Λίγα λεπτά πριν τις 6 το απόγευμα της περασμένης Τρίτης αποφεύχθηκε τελικά η διακοπή της παροχής του 25% της ποσότητας του φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ουκρανία, σύμφωνα με το τελεσίγραφο της Γκαζπρόμ προς την ουκρανική κυβέρνηση. Μετά από τέσσερις ώρες συνομιλιών, οι πρόεδροι της Ρωσίας και της Ουκρανίας, Βλαντιμίρ Πούτιν και Βίκτορ Γιουτσένκο, κατέληξαν σε συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η Ουκρανία θα επιταχύνει την αποπληρωμή του χρέους της προς τη Ρωσία, που φτάνει το 1.5 δισ. δολάρια.
Η κυβέρνηση της Ουκρανίας μπορεί να φλερτάρει με τη Δύση, δε μπορεί όμως να αγνοήσει την οικονομική της εξάρτηση από τη Ρωσία, ιδιαίτερα όταν η τελευταία της «τραβάει τα λουριά». Κι η Ρωσία δεν της τράβηξε τα λουριά μόνο για το ζήτημα του φυσικού αερίου, αλλά κυρίως για το επικίνδυνο φλερτ της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ, του οποίου έχει δηλώσει ότι θέλει να γίνει μέλος, και για το ενδεχόμενο να δεχτεί 10 αμερικάνικους αναχαιτιστικούς πυραύλους στο έδαφός της (στα πλαίσια της γνωστής «αντιπυραυλικής ασπίδας»). «Αυτό είναι φυσικά εσωτερικό ζήτημα της Ουκρανίας και δεν έχουμε το δικαίωμα και ούτε θα το κάνουμε, να επέμβουμε σ’ αυτή τη διαδικασία», δήλωσε ο Πούτιν μετά την πολύωρη συνάντησή του με τον Γιουτσένκο στη Μόσχα, απαντώντας με διπλωματική γλώσσα στην αίτηση της Ουκρανίας να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Ομως, «αυτό θέτει στη Ρωσία το ερώτημα για την ανάγκη αντιμέτρων. Είναι τρομακτικό όχι μόνο να μιλά κανείς γι’ αυτό αλλά και μόνο να το σκέφτεται ότι σε απάντηση σε μια τέτοια ανάπτυξη, στην πιθανότητα τέτοιων αναπτύξεων (σ.σ. αναχαιτιστικών πυραύλων στο έδαφος της Ουκρανίας), η Ρωσία θα πρέπει να στοχεύσει τις (σ.σ. πυρηνικές) κεφαλές της στην ουκρανική επικράτεια», συμπλήρωσε ο Πούτιν, απαντώντας στο δεύτερο ζήτημα που είναι η χρήση του ουκρανικού εδάφους στα πλαίσια της αμερικάνικης αντιπυραυλικής ασπίδας. Δήλωση που πάγωσε τα χαμόγελα στα πρόσωπα των μελών της ουκρανικής αντιπροσωπείας που τον είχε επισκεφτεί.
Η Μόσχα με κάθε τρόπο δείχνει τα δόντια της υπενθυμίζοντας ότι «είναι ξεκάθαρο ότι μια νέα κούρσα εξοπλισμών εξαπολύεται ανά τον κόσμο», όπως δήλωσε ο Πούτιν την προηγούμενη Παρασκευή σε μία κυβερνητική σύνοδο. Προσπαθεί να κερδίσει το χαμένο έδαφος ως ιμπεριαλιστική δύναμη παγκόσμιου κύρους κι έχει τα κότσια να το κάνει, καθώς η άνοδος των τιμών του πετρελαίου (που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αιτίες της ραγδαίας αύξησης του ρωσικού ΑΕΠ κατά 8% ετήσια, δηλαδή υπερδιπλάσια του αμερικάνικου) της έχει δώσει τα φόντα να σηκώσει τα πανιά και ν’ αρμενίζει σε ξένες θάλασσες.
♦ Ετοιμη να κολυμπήσει στο πετρέλαιο του Ιράκ
Μια από τις ξένες θάλασσες που η Μόσχα ετοιμάζεται να κολυμπήσει είναι κι αυτή του Ιράκ. Φυσικά, αυτή η «θάλασσα» δεν είναι και τόσο ξένη, αλλά από τότε που μπήκαν οι Αμερικάνοι έγινε τέτοια, μιας και τα συμβόλαια που οι ρωσικές πετρελαϊκές εταιρίες είχαν υπογράψει με τον Σαντάμ έχουν πλέον ακυρωθεί. Ομως, η συμφωνία με την ιρακινή κυβέρνηση για διαγραφή του 93% των 12.9 δισ. δολαρίων του ιρακινού χρέους προς τη Ρωσία, που επιτεύχθηκε την περασμένη Δευτέρα μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών του Ιράκ Χοσιάρ Αλ-Ζιμπάρι και του υπουργού Οικονομικών της Ρωσίας Αλεξέι Κούντριν, άνοιξε το δρόμο για τη (μερική έστω) επιστροφή της ρωσικής LukOil στο Ιράκ. Η LukOil εποφθαλμιά τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Δυτικής Κούρνα, από τα μεγαλύτερα της χώρας, για τα οποία είχε συνάψει συμφωνία με το καθεστώς του Σαντάμ, αξίας 3.7 δισ. δολαρίων.
Φυσικά, ο Ζιμπάρι δήλωσε ότι η συμφωνία διαγραφής του χρέους καμία σχέση δεν έχει με την προοπτική της επιστροφής των ρωσικών πετρελαϊκών εταιριών στο Ιράκ («Οι πόρτες είναι ανοικτές στις ρώσικες εταιρίες, στη βάση όμως του δίκαιου ανταγωνισμού με τις υπόλοιπες») κι ότι δεν πρόκειται να δοθεί κανένα προνόμιο στις ρώσικες εταιρίες μετά από αυτή τη συμφωνία. Ομως, η στοιχειώδης λογική λέει ότι η Ρωσία δεν θα έκανε μια τέτοια κίνηση, αν δεν είχε αποσπάσει κάτι (συνήθως αυτά δε λέγονται δημοσίως). Για την ώρα απέσπασε ένα «μνημόνιο συνεργασίας» και τη σύσταση ρωσο-ιρακινών ομάδων εργασίας για την μελέτη των παλιών συμβολαίων.
Κανείς (ούτε οι Αμερικάνοι) φυσικά δεν περιμένει κάτι στο ζήτημα των επενδύσεων στο ιρακινό πετρέλαιο άμεσα. Με την πολεμική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο Ιράκ και την καθήλωση της παραγωγής σε επίπεδα κάτω ακόμα και από αυτά της περιόδου του πετρελαϊκού εμπάργκο (η παραγωγή κυμένεται στα 2-2.5 εκατ. βαρέλια την ημέρα, όταν το 2000 άγγιζε τα 3 εκατ. βαρέλια), δε μπορεί να γίνεται λόγος για καμιά ασφαλή επένδυση. Το ζήτημα όμως είναι, ότι το πρώτο βήμα έγινε και η Ρωσία δε μένει άπραγη ούτε και σ’ αυτό το χωράφι που σήμερα βρίσκεται υπό αμερικάνικη κατοχή. Περιττεύει να σημειώσουμε ότι αυτό σηματοδοτεί ένταση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.