Τώρα που το φάντασμα του κραχ πλανάται πάνω από την Ουάσιγκτον και ταξιδεύει ανά τον κόσμο, κάποιοι «θυμούνται» τα golden boys που ζουν ζωή χαρισάμενη με τα λεφτά των άλλων. Ομως, η εισοδηματική ανισότητα δεν είναι σημερινό φαινόμενο, ούτε αφορά μονάχα την Αμερική και τα golden boys. Αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο που αγκαλιάζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Τα παπαγαλάκια του συστήματος, όμως, έχουν έτοιμη την απάντηση. Τι σας νοιάζει που κάποιοι βγάζουν λεφτά, αφού ο καπιταλισμός είναι το μόνο σύστημα που εγγυάται την ανάπτυξη και την γενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαών; Επιστρατεύουν μάλιστα την αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος) ανά κάτοικο, για να «αποδείξουν» αυτή την ανάπτυξη.
Με μια πρώτη ματιά φαίνεται να έχουν δίκιο. Για παράδειγμα, από τα στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ[1], προκύπτει ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ (υπολογισμένο σε δολάρια του έτους 2000, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τον επίσημο πληθωρισμό) έχει υπερτριπλασιαστεί την περίοδο 1969-2007, ενώ το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει σχεδόν διπλασιαστεί για την ίδια χρονική περίοδο. Με αυτό το χοντρικό υπολογισμό ισχυρίζονται ότι αποδεικνύεται η ανωτερότητα του καπιταλισμού ή τουλάχιστον η αποτελεσματικότητά του. Γι’ αυτό και το ερώτημα που θέτουν είναι όχι αν «θέλουμε καπιταλισμό» αλλά «τι καπιταλισμό θέλουμε;».
Σ’ αυτή την ψευδεπίγραφη διαμάχη επικεντρώνονται οι διαφορές των «νεοφιλελεύθερων» από τους «φιλελεύθερους», των «φιλελεύθερων» από τους «σοσιαλδημοκράτες», των «συντηρητικών» από τους «κοινωνικά ευαίσθητους» και των κάθε λογής κατηγοριών πολιτικών και οικονομολόγων, οι οποίοι όμως ξεκινούν και καταλήγουν στην ίδια αφετηρία: στην αναγωγή του καπιταλιστικού συστήματος στο καταλληλότερο για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.
♦ Θάβοντας την αλήθεια στους μέσους όρους
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Γιατί οι οικονομικοί δείκτες της «ανάπτυξης» που παρουσιάζει η αστική οικονομολογία δίνουν μία καθαρά πλασματική εικόνα, μέσα από τον θαυμαστό κόσμο των «μέσων όρων». Η φτώχεια και οι ταξικές αντιθέσεις εξαφανίζονται ως διά μαγείας, αρκεί να διαιρέσεις το συνολικό πλούτο με τον αριθμό των πολιτών (των οποίων η ταξική προέλευση είναι επίσης αδιάφορη).
Το ότι μέσα σε 38 χρόνια σχεδόν διπλασιάστηκε το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ δε σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος του πλανήτη έγινε δύο φορές πιο πλούσιος μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα, γιατί απλά η διαίρεση των αξιών που παράγονται σε μια κοινωνία δια του αριθμού των κατοίκων της δεν λαμβάνει υπ’ όψη της τις εισοδηματικές ανισότητες που στην εποχή μας είναι τεράστιες. Δεύτερο, γιατί και η ίδια η έννοια του ΑΕΠ είναι προβληματική.
Το ΑΕΠ αναφέρεται ότι μετράει τη συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που αποκτούν οι κάτοικοι μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Ομως, στον υπολογισμό των αξιών αυτών τσουβαλιάζονται τόσο οι πολεμικές δαπάνες, οι δαπάνες εξοπλισμού των κατασταλτικών σωμάτων της κοινωνίας (π.χ. αστυνομία, «αντιτρομοκρατικές» υπηρεσίες κτλ), τα είδη πολυτελείας και οι εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης των πλουσιότερων στρωμάτων της κοινωνίας, όσο και τα είδη πλατιάς κατανάλωσης των εργαζόμενων μαζών. Ακόμα και στη μέτρηση του παραγόμενου προϊόντος το ΑΕΠ δεν μας δίνει καμία πληροφορία για το πόσες αξίες αφορούν στην παραγωγή ασπίδων για τους μπάτσους, πανάκριβων αυτοκίνητων και επαύλεων για τους εύπορους αστούς και πόσες αξίες αφορούν στην παραγωγή εργατικών κατοικιών ή αυτοκινήτων για την εργαζόμενη κοινωνία. Για την αστική οικονομολογία είναι παντελώς αδιάφορο αν παράχθηκαν όπλα ή παπούτσια, βραδινές τουαλέτες ή τζιν, μερσεντές ή φιατάκια.
Σε μια κοινωνία που σπαράσσεται από ταξικές αντιθέσεις, το ΑΕΠ δε μπορεί να καταγράψει τίποτ’ άλλο εκτός από την παραγωγή αξιών, είτε χρήσιμες για την πλειοψηφία της κοινωνίας είναι αυτές είτε όχι. Αν θέλουμε επομένως να δούμε πώς έχουν τα πράγματα σχετικά με το βιοτικό επίπεδο της εργαζόμενης κοινωνίας (γιατί αυτή μας ενδιαφέρει και όχι οι αστοί και τα μεγαλοστελέχη), θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλες μετρήσεις, πέρα από το ΑΕΠ. Κι αυτές μπορούν να βρεθούν ακόμα και μέσα από τα στατιστικά στοιχεία της αστικής οικονομολογίας, έστω κι αν δεν αποδίδουν με πλήρη ακρίβεια την κατάσταση των εργαζόμενων στρωμάτων. Δε μπορούν να αποκρύψουν όμως τις τάσεις που επικρατούν.
♦ Οι πλούσιοι πλουσιότεροι
Πριν αναφερθούμε στους εργαζόμενους, θα μπούμε στον πειρασμό να ρίξουμε μια ματιά στις αμοιβές των στελεχών, που είναι πολύ περισσότερα από τα golden boys στα οποία τα ΜΜΕ αποδίδουν την παγκόσμια κρίση. Ο πίνακας 1 προέρχεται από την έρευνα ενός αμερικάνικου οικονομικού ινστιτούτου (Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής) από την ετήσια έκθεσή του με τίτλο: «Η κατάσταση της εργαζόμενης Αμερικής»[2]. Ο πίνακας αυτός παρουσιάζει τις μέσες ετήσιες απολαβές των CEO (chief executive officers, δηλαδή των ανώτατων διευθυντικών στελεχών των επιχειρήσεων) σε 14 ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη.
Αν και δε μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τα νούμερα που παρουσιάζονται σε αυτό τον πίνακα, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι δεν είναι κι αυτά υποεκτιμημένα. Για παράδειγμα, αν δει κανείς τα ετήσια εισοδήματα που δηλώνουν τα τέσσερα ανώτατα διευθυντικά στελέχη της Shell[3] (εισοδήματα που αναφέρονται ως «μισθοί» και bonus από την Shell και όχι από άλλες πηγές), θα διαπιστώσει ότι κυμαίνονταν από 2.6 ως 4.6 εκατ. δολάρια το 2006 (δηλαδή διπλάσια έως τετραπλάσια σχεδόν από τις απολαβές του πίνακα 1 για τα CEO στη Βρετανία), σημειώνοντας μία αύξηση 28-38% μέσα σε ένα μόνο χρόνο (μεταξύ 2006 και 2007). Ακόμα όμως κι αν θεωρήσουμε ότι ο πίνακας 1 αποτυπώνει τα πραγματικά ποσά των χρημάτων που απολαμβάνουν τα μεγαλοστελέχη, θα διαπιστώσουμε αβίαστα ότι η αύξηση μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία (1988-2005) είναι τεράστια (εκτός της περίπτωσης της Ιαπωνίας, που τη δεκαετία του 90 χτυπήθηκε από βαθιά κρίση κατά την οποία ορισμένα μεγαλοστελέχη πήδηξαν… από τα παράθυρα).
♦ Και οι φτωχοί-φτωχότεροι
Εχοντας αναπνεύσει τον αέρα της… πολυτέλειας, ελάτε τώρα να αναπνεύ-σουμε τα… καυσαέρια που «απολαμβάνει» η εργαζόμενη κοινωνία. Η αναφορά μας σ’ αυτό το φύλλο θα γίνει μόνο στις ΗΠΑ και ελπίζουμε να μπορέσουμε να εξετάσουμε σε επόμενα φύλλα της «Κ» τα αντίστοιχα στοιχεία για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται οι μισθοί των εργατών που δεν επιβλέπουν άλλους εργαζόμενους. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής των ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι αυτοί αποτελούν το 80% του συνόλου των εργαζόμενων. Τι προκύπτει από τον πίνακα αυτό; Οτι από το 1967 μέχρι το 2005 (δηλαδή μέσα σε σχεδόν 4 δεκαετίες) ο μέσος όρος των εβδομαδιαίων αποδοχών των εργατών αυξήθηκε στο… αστρονομικό νούμερο των 8.4 δολαρίων (από 535,25 σε 543,65 σε δολάρια 2006), δηλαδή σε ποσοστό 1.57%!!! Κι αυτή η αύξηση δεν οφείλεται στα τελευταία αλλά στα πρώτα χρόνια της περιόδου. Αν δει κανείς τη μεταβολή του μέσου βδομαδιάτικου των αμερικάνων εργατών από το 1979 μέχρι το 2005 θα διαπιστώσει ότι η μεταβολή είναι αρνητική, παρά το γεγονός ότι το μέσο ωρομίσθιο αυξήθηκε μερικές πενταροδεκάρες (2.1% μέσα σε 4 περίπου δεκαετίες ή 0.1% κάθε χρόνο).
Αυτό εξηγείται αν δει κανείς τους άλλους πίνακες της έκθεσης[2], που δεν έχει νόημα να παρουσιάσουμε εδώ, οι οποίοι δείχνουν μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πίνακας 2 βασίστηκε στα στατιστικά στοιχεία του Γραφείου Εργατικών Στατιστικών του Υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ, όπως τα επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής και τα παρουσιάζει στην ετήσια έκθεσή του «Η κατάσταση της εργαζόμενης Αμερικής». Αυτό σημαίνει ότι η αναγωγή σε σταθερά δολάρια 2006 έγινε με βάση την μεταβολή του επίσημου πληθωρισμού, για τον οποίο χρειάζεται πολλή κουβέντα κατά πόσο αποτυπώνει την πραγματική αύξηση των τιμών των ειδών κατανάλωσης της εργατικής οικογένειας, αλλά δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε άλλο εδώ[4].
♦ Μισθοί πείνας
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα με τα μέσα βδομαδιάτικα και ωρομίσθια, τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα όταν αναφερόμαστε στους κατώτερους μισθούς. Το κατώτατο ωρομίσθιο, που για πρώτη φορά θεσπίστηκε από την αμερικάνικη κυβέρνηση το 1938 (την εποχή του New Deal), έμεινε «παγωμένο» για εννέα ολόκληρα χρόνια (1998-2006) στα 5.15 δολάρια την ώρα, για να αποφασιστεί η αύξησή του το 2007, σε τρεις δόσεις (5.85 δολάρια στις 24/7/07, 6.55 δολάρια στις 24/7/08 και 7.25 δολάρια από 24/7/09)[5].
Το αποτέλεσμα αυτού του «παγώματος» του κατώτατου ωρομίσθιου φαίνεται καθαρά στον πίνακα 2[6]. Από το 1979 μέχρι το 2005 το κατώτατο ωρομίσθιο μειώθηκε (λαμβάνοντας υπόψη τον επίσημο πληθωρισμό) κατά 29% αντιστοιχώντας στο 33% του μέσου ωρομίσθιου των αμερικάνων εργατών (από 47% που ήταν το 1979)!
♦ Η περίθαλψη από την τσέπη των εργατών
Δεν ήταν όμως μόνο οι μισθοί πείνας που γονάτισαν τα εργατικά στρώματα, τα οποία προσέφυγαν στο δανεισμό για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ηταν και το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος εργασίας», τα χρήματα δηλαδή που υποχρεώνονται να δίνουν οι καπιταλιστές στους εργάτες τους για να καλύψουν βασικές ανάγκες της ζωής τους και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αξίας της εργατικής δύναμης που ο εργάτης πουλάει στον καπιταλιστή.
Οπως φαίνεται από τον πίνακα 3, τα ποσοστά των εργατών που είχαν ιατροφαρμακευτική κάλυψη από τους καπιταλιστές του ιδιωτικού τομέα έπεσαν κατά 13% (από 69% σε 56%) μεταξύ 1979 και 2004. Δηλαδή, 13% περισσότεροι εργάτες έπαψαν να έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από τους καπιταλιστές, «ανακουφίζοντάς» τους έτσι από ένα τμήμα της αξίας της εργατικής δύναμης, που θα έπρεπε να πληρώσουν. Ετσι, οι εργάτες είτε έμειναν χωρίς περίθαλψη είτε τα έσκασαν στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, πληρώνοντας από την τσέπη τους τα χρήματα που θα έπρεπε να πληρώνουν οι εργοδότες τους.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον υποκριτική η έκπληξη των ανά τη γη «αναλυτών» για το πώς έσκασε η βόμβα της αμερικάνικης κρίσης. Οταν πέφτουν τα μεροκάματα, όταν εκατομμύρια εργαζόμενοι εξωθούνται στον υπερδανεισμό για να καλύψουν τις ανάγκες τους, τότε αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να περιμένουν να έρθει η μπόρα. Κι είμαστε ακόμα στην αρχή…
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές:
1. Διεθνή Μακροοικονομικά Δεδομένα της Υπηρεσίας Οικονομικής Ερευνας του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ (https://www.ers.usda.gov/ Data/Macroeconomics/).
2. The State of Working America 2007/2008, Economic Policy Institute.
3. Ετήσια έκθεση Shell 2007, (https:// www.shell.com/home/content/investor/financial_information/annual_reports/2008/ 2008_annual_reports_17032008.html)
4. Οπως είχαμε γράψει και στο πρώτο μέρος αυτής της έρευνας («Κ», αρ.φ. 527, 11/10/08), ο επίσημος πληθωρισμός αυξήθηκε 27% μέσα σε εννιά χρόνια (1998-2007), όμως το μισό κιλό ψωμί αυξήθηκε κατά 30% μέσα σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα (2006-2008), για να μη μιλήσουμε για τη βενζίνη που στο ίδιο χρονικό διάστημα (1998-2007) αυξήθηκε πάνω από 170% (σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία της τιμής της βενζίνης από το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ).
5. Fair Minimum Wage Act of 2007 (Pub.L. 110-28, Title VIII).
6. Τα στοιχεία του πίνακα 2, που αφορούν στην εξέλιξη του κατώτατου ωρομίσθιου, είναι παρμένα από την έκθεση του αμερικάνικου ινστιτούτου “Center on Budget & Policy Priorities”, 31/8/2006.