Μέσα στη θερινή ραστώνη, συγκεκριμένα την Παρασκευή 6 Αυγούστου, το κουβανικό καθεστώς αποφάσισε να προχωρήσει αποφασιστικά στη διεύρυνση του ιδιωτικού τομέα, επιτρέποντας την ίδρυση ιδιωτικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων που μπορούν να απασχολούν μέχρι και 100 άτομα. Διαβάζουμε στη «Γκράνμα», την επίσημη φωνή του κυβερνώντος κόμματος, σε άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Κούβα: Ενα ομαλό ξεκίνημα» (σ.σ.: οι επισημάνσεις παντού δικές μας):
«Η δημιουργία πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην Κούβα, στο πλαίσιο της αναθεώρησης των οικονομικών παραγόντων, έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση και πολλές προσδοκίες, ειδικά στον μη κρατικό τομέα. Οπως αναφέρθηκε πρόσφατα από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Οικονομίας και Προγραμματισμού Αλεχάντρο Χιλ Φερνάντες στο πρόγραμμα Mesa Redonda της κουβανικής τηλεόρασης, εργάζονται επί του παρόντος με επιταχυνόμενο ρυθμό στα πρότυπα που θα διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία αυτών των εταιριών αφιερωμένων στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, σχεδιασμένων με νομικά πρόσωπα, τόσο για τον κρατικό όσο και για τον ιδιωτικό τομέα. […]
»Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Κούβα ταξινομούνται ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων που περιλαμβάνουν: Πολύ μικρές: από 1 έως 10. Μικρές: από 11 έως 35. Μεσαίες: από 36 έως 100».
Για το επίπεδο ανάπτυξης της Κούβας, που βασίζεται στον τουρισμό, σε επιχειρήσεις παραγωγής ειδών κατανάλωσης και στην αγροτική οικονομία για το βασικό της συνάλλαγμα, τέτοιες επιχειρήσεις μπορούν να καλύψουν σχεδόν όλους τους βασικούς κλάδους της οικονομίας, εκτός από τις ιατρικές υπηρεσίες που χρειάζονται σημαντικές κρατικές επενδύσεις και συνεισφέρουν σημαντικά στο συνάλλαγμα που αποκομίζει η Κούβα από πλούσιους πελάτες της Νότιας Αμερικής. Οι ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θα αφορούν μόνο τον υπαρκτό ιδιωτικό τομέα της Κούβας, που πλέον απασχολεί 600.000 εργαζόμενους, περίπου το 13% του εργατικού δυναμικού, με την ταμπέλα του «αυτοαπασχολούμενου». Αφορούν και το μέλλον των κρατικών επιχειρήσεων.
Διαβάζουμε στο ίδιο άρθρο στη «Γκράνμα» την αναφορά του υπουργού Οικονομίας Αλεχάντρο Χιλ Φερνάντες: «Οι πρώτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα δημιουργηθούν από τις τρέχουσες επιχειρήσεις που λειτουργούν από ελεύθερους επαγγελματίες, έναν τομέα που προσλαμβάνει πολλούς εργαζόμενους».
Στη συνέχεια η Γκράνμα αναφέρει: «Στην περίπτωση των κρατικών επιχειρήσεων, εξηγεί (σ.σ.: ο υπουργός Οικονομίας) ότι “διεξάγουμε μια μελέτη για να δούμε ποιοι οργανισμοί θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε αυτήν την εμπειρία, με κύριο στόχο πάντα τις προτεραιότητες της χώρας”. “Το πρώτο βήμα είναι να οργανώσουμε αυτό που έχουμε ήδη”, δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας, αναφερόμενος στην αναδιάρθρωση που βρίσκεται σε εξέλιξη, σταδιακά και υπό την ηγεσία της κυβέρνησης, προκειμένου “να απελευθερωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις, να αρθούν τα εμπόδια και να ενισχυθεί η κοινωνική ευθύνη μεταξύ αυτών των οικονομικών παραγόντων”».
H γνώριμη γλώσσα της ρωσικής περεστρόικα διαπνέει όλο το κείμενο. Μαθαίνουμε από τον Αλεχάντρο Χιλ Φερνάντες ότι η «ελεύθερη αγορά», στην οποία κυριαρχεί ο νόμος της αξίας, όπου το κέρδος καθορίζει τις επενδύσεις, όπου την υπεραξία των εργατών καρπώνεται ελεύθερα ο εκμεταλλευτής εργοδότης, «απελευθερώνει» τις παραγωγικές δυνάμεις από τα… εμπόδια (προφανώς των «γραφειοκρατικών, κρατικών αγκυλώσεων») και… ενισχύει την «κοινωνική ευθύνη».
Τί διαφορετικό λένε οι αστοί οικονομολόγοι όταν συγκρίνουν το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ του ‘30 και του ‘50 με τον καπιταλισμό;Σύμφωνα με τις στοιχειώδες μαρξιστικές αρχές, οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται στον καπιταλισμό απελευθερώνονται όταν οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις -που βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής- ανατρέπονται, όταν οι απαλλοτριωτές της ξένης εργασίας και των μέσων παραγωγής, οι καπιταλιστές και το κεφάλαιό τους, απαλλοτριώνονται. Σύμφωνα με τον κουβανό υπουργό Οικονομικών, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ατομική ιδιοκτησία, συνεισφέρει στην… κοινωνική ευθύνη και τα εμπόδια είναι τα «κρατικά δεσμά».
Οι υπαρκτές ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα από τον Φλεβάρη να προσανατολιστούν σε ένα τεράστιο εύρος δραστηριοτήτων, που ξεπερνούν τις 2.000, και στην πραγματικότητα είναι καθαρά καπιταλιστικές επιχειρήσεις, στις οποίες αποκομίζεται η υπεραξία από τουε νέους καπιταλιστές με τον κλασικό τρόπο που γίνεται σε όλο τον υπόλοιπο καπιταλιστικό πλανήτη: από εκμετάλλευση ξένης εργασίας. Τα νέα μέτρα θα επιτρέψουν την άμεση συγκεντροποίηση κεφαλαίου σε λίγους καπιταλιστές που έχουν καταφέρει να εκμεταλλευτούν κερδοφόρα την ξένη εργασία αρκετών χιλιάδων από τους 600.000 εργαζόμενους που δουλεύουν στον ήδη συγκροτημένο ιδιωτικό τομέα σε επενδύσεις που αποδίδουν. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσουν οι επιχειρήσεις που βρίσκονται ακόμη υπό κρατικό έλεγχο, με τη διαφορά ότι ο κρατικός έλεγχος στην Κούβα δε διαφέρει σε τίποτα από εθνικοποιημένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις σε οποιοδήποτε τμήμα του πλανήτη.
Το κρατικό περίβλημα του καπιταλισμού της Κούβας θα σαρωθεί αργά ή γρήγορα και τότε μια νέα αστική τάξη, με τεράστιο εισόδημα, θα ξεπροβάλει μέσα από τους μάνατζερ των κρατικών επιχειρήσεων που θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν το σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο των νέων ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και το σκληρό συνάλλαγμα από τις αγοραπωλησίες με τους ξένους καπιταλιστές. To κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο σε λίγο δε θα υφίσταται και με κρατική βούλα.
Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν η άρχουσα τάξη της Κούβας θα συνεχίσει να στηρίζει το συγκεκριμένο μονοκομματικό καθεστώς στο μέλλον, ειδικά όταν η οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει στον νησί μπορεί να οδηγήσει στα άκρα τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε πλιατσικολόγους του δημόσιου πλούτου της χώρας, που θα ξεπουλάνε ό,τι ελέγχουν για σκληρό συνάλλαγμα, όπως συνέβη στη Ρωσία του 1991.
Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν μετά από τις νέες αντιδραστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα ακολουθήσει κατάρρευση του καθεστώτος ή αν το καθεστώς θα καταφέρει να διασωθεί ακολουθώντας τον «κινέζικο δρόμο», που ήδη εξυμνεί ως πρωτοπόρο. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όμως, ότι ο «κινέζικος δρόμος» καπιταλιστικής ανάπτυξης είχε ως προϋπόθεση μια τεράστια χώρα της Ασίας, με αχανείς εφεδρείες εργατικών δυνάμεων που δούλευαν νυχθημερόν στα κάτεργα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Στην περίπτωση της Κούβας οι όροι αυτοί δεν υπάρχουν.
Σίγουρα, όμως, η στροφή αυτή θα βγάλει τις τσίμπλες από πολλούς που πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός είναι συνώνυμος με τις κρατικοποιήσεις και ότι η σοσιαλδημοκρατία της Νότιας Αμερικής αποτελεί μια προοδευτική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό, όταν στην πραγματικότητα φενακίζει συνειδήσεις και βάζει τεράστια εμπόδια στην ανάπτυξη της επαναστατικής, ταξικής συνείδησης. Τον καιρό της «κοινωνικής νηνεμίας» και της επαναστατικής καθόδου, η λογική του «μικρότερου κακού» είναι το χειρότερο εμπόδιο για να αρχίσει το ταξίδι της ανατροπής.
Ο κουβανικός κρατικός καπιταλισμός σε αποσύνθεση
Ηταν αναμενόμενο κάτι τέτοιο; Από τη δεκαετία του ‘90, μετά την κατάρρευση της κρατικοκαπιταλιστικής ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών που αποτελούσαν τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους, η Κούβα προσπάθησε απεγνωσμένα να προσελκύσει στο έδαφός της επενδύσεις ευρωπαϊκών μονοπωλίων που θα εκμεταλλεύονταν την υπεραξία των κουβανών εργατών. Για το μόνο που καιγόταν η άρχουσα τάξη της Κούβας ήταν το ξένο συνάλλαγμα. Τα αποτελέσματα, όμως, ήταν πενιχρά. Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές πόνταραν ότι κι αυτό το καθεστώς θα καταρρεύσει άμεσα και ενέτειναν το εμπάργκο σε βάρος της Κούβας. Μετά από παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις και φριχτή εξαθλίωση, η οικονομία εξομαλύνθηκε, όμως η οικονομική κατάσταση της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς της Κούβας δεν έφτασε ποτέ το επίπεδο πριν από την περεστρόικα και την κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ.
Στον εικοστό πρώτο αιώνα, το κουβανικό καθεστώς ακολούθησε την πολιτική που είχε χαράξει η ηγεσία του «ρεαλιστή» Κάστρο απαλλαγμένη από τον «στενοκέφαλο» κομμουνιστή Γκεβάρα, ο οποίος ήθελε μια οικονομικά ανεξάρτητη και πραγματικά σοσιαλιστική Κούβα. Ο Κάστρο ακολούθησε το δρόμο της οικονομικής εξάρτησης από τα μονοπώλια, όπως νωρίτερα είχε ακολουθήσει το δρόμο της οικονομικής εξάρτησης από τη ρεβιζιονιστική ηγετική ομάδα του Κρεμλίνου, που την περίοδο εκείνη είχε ολοκληρώσει το ξεπάτωμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και την παλινόρθωση του καπιταλισμού με κρατικό περίβλημα. Οσο η Κούβα είχε την ευκαιρία να πουλάει ζάχαρη και πούρα στη Ρωσία και τις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, η κουβανική κυβέρνηση δεν προσπάθησε ποτέ να αξιοποιήσει το αποκομισθέν σκληρό συνάλλαγμα προκειμένου να συγκροτήσει τη δική της βιομηχανία, να παράγει τα δικά της τρόφιμα, τα δικά της φάρμακα, και τελικά τη δική βιομηχανία κατασκευής μηχανών. Ηταν πάντα εξαρτημένη από τους εισαγωγείς της, που χρυσοπουλούσαν τα βιομηχανικά τους εμπορεύματα στην Κούβα.
Αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο την καταγεγραμμένη πρόθεση του υπουργού βιομηχανίας της Κούβας Γκεβάρα, να αποκτήσει η χώρα βιομηχανία κατασκευής μηχανών, αρχής γενομένης από μηχανές προσανατολισμένες στη γεωργία, και αργότερα, βαθμιαία, με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας και της αυτοματοποίησης. Ελεγε συγκεκριμένα ο Τσε, τον Σεπτέμβρη του ’64, σε συνομιλίες στο υπουργείο Βιομηχανίας:
«Eµείς αντίθετα πρέπει να επεξεργαστούµε ένα σχέδιο πρόβλεψης µε τις ιδέες µας, ακόµα κι αν δεν υπάρχει ένα σχέδιο εθνικής πρόβλεψης, υποτάσσοντάς το φυσικά στις αντιλήψεις που θα έχει η κυβέρνηση σε σχέση µε κάθε σηµείο, και µετά, µε την ελευθερία δράσης που θα µας δοθεί, να πάρουµε τις εσωτερικές αποφάσεις. Kαι, από αυτήν την οπτική γωνία, πρέπει να σεβαστούµε απολύτως τα βασικά χαρακτηριστικά που έχουµε υποδείξει, δηλαδή την ανάπτυξη µιας µηχανοκατασκευαστικής βιοµηχανίας. […]
Ολοι εσείς γνωρίζετε τον τρόπο σκέψης µας, µε κίνδυνο να ακούσετε να επαναλαµβάνεται ακατάπαυστα: αυτές είναι οι βάσεις της ανάπτυξης του κοµµουνισµού. Δεν είναι οι βάσεις, είναι οι συνθήκες, ας πούµε οι αναγκαίες συνθήκες, για να µπορέσουµε να φτάσουµε στον κοµµουνισµό».
Μόνο αν αναπτύσσεις τις δικές σου μηχανές, βελτιώνεις συνεχώς την τεχνολογία στην παραγωγή και η παραγωγικότητα της εργασίας εκτινάσσεται συνεχώς, μπορείς να ικανοποιείς τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των εργαζομένων. Η εκβιομηχάνιση είναι προκαταρκτικός όρος για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, μιας κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μιας κοινωνίας στην οποία οι δραστηριότητες της παραγωγής και της διανομής, τόσο των προϊόντων όσο και της εργασίας σε διάφορες σφαίρες της οικονομίας, δεν καθορίζονται από το κέρδος αλλά από την ισόμετρη ανάπτυξη όλης της κοινωνίας και τις ανάγκες των εργαζομένων, που συνεχώς αυξάνονται.
Για να αντιμετωπίσεις τον νόμο του κέρδους, να περιορίσεις την ισχύ του νόμου της αξίας, χρειάζεσαι συνεχώς πλεόνασμα αγροτικών εμπορευμάτων στις κρατικές αποθήκες, που θα ρίχνουν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων στην αγορά όταν θα εμφανίζεται κακή σοδειά και θα παρέχουν σταθερά τα βασικά τρόφιμα σε χαμηλές τιμές στους εργαζόμενους όλο το χρόνο. Χρειάζεσαι τις δικές σου εργοστασιακές μηχανές που θα δημιουργούν νέες και θα βελτιώνουν τις υπάρχουσες βιομηχανίες παραγωγής ειδών κατανάλωσης, απορροφώντας παραγωγικά νέους εργάτες από την ύπαιθρο, βελτιώνοντας και ελαφρύνοντας τη δουλειά στα χωράφια, αυξάνοντας συνεχώς και ασταμάτητα την παραγωγικότητα της εργασίας, μειώνοντας τον αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή των εμπορευμάτων.
Αλλος δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν υπάρχει. Για αυτό και μόνο το μέλλον αξίζει κάποιος να αγωνιστεί αφιερώνοντας όλη τη ζωή του, με όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια που θα υπάρξουν στην πορεία. Γιατί η πορεία, για αντικειμενικούς λόγους που άπτονται της συνείδησης και των συνθηκών της παραγωγής που κληροδοτεί ο καπιταλισμός σε μια επαναστατημένη χώρα, καθώς και της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, δεν είναι ευθύγραμμη και ομαλή. Η πορεία της Κούβας του Κάστρο και των επιγόνων του, όμως, δεν έχει καμία σχέση με αυτό το μέλλον.
Αντιθέτως, το κουβανικό καθεστώς προσανατολίστηκε κυρίως στην ανάπτυξη του τουρισμού για την αποκόμιση συναλλάγματος, με το οποίο εξασφάλιζε απαραίτητα τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα από εισαγωγές. Με αυτόν τον τρόπο, τμήμα του προϊόντος της υπερεργασίας του (κέρδη των επιχειρήσεων) αλλά και της αναγκαίας εργασίας (μισθός για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης) του κουβανού εργαζόμενου κατέληγε και καταλήγει στις τσέπες των ξένων κεφαλαιοκρατών. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Κούβα, αλλά σε όλες τις οικονομικά εξαρτημένες χώρες μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης, όπως καλή ώρα η χώρα μας.
Το υπόλοιπο, βέβαια, τμήμα του προϊόντος της υπερεργασίας, μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού που αφορά τις νέες επενδύσεις, καταλήγει σε εισόδημα της άρχουσας τάξης που κυβερνά την Κούβα, του μεγάλου τμήματος της διοίκησης, των μάνατζερ, του στρατού και του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος, που είναι ξεκομμένο από το λαό και την παραγωγή και ελέγχει την οικονομία της χώρας, ζώντας ζωή χαρισάμενη (έχουν πρόσβαση όχι απλώς στα απαραίτητα προϊόντα, αλλά σε όλα τα τεχνολογικά επιτεύγματα της σύγχρονης βιομηχανίας, έχουν καλά σπίτια, αυτοκίνητα, καύσιμα και ζουν με όλες τις ανέσεις και τις πολυτέλειες μιας ευκατάστατης και πλούσιας οικογένειας της Δύσης), παρότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της Κούβας στενάζει σήμερα από την κατάρρευση της οικονομίας, λόγω της πανδημίας που έπληξε τη βασική πηγή συναλλάγματος, τον τουρισμό.
Μετά από τις μαζικές πορείες εναντίον του καθεστώτος στο νησί, τον Ιούλη, ο ίδιος ο πρόεδρος της Κούβας αναγκάστηκε να αποκαλύψει την πραγματικότητα, ότι βασικές πηγές συναλλάγματος στην χώρα εξαλείφθηκαν, οδηγώντας σε: «Ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων, πρώτων υλών και εισαγωγών που απαιτούνται από τις οικονομικές και παραγωγικές μας διαδικασίες, οι οποίες συμβάλλουν τόσο στις εξαγωγές όσο και στον εφοδιασμό για το λαό».
Η Κούβα δεν ξεπέρασε ποτέ το στάδιο του κρατικού καπιταλισμού και πάντα όλες οι επενδύσεις στη βιομηχανία προσανατολίζονται σε κερδοφόρες επιχειρήσεις. Το μέγιστο κέρδος καθόριζε πάντα τις επενδυτικές κινήσεις στο νησί, τις νέες επενδύσεις από το υπερπροϊόν της υπερεργασίας των εργατών, και γι΄ αυτό άλλωστε ευδοκιμούν επιχειρήσεις ειδών κατανάλωσης, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και τουριστικές υπηρεσίες, δραστηριότητες που είναι οι πλέον κερδοφόρες σε μια υπανάπτυκτη, εξαρτημένη οικονομία.
Η εκβιομηχάνιση της Κούβας απαιτούσε την εισροή επενδύσεων από όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις στη βαριά βιομηχανία, απαιτούσε θυσίες που θα απέδιδαν σε βάθος δεκαετίας, όπως έγινε τη δεκαετία του ‘30 στην ΕΣΣΔ. Αντιθέτως, οι ρεβιζιονιστές ηγέτες γύρω από τον Κάστρο εξασφάλισαν και σταθεροποίησαν την εξουσία τους και την κοινωνική αναπαραγωγή μιας νέας άρχουσας τάξης, συντηρώντας την καπιταλιστική οικονομία με κρατικό μανδύα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κεντρικός σχεδιασμός δεν διαφέρει σε τίποτα από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ενός καπιταλιστικού κράτους και η αναρχία στην παραγωγή είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο που παρουσιάζεται στην Κούβα συνεχώς, όπως σε κάθε καπιταλιστική χώρα.
Η λαϊκοδημοκρατική επανάσταση της Κούβας προσέφερε σημαντικές κατακτήσεις τη δεκαετία του ‘60, τις εθνικοποιήσεις των βιομηχανιών (ντόπιων και ξένων) και την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών χωρίς αποζημιώσεις. Ολες αυτές οι κατακτήσεις είναι σημαντικές ιστορικές μνήμες (έπαψαν να είναι παρακαταθήκες) για το προλεταριακό και αγροτικό κίνημα στις χώρες της Νότιας Αμερικής. Ομως, η κουβανική επανάσταση δεν προχώρησε πέρα από τα όρια του κρατικού καπιταλισμού. Η ηγεσία της νέας εξουσίας γύρω από τον Κάστρο, αντί να αξιοποιήσει τον κρατικό καπιταλισμό ως εφαλτήριο προκειμένου να συγκροτήσει βαθμιαία τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, εκφύλισε τη λαϊκή εξουσία σε καπιταλιστική διαχείριση με κρατικό περίβλημα. Αντίστοιχα, οι κατακτήσεις των εργαζομένων χάθηκαν στην πορεία, η πορεία της επανάστασης αντιστράφηκε και η ταξική εκμετάλλευση, αντί να περιοριστεί, κυριάρχησε.
Ο φτωχός αγρότης της Κούβας, που ζει από το αποτέλεσμα της σοδειάς του σε απαρχαιωμένες συνθήκες εργασίας και με πενιχρές κρατικές πιστώσεις και πενιχρά αγροτοεφόδια, δεν ζει καλύτερα από τον φτωχό αγρότη της Νότιας Αμερικής, που στενάζει από τον βραχνά των τοκογλύφων και τις χαμηλότατες τιμές που επιβάλλει ο ανταγωνισμός με τους βορειοαμερικανούς φάρμερ του αναπτυγμένου καπιταλιστικού Βορρά στα εμπορεύματά του. Ο εργάτης που δουλεύει σε βιοτεχνία, είτε στον κρατικό είτε στον ιδιωτικό τομέα, βγάζει ένα πενιχρότατο μεροκάματο, με το οποίο σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει τις βασικές του ανάγκες. Το 2013, ο μέσος μηνιαίος μισθός στην Κούβα ήταν 471 πέσος, δηλαδή γύρω στα 20 δολάρια!
Οσον αφορά τη διαχρονική προπαγάνδα των απολογητών του καθεστώτος για δήθεν κρατικές επιδοτήσεις βασικών διατροφικών προϊόντων, που υποτίθεται ότι αυξάνουν τον πραγματικό μισθό του εργαζόμενου, ή την ελεύθερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, αυτή σήμερα φαντάζει ανέκδοτο. Οταν ο ίδιος ο κουβανός πρόεδρος παραδέχεται ότι υπάρχουν βασικές ελλείψεις σε τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα, επειδή είναι εισαγόμενα και λείπει συνάλλαγμα για την αγορά τους, τότε ο καθένας καταλαβαίνει ότι o μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος παραγωγής αυτών των προϊόντων στην Κούβα είναι τεράστιος σε σχέση με τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο παραγωγής τους από τα δυτικά μονοπώλια, όχι μόνο τώρα που υπάρχει κρίση, αλλά και προ κρίσης.
Η Κούβα δεν παρήγαγε πετρέλαιο για να αποκτά σημαντικό συνάλλαγμα για επιδοτήσεις, όπως η Βενεζουέλα του Τσάβες. Επομένως, το κουβανικό κράτος δεν μπορεί να επιδοτεί τίποτα για την πλατιά μάζα του κουβανικού λαού, παρά μόνο αν βαπτίζει ως επιδότηση επιδόματα με υποτιμημένο κουβανικό πέσο.
Το 2010, το καθεστώς με πρόεδρο τον Ραούλ Κάστρο αποφάσισε να κάνει τα πρώτα σημαντικά βήματα προς το άνοιγμα της «ελεύθερης αγοράς», με το μάτι στραμμένο στη Δύση για προσέλκυση επενδύσεων ή περιορισμό του εμπάργκο από τις ΗΠΑ. Εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις ανειδίκευτων εργατών στη βιομηχανία θεωρήθηκαν από τον αδελφό και συμμαχητή του Φιδέλ «υπεράριθμες», λόγος για τον οποίο έπρεπε να περικοπούν. Για χρόνια η Κούβα έκρυβε την δική της ανεργία επιδοτώντας τις θέσεις αυτές με πληθωρισμένο πέσο, πράγμα που έκαναν στο παρελθόν και οι αναπτυγμένες Λαϊκές Δημοκρατίες και η ίδια η κρατικοκαπιταλιστική ΕΣΣΔ. Οι θέσεις αυτές περικόπηκαν τελικά μετά το 2011 και οι άνεργοι που δημιουργήθηκαν συγκρότησαν τον ιδιωτικό τομέα βαπτιζόμενοι «αυταπασχολούμενοι» στον τουρισμό, στις μεταφορές (ταξί) και σε διάφορες οικοδομικές δραστηριότητες.
Το 2016, ο Ομπάμα ήρε αρκετούς περιορισμούς στο εμπάργκο, επιτρέποντας τους κουβανούς εμιγκρέδες (δηλαδή τους αντικομμουνιστές, ακροδεξιούς Κουβανούς) να στέλνουν εμβάσματα στις οικογένειές τους στην Κούβα. Οσο κι αν αυτό φαντάζει απίστευτο, το συνάλλαγμα αυτό συνιστά μια από τις βασικότερες πηγές εισοδήματος, δίπλα στον τουρισμό! Οι απολογητές του κουβανικού καθεστώτος το κρύβουν επιμελώς, γιατί βέβαια το γεγονός αυτό συνιστά όνειδος για το «σοσιαλισμό» που υπερασπίζονται. Το 2017, ο Τραμπ επανέφερε τους σκληρούς περιορισμούς του εμπάργκο και αυτή η πηγή συναλλάγματος εξανεμίστηκε.
Ο ίδιος ο σημερινός πρόεδρος της Κούβας, Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ, το παραδέχεται: «Και αυτό (σ.σ.: το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επηρεάζουν και αποτρέπουν με τους περιορισμούς τους και άλλους πιθανούς εμπορικούς εταίρους της Κούβας) αύξησε περαιτέρω τον αντίκτυπο των περιορισμών, οι οποίοι προπαντός υποδηλώνουν ότι η χώρα αποκόπηκε αμέσως από τις κύριες πηγές εισοδήματος σε ξένο νόμισμα: Μιλώ για τον τουρισμό, μιλώ για τα ταξίδια των κουβανών και των αμερικανών πολιτών στη χώρα μας, για τα πολυαναμενόμενα εμβάσματα στις κουβανικές οικογένειες από τους συγγενείς τους στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η Κούβα, λοιπόν, δεν έγινε ποτέ σοσιαλιστική, αντιθέτως μετατράπηκε σε μια εκμεταλλευτική, ταξική, καπιταλιστική κοινωνία.
Ο Γκεβάρα προειδοποιούσε στην Αφροασιατική Σύνοδο το 1965, στην τελευταία δημόσια εμφάνισή του ως αξιωματούχος της Κούβας: «Για εμάς δεν υπάρχει έγκυρος ορισμός του σοσιαλισμού εκτός από την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οσο αυτό δεν έχει επιτευχθεί, αν νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο στάδιο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά αντί να σταματήσουμε την εκμετάλλευση ή το έργο της καταστολής της σταματά -ή, χειρότερα, αντιστρέφεται-, τότε δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για οικοδόμηση του σοσιαλισμού».
Στην ουσία, από καθαρά οικονομική άποψη, χωρίς τις φιοριτούρες και τις παράτες του καθεστώτος, που απευθύνονται σε οπαδούς και όχι σε ανθρώπους με επαναστατική, κομμουνιστική συνείδηση, η σημερινή Κούβα δε διαφέρει σε τίποτα από την Κούβα του Μπατίστα, των καζίνο και του σεξοτουρισμού. Λόγω της στρατηγικής επιλογής του καθεστώτος να προσανατολίσει την οικονομία της Κούβας στην αρπαχτή του τουρισμού, το συνάλλαγμα έχει εξανεμιστεί και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τα χρειώδη. Το εμπάργκο που είναι μόνιμη επωδός στα χείλη των κυβερνητικών της Κούβας και των απολογητών τους, για να κρύψουν την εγκληματική τους πολιτική, απλώς ενέτεινε την κρίση, δεν τη δημιούργησε.
Ολα αυτά δεν έγιναν τυχαία. Ο Κάστρο δεν ήταν εξαρχής κομμουνιστής, ούτε βέβαια ο ηγετικός πυρήνας του αντάρτικου ήταν εξαρχής κομμουνιστικός. Κομμουνιστές ήταν ορισμένα στελέχη γύρω από τον Γκεβάρα. Το 1959, όταν η δικτατορία του Μπατίστα ανετράπη, ο Κάστρο δήλωνε επί λέξει στην αμερικανική τηλεόραση, ότι δεν είναι «καθόλου κομμουνιστής», επιζητώντας την αναγνώριση της εξουσίας τους από τις ΗΠΑ [Στο 16:18. Η «γλώσσα του σώματος», όταν λέει «Ι am not communist atall», μιλάει από μόνη της].
Στην πορεία, λόγω της άρνησης των ΗΠΑ να συνεργαστούν, υπό την πίεση των γεγονότων και του ακατασίγαστου λαϊκού ξεσηκωμού, ωθήθηκε σε μια προοδευτική πορεία απαλλοτριώσεων βιομηχανιών, ντόπιων και αμερικανικών συμφερόντων, που όμως ακόμη δεν εξασφάλιζε την οικοδόμηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Η κρυφή γοητεία της κουβανικής μπουρζουαζίας
Ορισμένοι από τους όψιμους υπερασπιστές του κουβανικού καπιταλισμού (υπάρχουν κι αυτοί, πλάι στους παλαιούς της «εκτός των τειχών» Αριστεράς και τους ζηλωτές του Περισσού) επαναλαμβάνουν μονότονα ότι απειλείται «το νησί της επανάστασης»και παρουσιάζουν τις πορείες διαμαρτυρίας στην Κούβα λες και η χώρα δέχεται εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων από αμερικανούς πεζοναύτες και κουβανούς ακροδεξιούς. Προφανώς, η στρατιωτική εισβολή μιας ιμπεριαλιστικής χώρας σε μια εξαρτημένη οικονομικά χώρα, στις συγκεκριμένες συνθήκες που εξετάζουμε, θα έφερνε κάθε εργαζόμενο σε θέση μάχης υπέρ των αμυνόμενων. Μόνο που εδώ δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στα μυαλά των απολογητών του κουβανικού καθεστώτος, που θέλουν να κρύψουν τις πομπές των κυβερνώντων, βαπτίζοντας διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εργαζομένων για ψωμί και ελευθερία ως απόπειρα πραξικοπήματος ή στρατιωτικής εισβολής.
Επιπρόσθετα, αναρωτιόμαστε: η βασική χώρα της επανάστασης που ενέπνευσε το προλεταριάτο διεθνώς σε μαζικά, λαϊκά επαναστατικά κινήματα ήταν η ΕΣΣΔ των Λένιν-Στάλιν. Δεν φανταζόμαστε να νομίζουν ότι η χώρα του Γκορμπατσόφ είχε κάτι επαναστατικό.
Τέλος, είναι προφανές ότι δεν έχουν διαβάσει ούτε τις δηλώσεις του προέδρου της Κούβας, αμέσως μετά την έκρηξη των μαζικών πορειών διαμαρτυρίας στο νησί. Το ύφος του είναι κυρίως απολογητικό, ο τόνος του σαφώς κατευναστικός και οι κατηγορίες για «υποκίνηση» επισκιάζονται από εκκλήσεις για ενότητα, απομόνωση των «αντεπαναστατών» (έτσι βάπτιζε μόνο συγκεκριμένο τμήμα των διαδηλωτών, όχι όλους) και ανάγκη να ξεπεραστούν με ομόνοια τα υπαρκτά προβλήματα. Επειδή, όμως, έχουν μεγάλη γλώσσα (το συνηθίζουν γενικά οι όψιμοι), σε αρμονική αντιστοιχία με την κτηνώδη άγνοιά τους για στοιχειώδη ζητήματα πολιτικής οικονομίας και ιστορίας, τους προσφέρουμε απλά στοιχεία-ντοκουμέντα, αρκετά εύπεπτα για την αντιληπτική τους επάρκεια.
Ακολουθούν φωτογραφικά ενσταντανέ «ανεμελιάς» από έναν γόνο της κουβανικής άρχουσας τάξης, τον εγγονό του Φιδέλ Κάστρο, Σάντρο Κάστρο. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένα παράσιτο της άρχουσας τάξης της Κούβας, που ζει σε προκλητική πολυτέλεια, επειδή γεννήθηκε παιδί της άρχουσας τάξης. Ετσι γίνεται και γινόταν σε εκμεταλλευτικές, ταξικές κοινωνίες, καπιταλιστικές, φεουδαρχικές, δουλοκτητικές, όχι σε μη εκμεταλλευτικές, σοσιαλιστικές κοινωνίες Αυτός είναι ο «σοσιαλισμός» και η «επανάσταση» την οποία υπερασπίζονται με πάθος.
Toν Μάρτη του 2021, όταν ο κουβανικός λαός δοκιμαζόταν ήδη από ελλείψεις σε καύσιμα, ο Σάντρο Κάστρο εμφανίστηκε σε βίντεο να οδηγεί μια απαστράπτουσα «Μερσέντες Μπενζ», να τρέχει υπερβαίνοντας το όριο ταχύτητας στην Κούβα και δίπλα του να έχει μια από τις δεκάδες κοπέλες που ξελογιάζει καθημερινά για να πλήξει την ανία του. Στο βίντεο που τραβούσε η κοπέλα που τον συνόδευε, έλεγε τα εξής προκλητικά: «Κοίτα με τι παίζει ο μπαμπάκας. Γιατί ξέρεις ότι είμαστε απλοί άνθρωποι αλλά που και που πρέπει να βγάζουμε έξω τα παιχνιδάκια που έχουμε στο σπίτι. Τράβα και μπροστά μαμάκα, για να δουν πώς τρώει αυτό το πράγμα την άσφαλτο. Είδες για τι κινητήρα μιλάμε, ε;»!
To βίντεο αυτό ο Σάντρο Κάστρο το ανέβασε σε ένα δίκτυο που είχε με τους φίλους του. Κάποιος, όμως, από τους φίλους του το προώθησε στα κοινωνικά δίκτυα, εξαγριώνοντας τον κουβανικό λαό, χωρίς βέβαια να υποστεί συνέπειες. Ο Σάντρο Κάστρο επανήλθε με δικό του βίντεο, λέγοντας δημόσια ότι έκανε πλάκα για τα «παιχνιδάκια» και ότι το αυτοκίνητο ήταν ενός φίλου του, που του το είχε δώσει να κάνει βόλτα! Με αυτά που είπε, βέβαια, τα έκανε χειρότερα. Υποτίθεται ότι αυτά τα αυτοκίνητα στην Κούβα μπορούν να τα έχουν μόνο ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, που βρίσκονται σε κατάλληλες θέσεις στη διοίκηση και έχουν επαφές με ξένους καπιταλιστές ή αξιωματούχους. Ο Κάστρο απλώς επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία τη χλιδή της τάξης του και γι’ αυτό, την εποχή «της εικόνας και των ειδώλων», ίσως να πρέπει να τον ευγνωμονoύν όσοι αναζητούν μονίμως είδωλα.
Μια άλλη από τις πολλές φορές που ο Σάντρο Κάστρο τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας ήταν όταν συμμετείχε σε κορονοπάρτι σε μπαρ της Κούβας εν μέσω πανδημίας, τη στιγμή που οι απλοί κουβανοί πληβείοι έπρεπε να ακολουθούν αυστηρότατα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Το μέλλον μας είναι ο κομμουνισμός και η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο
Οσοι αναπαράγουν την προπαγάνδα ενός καθεστώτος που καταστέλλει διαδηλώσεις με βία, συλλήψεις, νεκρούς (δήθεν ότι οι διαδηλώσεις δεν ήταν αυθόρμητες, υποκινούμενες από τη φτώχεια και την εξαθλίωση, αλλά από πράκτορες των Αμερικανών), επειδή οι διαδηλωτές τολμούν να ζητήσουν ψωμί και στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες να εκφράζονται δημόσια, ας συλλογιστούν για λίγο ποιος αμαυρώνει περισσότερο την ιδέα του κομμουνισμού, οι Γιάνκηδες ή ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς που σφετερίζεται τη σημαία και τα ιδεώδη του κομμουνισμού;
Ποιος αμαύρωσε περισσότερο στη συνείδηση της εργατικής τάξης διεθνώς την ιδέα του κομμουνισμού και της προλεταριακής επανάστασης, οι ρεβιζιονιστές Xρουτσιόφ, Μπρέζνιεφ, Γκορμπατσόφ ή τα χαλκεία των ιμπεριαλιστών; Η απάντηση είναι γνωστή σε όσους έχουν στοιχειώδη επαφή με την ταξική πάλη, στην Ελλάδα και διεθνώς.
Ο πρωτοπόρος εργάτης είναι αρκετά καχύποπτος απέναντι σε κάθε αριστερό που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες και με το δίκιο του. Πολλοί γραφειοκράτες συνδικαλιστές και «αριστεροί» πασόκοι και συριζαίοι διαχειριστές του καπιταλισμού τον εκμεταλλεύτηκαν με παράτες και φούμαρα, για να τον πουλήσουν στη συνέχεια. Οι φορείς της επαναστατικής συνείδησης δεν θα τον προσεγγίσουν ποτέ, αν δεν λένε την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική.
Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να ενδιαφέρει σήμερα έναν κομμουνιστή: πώς θα φέρει την επαναστατική συνείδηση στους πρωτοπόρους εργάτες. Οχι να πουλάει παραμύθια και εκδούλευση σε χρεοκοπημένα καθεστώτα. Η σφυρηλάτηση της επαναστατικής συνείδησης περνάει από την κριτική ενατένιση της ιστορία των κινημάτων και βέβαια από την αμείλικτη πολεμική στους ρεβιζιονιστές που διασύρουν τον μαρξισμό και παρουσιάζουν τη σοσιαλδημοκρατική τους διαχείριση του καπιταλισμού (με ή χωρίς κρατικό περίβλημα) ως σοσιαλισμό.
Για το προλεταριάτο δε τη Νότιας Αμερικής αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό. Οταν θα σκάσει το απόστημα της κουβανικής περεστρόικα, θα υπάρξει η απόλυτη σιχασιά και η μπάλα θα πάρει και την πρώτη περίοδο της Κούβας, την πραγματικά επαναστατική, και τότε η φωτογραφία του Γκεβάρα στα μάτια τους δε θα συμβολίζει τον αγώνα για τη χειραφέτηση από τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό, αλλά τo brand name των «μικρομεσαίων επιχειρήσεων» της Κούβας.