Επιταχύνονται οι διπλωματικές κινήσεις γύρω από τον πόλεμο στη Συρία μετά τις τελευταίες εξελίξεις, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην τελευταία Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τόσο στις ομιλίες των πρωταγωνιστών όσο και στην πρώτη μετά από 2,5 χρόνια συνάντηση Πούτιν-Ομπάμα, αλλά και στις αλλεπάλληλες συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας.
Οι εξελίξεις που βρίσκονται πίσω από τη διπλωματική αυτή κινητικότητα είναι το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η αμερικάνικη στρατηγική σε Ιράκ και Συρία, η παταγώδης αποτυχία του προγράμματος εκπαίδευσης «μετριοπαθών» σύριων ανταρτών για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος, ο εφοδιασμός τις τελευταίες βδομάδες του καθεστώτος Ασαντ με υπερσύγχρονα όπλα και στρατιωτικά αεροσκάφη και η ενίσχυση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία και τέλος η προσφυγική κρίση.
Στο Ιράκ, η στρατιωτική επιχείρηση ανακατάληψης της πόλης Ραμάντι, πρωτεύουσας της επαρχίας Ανμπάρ, της μεγαλύτερης επαρχίας της χώρας, η οποία ανακοινώθηκε τον περασμένο Ιούλη, έχει βαλτώσει. Οταν η πόλη έπεσε στα χέρια του ISIS τον περασμένο Μάη, το γεγονός υποβαθμίστηκε τόσο από το Λευκό Οίκο όσο και από την ιρακινή κυβέρνηση, που δήλωσαν ότι θα ανακαταληφθεί γρήγορα. Τρεις μήνες αργότερα, η αντεπίθεση δεν έχει ξεκινήσει, ούτε προβλέπεται για το άμεσο μέλλον, παρόλο που τα ιρακινά στρατεύματα που έχουν αναπτυχθεί έξω από την πόλη ενισχύθηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη με 3.000 εκπαιδευμένους από τις ΗΠΑ ιρακινούς στρατιώτες και η επιχείρηση σχεδιάζεται και κατευθύνεται από ένα κοινό επιτελείο αμερικανών και ιρακινών αξιωματικών. Το ίδιο στάσιμη είναι η κατάσταση και στη μάχη για τον έλεγχο της πόλης Μπαϊτζί, με το μεγάλο διυλιστήριο, και φυσικά ούτε λόγος για τη Μοσούλη, η ανακατάληψη της οποίας είχε τεθεί ως πρωταρχικός στόχος όταν ξεκίνησε ο αμερικάνικος πόλεμος εναντίον του ISIS στο Ιράκ.
Ακόμη πιο φανερή είναι η αποτυχία της αμερικάνικης στρατηγικής στη Συρία, όπου όλες οι προσπάθειες του Λευκού Οίκου για τη συγκρότηση μιας αξιόπιστης πολιτικής αντιπολίτευσης και μιας «μετριοπαθούς» στρατιωτικής δύναμης ενάντια στο καθεστώς Ασαντ έχουν αποτύχει. Οι αμερικάνικοι βομβαρδισμοί δεν έχουν αποδυναμώσει το ISIS, οι στρατιωτικοί σχηματισμοί ισλαμιστών μαχητών διάφορων αποχρώσεων κυριαρχούν απόλυτα στον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος Ασαντ, ενώ το αμερικάνικο πρόγραμμα εκπαίδευσης και εξοπλισμού «μετριοπαθών» ανταρτών για να πολεμήσουν το ISIS κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Γεγονός που αναγκάζει το Πεντάγωνο να αναστείλει την υλοποίησή του και να το επανεξετάσει.
Στις συνθήκες αυτές, η Μόσχα άδραξε την ευκαιρία να καλύψει το κενό της αμερικανικής στρατηγικής. Επικαλούμενη τον υπαρκτό κίνδυνο να πέσει όλη η Συρία στα χέρια του ISIS σε περίπτωση κατάρρευσης του καθεστώτος Ασαντ, προχώρησε τις τελευταίες βδομάδες στο μαζικό εφοδιασμό του κυβερνητικού στρατού με όπλα και υπερσύχρονα πολεμικά αεροσκάφη. Και ταυτόχρονα, στην ενίσχυση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα, ανεβάζοντας στους 2.000 τον αριθμό των πεζοναυτών στη ναυτική βάση της Ταρτούς και αυξάνοντας τον εξοπλισμό μιας μεγάλης αεροπορικής βάσης νότια της Λατάκια με πολεμικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, τανκς και αντιαεροπορικούς πυραύλους SA-22 εδάφους-αέρος, ενώ ετοιμάζονται δύο ακόμη στρατιωτικές βάσεις σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων βόρεια της Λατάκια.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την πίεση που ασκούν οι ροές εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ευρώπη, αναγκάζουν το Λευκό Οίκο και τους δυτικούς εταίρους του να διαφοροποιήσουν τη στάση τους σε διπλωματικό επίπεδο και να κινηθούν προς την κατεύθυνση που προτείνει η Ρωσία.
Η Μόσχα υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από τη συγκρότηση μιας πλατιάς διεθνούς «αντιτρομοκρατικής» συμμαχίας, που θα συνεργαστεί με την κυβέρνηση Ασαντ και τον κυβερνητικό στρατό στον πόλεμο κατά του ISIS. Αυτό προϋποθέτει τη συμμετοχή του σύριου προέδρου στις διαπραγματεύσεις καθώς και στην όποια πολιτική λύση.
Από την άλλη, ο Λευκός Οίκος και οι δυτικοί εταίροι του, που απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση του Ασαντ ως προϋπόθεση για την επίτευξη κάποιας πολιτικής συμφωνίας, τώρα τον αποδέχονται ως συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις και συμφωνούν να αναλάβει κάποιο ρόλο στην όποια μεταβατική κυβερνητική λύση.
Αυτό που χωρίζει τις δύο πλευρές και θα γίνει αντικείμενο πολύ σκληρών διαπραγματεύσεων είναι ποιος θα είναι αυτός ο ρόλος όχι μόνο για το σύριο πρόεδρο αλλά και για το στενό του κύκλο και για πόσο χρόνο. Με άλλα λόγια, πώς θα γίνει η κατανομή της εξουσίας και ποια ιμπεριαλιστική δύναμη θα ασκεί περισσότερη επιρροή μελλοντικά στη χώρα.
Οσο για την πλατιά διεθνή αντιτρομοκρατική συμμαχία, που προτείνει το Κρεμλίνο, δεν μπορεί να εκτιμήσει κανείς αυτή τη στιγμή αν θα προχωρήσει. και ποια μορφή μπορεί να πάρει. Αυτό που φαίνεται σήμερα είναι ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εμπλέκονται στον πόλεμο αυτό θα συνεχίσουν να κινούνται μεμονωμένα. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, η Γαλλία τους ξεκίνησε τις τελευταίες μέρες με στόχο να μη μείνει έξω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και αναμένεται η Βρετανία, αν εγκριθεί η απαιτούμενη απόφαση από τη βουλή.
Γι’ αυτό και η Ρωσία έσπευσε, μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και έχοντας προφανώς ενημερώσει τους Αμερικανούς, να ξεκινήσει τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον θέσεων του IS, κατόπιν αιτήματος υποστήριξης από την κυβέρνηση Ασαντ.
Με την κίνηση αυτή, όπως και με την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της στη Συρία το τελευταίο διάστημα, η Μόσχα έχει στόχο να ενισχύσει το καθεστώς Ασαντ, αυξάνοντας τις πιθανότητες πολιτικής επιβίωσής του, να υποστηρίξει τον κυβερνητικό στρατό και να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στις ΗΠΑ και στους συμμάχους τους στο διπλωματικό επίπεδο, όπου έχει ήδη την πρωτοβουλία. Και φυσικά, να προστατέψει τη ναυτική βάση της Ταρτούς και τα συμφέροντά της στη Συρία από την απειλή επέκτασης του Ισλαμικού Κράτους και τον κίνδυνο που εγκυμονεί για την ίδια τη Ρωσία η συμμετοχή ρώσων ισλαμιστών στο ISIS, κυρίως από την περιοχή του Καυκάσου, η οποία έχει μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό και διάφορα αποσχιστικά κινήματα.








