Οι Σιωνιστές του Τελ Αβίβ απαλλάχτηκαν από το βάρος των 38 μελών της ελληνικής αποστολής, που είχαν πιάσει αιχμαλώτους μαζί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο του Στόλου της Ελευθερίας, και η κυβέρνηση Παπανδρέου απαλλάχτηκε από το βάρος των καταγγελιών για τη δωσιλογική της δράση. Απαλλάχτηκε γιατί η πλειοψηφία των μελών της ελληνικής αποστολής και ιδιαίτερα όσοι αυτοπροβάλλονται σαν ηγετικά στελέχη της, επέλεξαν την τακτική της μη κριτικής, σε μια προσπάθεια επαφής με τα κέντρα της αστικής εξουσίας, κουρελιάζοντας την ιδρυτική δέσμευση της Πρωτοβουλίας «Ενα Καράβι για τη Γάζα», ότι θα κινηθεί στο πλαίσιο της διπλωματίας των λαών, χωρίς καμιά άμεση ή έμμεση σχέση με κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, όπως ακριβώς παρέδωσε τον ελληνικό λαό στα κοράκια του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου, έτσι παρέδωσε έλληνες πολίτες και ελληνικά σκάφη στους σιωνιστές πειρατές και μακελάρηδες. Ακόμη και τώρα, δεν τολμά να ζητήσει την επιστροφή των ελληνικών καραβιών που άρπαξαν οι Σιωνιστές, ενώ ακόμη και ο ΟΗΕ, αυτό το όργανο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, έχει ζητήσει με το ψήφισμά του την απελευθέρωση των ομήρων και των καραβιών. Ας θυμηθούμε και πάλι τη δωσιλογική συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης, όπως καταδείχτηκε μέσα από τις τοποθετήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών.
Το πρωί της 31ης Μάη, ο –εξαφανισμένος την ώρα που γινόταν η δολοφονική, πειρατική επίθεση– Δ. Δρούτσας έκανε δηλώσεις, μετά τη συνάντησή του με τον πρέσβη του σιωνιστικού κράτους. Χωρίς ντροπή, δήλωσε ότι «δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση τέτοιας έκτασης βίας». Ολο το πρόβλημα, δηλαδή, ήταν η έκταση της βίας και όχι αυτή καθαυτή η βία, που εκδηλώθηκε στα διεθνή ύδατα, ενάντια και σε σκάφη με ελληνική σημαία. Η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να το λέει ρητά, αναγνώρισε το δικαίωμα του Ισραήλ να επεμβαίνει πειρατικά στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου και καταδίκασε μόνο τη χρήση «υπέρμετρης βίας». Λέξη δεν είπε ο Δρούτσας για πειρατεία (χαρακτηρισμό που επαναλάμβανε συνεχώς η τουρκική πολιτική ηγεσία την ίδια ώρα), ούτε ζήτησε την επιστροφή των πλοίων.
Ο εκπρόσωπος Τύπου του ΥΠΕΞ Γ. Δελαβέκουρας επανέλαβε τα ίδια, λίγη ώρα αργότερα, και περιορίστηκε απλώς να υπενθυμίσει «την υποχρέωση του Ισραήλ να προστατέψει την ασφάλεια των Ελλήνων πολιτών».
Ο Δρούτσας πήγε την ίδια μέρα και στη Βουλή για να κάνει ενημέρωση. Αντί για πειρατεία, μίλησε για «τραγικό και θλιβερό συμβάν» και καταδίκασε «την υπέρμετρη βία που ασκήθηκε από τις ισραηλινές δυνάμεις». Αν δεν υπήρχαν νεκροί και τραυματίες, αν η πειρατεία εκδηλωνόταν με αστυνομικού τύπου επιχείρηση, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα! Για επιστροφή των καραβιών και πάλι δεν είπε κουβέντα.
Την επομένη, 1 Ιούνη, ενώ έφταναν οι 6 πρώτοι απελαθέντες, ο Δελαβέκουρας έκανε δηλώσεις στο αεροδρόμιο, μιλώντας μόνο για «επαναπατρισμό το συντομότερο δυνατό», χωρίς λέξη για επιστροφή των πλοίων και πάλι. Λες και το Ισραήλ τα είχε αρπάξει νομίμως.
Στις 2 Ιούνη, έκανε δηλώσεις ο γενικός γραμματέας του ΥΠΕΞ Ι. Ζέππος. Το μόνο που ανακοίνωσε ήταν ότι φώναξε τον πρέσβη του Ισραήλ και του είπε ότι «περιμένουμε την άμεση απελευθέρωση των Ελλήνων πολιτών που βρίσκονται στο Ισραήλ και την επιστροφή τους στην Αθήνα». Τα πλοία ακόμη «ξεχασμένα». Πλέον έχουν «ξεχαστεί» και οι απαλές κριτικές κατά του Ισραήλ.
Στις 3 Ιούνη, ο Δρούτσας απάντησε στη Βουλή σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Θ. Δρίτσα. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να πει ότι οι όμηροι επέστρεψαν χάρη στις προσπάθειες της κυβέρνησης. Ο ερωτών βουλευτής όχι μόνο δεν του είπε να σταματήσει τα παραμύθια, γιατί οι όμηροι απελευθερώθηκαν χάρη στη διεθνή κατακραυγή που ξεσηκώθηκε (το Ισραήλ ήθελε να τους ξεφορτωθεί μια ώρα γρηγορότερα, γι’ αυτό και τους έδιωξε χωρίς να υπογράψουν δήλωση παράνομης εισόδου και χωρίς να τους περάσει από δίκη), αλλά χαρακτήρισε «πολύ σημαντική την παρουσία» του Δρούτσα και άλλων παραγόντων του ΥΠΕΞ στο αεροδρόμιο. «Ηταν σημαντική πράξη με σαφή μηνύματα η παρουσία σας» (!!!), είπε ο Θ. Δρίτσας, περιοριζόμενος μόνο σε μια εντελώς «λάιτ» κριτική: «Αυτή η δημόσια παρουσία δεν ήταν ανάλογη πριν και κατά τη διάρκεια αυτής της ανθρωπιστικής αποστολής στη Γάζα. Ηταν υποβαθμισμένη η δημόσια παρουσία και τα δημόσια μηνύματα, που έπρεπε να δοθούν προς κάθε κατεύθυνση»!!! Μια κυβέρνηση που έκανε τα πάντα για να σαμποτάρει αυτή την αποστολή και που κρύφτηκε την κρίσιμη ώρα, αφήνοντας τους Σιωνιστές ανενόχλητους στο δολοφονικό τους έργο, κατηγορείται μόνο για υποβαθμισμένη παρουσία!
Σ’ αυτή τη συζήτηση για πρώτη φορά ο Δρούτσας παραδέχτηκε ότι «η στρατιωτική επιχείρηση διεξήχθη στα διεθνή ύδατα από το Πολεμικό Ναυτικό του Ισραήλ», απέφυγε να μιλήσει για «υπέρμετρη χρήση βίας» και είπε ότι «η χρήση βίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και είναι καταδικαστέα», όμως για την επιστροφή των καραβιών δεν είπε κουβέντα, αφού και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα. Με τέτοιους «αντιπάλους», που δεν τολμούν να καταγγείλουν τη συνενοχή της κυβέρνησης, που δεν τολμούν να ζητήσουν τα αυτονόητα, που διαλέγουν τις πιο «στρογγυλές» φράσεις όταν απευθύνονται σε υπουργούς, ακόμα και ένα πολιτικό ασπόνδυλο σαν το Δρούτσα μπορεί μια χαρά να τα βγάλει πέρα.
Ομως, στη συνείδηση του ελληνικού λαού, στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων που συγκρότησαν την Πρωτοβουλία «Ενα Καράβι για τη Γάζα», στη συνείδηση της πλειοψηφίας των ομήρων του Σιωνισμού, η κυβέρνηση Παπανδρέου είναι συνένοχη. Γι’ αυτά που δεν έκανε και γι’ αυτά που έκανε.