Δημοσκοπικά τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά για τον Ματέο Ρέντσι. Δε φαίνεται να κερδίζει το δημοψήφισμα για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, οπότε πρέπει να παραιτηθεί, όπως έλεγε όταν προκήρυσσε το δημοψήφισμα. Τελευταία, βέβαια, έχει αρχίσει να τα μαζεύει, ακολουθώντας το παράδειγμα του Τσίπρα και όχι αυτό του Κάμερον. Ο,τι και να γίνει, όμως, χάσει ή κερδίσει, παραιτηθεί ή παραμείνει, το βέβαιο είναι ότι ο Ρέντσι μετράει αντίστροφα. Δύσκολα θα ξαναγίνει πρωθυπουργός, παρά το νεαρό της ηλικίας του (είναι δυο χρόνια μικρότερος από τον Τσίπρα) και έτσι θα μείνει με το στίγμα του πολιτικού που έγινε πρωθυπουργός χωρίς να κερδίσει εκλογές ως ηγέτης του κόμματός του.
Ως γνωστόν, ο Ρέντσι έχει κερδίσει εκλογές μόνο ως υποψήφιος δήμαρχος της Φλωρεντίας. Πρωθυπουργός έγινε μετά από μια σειρά εκβιασμούς στο εσωτερικό του κόμματός του. Εκτόπισε πρώτα τον Πιερλουίτζι Μπερσάνι από την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος (στις κομματικές εκλογές ο Μπερσάνι είχε έρθει πρώτος και ο Ρέντσι δεύτερος) και μετά οδήγησε εκβιαστικά σε παραίτηση από την πρωθυπουργία τον Ενρίκο Λέτα, για να πάρει ο ίδιος την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον πρόεδρο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο. Πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από Βουλή και Γερουσία, όμως εκλογές ο ίδιος δεν έχει κερδίσει. Το αυριανό δημοψήφισμα είναι η πρώτη εκλογική μάχη σε εθνικό επίπεδο της οποίας ηγείται ο Ρέντσι.
Την περασμένη Δευτέρα, ο Ρέντσι δήλωσε σε συνέντευξή του στο αμερικάνικο δίκτυο CBS, ότι ήταν λάθος του να ταυτίσει την όλη έκβαση της συνταγματικής μεταρρύθμισης με το μέλλον της πολιτικής του σταδιοδρομίας. «Αν υπερισχύσει το Οχι, δε θα αντιμετωπίσω πρόβλημα εγώ, αλλά το σύνολο του ιταλικού λαού, διότι θα έχει χάσει μια μεγάλη ευκαιρία» είπε με νόημα, αφήνοντας να αιωρείται το ερώτημα σχετικά με το αν θα παραιτηθεί υπέρ της δημιουργίας κυβέρνησης τεχνοκρατών, αν θα παραιτηθεί για να προκηρυχτούν εκλογές ή αν θα παραμείνει στο πόστο του γιατί «αυτό απαιτεί το εθνικό συμφέρον». Το τελευταίο ενισχύεται από τις φήμες ότι οχτώ ιταλικές τράπεζες είναι έτοιμες να «βαρέσουν κανόνι», γεγονός που θα τις οδηγήσει σε εκκαθάριση υπό το νέο καθεστώς του bail in (κούρεμα μετόχων κι αν αυτό δε φτάνει, κούρεμα των καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ).
Από βδομάδα θα ξέρουμε τις εξελίξεις, γι' αυτό και δεν έχει νόημα να επιδοθούμε σε οποιαδήποτε προσπάθεια για προβλέψεις (άλλωστε, το γεγονός ότι δε ζούμε από κοντά και σε καθημερινή βάση στις συνθήκες της Ιταλίας, καθιστά ακόμα πιο παρακινδυνευμένες τέτοιου είδους προβλέψεις). Αν πρέπει να κάνουμε ένα τέτοιο σχόλιο, αυτό αφορά τον ίδιο τον Ρέντσι και την κατάντια του.
Πολλοί σχολιαστές υποστηρίζουν ότι πέφτει θύμα της αλαζονείας του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρέντσι είναι ένα «καβαλημένο καλάμι». Δεν το κρύβει κιόλας, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τις πόζες που παίρνει, που θυμίζουν τον Μουσολίνι. Ομως τον Ρέντσι δεν τον «έφαγε» η αλαζονεία του, αλλά η κρίση. Δεν είναι άλλωστε ο πρώτος. Αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία, όπου η Μέρκελ πάει για τέταρτη θητεία (το γεγονός δεν είναι ανεξάρτητο από τη σχετική σταθερότητα του γερμανικού ιμπεριαλισμού και τη διατήρηση του ηγεμονικού του ρόλου στην ΕΕ), σε όλες τις άλλες χώρες, ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες, η κρίση «τρώει» το ένα πολιτικό στέλεχος μετά το άλλο. Πάει ο Σαρκοζί, πάει ο Κάμερον, σε λίγο θα τους ακολουθήσει και ο Ολάντ. Οσο για τη χώρα μας, Καραμανλής, ΓΑΠ, Σαμαράς, Βενιζέλος έχουν βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Ο,τι χειρισμούς και να έκανε ο Ρέντσι, δε θα γλίτωνε απ' αυτή τη «μοίρα», εφόσον η Ιταλία δεν μπορεί να βγει από την κρίση. Το πολύ να παρέτεινε λίγο την παραμονή του στην πρωθυπουργία (έγινε πρωθυπουργός το Φλεβάρη του 2014).
Το δημοψήφισμα που προκήρυξε ο Ρέντσι δεν έχει σχέση με τη θέση της Ιταλίας στην ΕΕ. Αφορά το εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι, καθώς η βασική συνταγματική αλλαγή που εισηγείται ο Ρέντσι αφορά τον περιορισμό των δικαιωμάτων της Γερουσίας (δε θα χρειάζεται η θετική ψήφος της για να περάσει ένα νομοσχέδιο). Παρά ταύτα, έχουμε και πάλι το γνωστό φαινόμενο: φυσάει στη Ρώμη, κρυολογούν στο Βερολίνο και τη Φρανκφούρτη. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανησυχεί σφόδρα την ΕΕ, γιατί αν η Ιταλία βυθιστεί σε παρατεταμένη πολιτική κρίση, εγκυμονούνται γενικότεροι κίνδυνοι. Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα, αλλά μια ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη, η τέταρτη οικονομία της ΕΕ (μετά από Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία).
Ηδη, έχει αρχίσει μια αιμορραγία καταθέσεων από τις ιταλικές τράπεζες. Σε βαθμό που να γίνεται λόγος ακόμα και για επιβολή capital controls. Σε μια κίνηση υπό καθεστώς συναγερμού, τέσσερις «πηγές» της ΕΚΤ ανέφεραν την περασμένη Τρίτη στο Reuters ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να αυξήσει τις αγορές κρατικών ομολόγων της Ιταλίας, χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αν υπάρξει οποιαδήποτε απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού μετά το δημοψήφισμα. Την ίδια μέρα, σε μια κίνηση-έκπληξη, ο Σόιμπλε δήλωσε ότι αν ήταν Ιταλός θα ψήφιζε στο δημοψήφισμα υπέρ των μεταρρυθμίσεων, μολονότι ανήκει σε διαφορετικό πολιτικό χώρο από τον Ρέντσι. Το πήγε και παραπέρα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, όταν του παρατήρησαν πως ο Ρέντσι έχει πει πως θα εγκαταλείψει την εξουσία αν χάσει το δημοψήφισμα: «Αν το καταλαβαίνω σωστά, έχει πει ότι θα αποχωρήσει αν υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα. Δεν έχει πει όμως ότι θα εγκαταλείψει την πολιτική. Ελπίζω πως ακόμα κι αν αποτύχει -έχω δει τις δημοσκοπήσεις- θα προσπαθήσει να οδηγήσει την Ιταλία προς τα εμπρός με άλλους τρόπους»!
Εξεπλάγησαν εκείνοι που είχαν πάρει τοις μετρητοίς την πρόσφατη «αντιγερμανική» ρητορική του Ρέντσι και τους μύδρους του ενάντια στη λιτότητα, η οποία προσωποποιείται στον Σόιμπλε. Ομως ο Σόιμπλε είναι πραγματιστής, όπως κάθε αστός πολιτικός. Δεν τον νοιάζει για το πολιτικό μέλλον του Ρέντσι (τον οποίο σε προσωπικό επίπεδο είμαστε σίγουροι ότι τον σιχαίνεται), αλλά η σταθερότητα της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Αλλά και σε επίπεδο προσώπων, μετά τον Ρέντσι έρχεται ο Μπέπε Γκρίλο. Ε, δε θ' αφήσει ο Σόιμπλε το σίγουρο για να του έρθει το απρόβλεπτο και να πρέπει να τρέχει να «μαζέψει» τον Γκρίλο όπως έκανε με τον Μπαρουφάκη. Ασε που σε λιγότερο από δέκα μήνες έχει εκλογές και η Γερμανία και ο κυβερνητικός συνασπισμός της δε θα ήθελε να πνεύσει στην Ευρώπη άνεμος εκλογικής ενίσχυσης των λεγόμενων «λαϊκιστών».