωνικής ομάδας, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτός είναι τρομοκράτης. Είναι σαν ένα λύκο με προβιά προβάτου. Αυτοί υπηρετούν τον ίδιο σκοπό με τα μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης».
Μια μέρα νωρίτερα, στις 4 Απρίλη, κατά την ομιλία του στην κρατική ανθρωπιστική οργάνωση Ερυθρά Ημισέληνο, ο Ερντογάν απέκλεισε την αναβίωση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με το κουρδικό ΡΚΚ δηλώνοντας ότι αυτή η διαδικασία έχει οριστικά τελειώσει και ότι «οι τρομοκράτες μπορούν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δρόμους: να παραδοθούν ή να εξοντωθούν, ένας προς ένας. Δεν έχει μείνει τρίτος δρόμος για την Τουρκία. Το δοκιμάσαμε επανειλημμένα στο παρελθόν».
Την επόμενη μέρα, επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας σε μια ακόμη πόλη της νοτιοανατολικής Τουρκίας με κουρδικό πληθυσμό, τη Σιλόπη, μετά από επίθεση σε θωρακισμένο αστυνομικό όχημα που προκάλεσε το θάνατο ενός και τον τραυματισμό τεσσάρων αστυνομικών. Η Σιλόπη βρίσκεται κοντά στα σύνορα με το Ιράκ και τη Συρία, καθώς και στην πόλη Τσίζρε, μεγάλα τμήματα της οποίας έχουν μετατραπεί σε ερείπια από τις πολυήμερες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού. Η απαγόρευση κυκλοφορίας, η οποία έχει επιβληθεί εδώ και μήνες σε πολλές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, μεταξύ των οποίων στις πόλεις Νουσαγιαμπίν και Ντιγιαρμπακίρ, εξακολουθεί να ισχύει. Παρολαυτά, οι επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στρατού και της αστυνομίας συνεχίζονται σχεδόν καθημερινά, με αποτέλεσμα να έχουν χάσει τη ζωή τους από τα μέσα Αυγούστου του 2015 μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2016 περίπου 400 αστυνομικοί και στρατιώτες, εκατοντάδες άμαχοι (τα κόμματα της αντιπολίτευσης τους υπολογίζουν σε 500 με 1.000), ενώ έχουν εκτοπιστεί και έχουν καταφύγει σε άλλες περιοχές της χώρας περίπου 355.000 άνθρωποι. Επίσης, σύμφωνα με τα κυβερνητικά στοιχεία, έχουν εξοντωθεί περίπου 5.360 κούρδοι αντάρτες.
Παράλληλα, συνεχίζεται το πογκρόμ εναντίον των διαφωνούντων και των πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν και της κλίκας του. Οι συλλήψεις και οι διώξεις ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων συνεχίζονται, ενώ με νόμο που ψηφίστηκε στα τέλη Μάρτη οι διοικήσεις των πανεπιστημίων αποκτούν το δικαίωμα να απολύουν ακαδημαϊκούς που «υποστηρίζουν την τρομοκρατία, συμμετέχουν σε απεργίες και διαδηλώσεις που εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία, δυσφημούν το κράτος και συμμετέχουν σε δραστηριότητες πολιτικών κομμάτων, τα οποία κινούνται πέρα από τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία».
Συν τοις άλλοις, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο Αναντολού, στις 5 Απρίλη, έγιναν από την αστυνομία σε 22 επαρχίες της Τουρκίας συλλήψεις 68 ανθρώπων που φέρονται να έχουν οικονομικές σχέσεις με τον αυτοεξόριστο στις ΗΠΑ κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν, ενώ έχουν εκδοθεί συνολικά 120 εντάλματα σύλληψης για τον ίδιο λόγο. Μεταξύ των συλληφθέντων είναι αστυνομικοί διευθυντές, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκοί, δημοτικοί υπάλληλοι και εργαζόμενοι στο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο TRT.
Ο Ερντογάν κατηγορεί τον Γκιουλέν ότι έχει στήσει ένα «παράλληλο κράτος» και ότι συνωμοτεί για να ανατρέψει την κυβέρνηση με ένα δίκτυο υποστηρικτών στη δικαιοσύνη, στην αστυνομία και στα μίντια. Ο Ερντογάν και ο Γκιουλέν ήταν σύμμαχοι μέχρι το 2013, όταν ξεκίνησε από αστυνομικούς και εισαγγελείς -που κατηγορήθηκαν ως συμπαθούντες του Γκιουλέν- μια έρευνα για διαφθορά στο στενό κύκλο του Ερντογάν. Η αντίδραση του Ερντογάν είχε ως αποτέλεσμα να απολυθούν χιλιάδες αστυνομικοί, εισαγγελείς και δικαστές, ενώ το Δεκέμβρη του 2014 τουρκικό δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Φετουλάχ Γκιουλέν με την κατηγορία του «αρχηγού εγκληματικής οργάνωσης».