100.000 περίπου διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Αλ – Τζαζίρα», στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου την 1η Απριλίου, αψηφώντας το νόμο που απαγορεύει τις συγκεντρώσεις, με κεντρικό σύνθημα «Σώστε την επανάσταση». Ηταν η πρώτη μεγάλη διαδήλωση από τις 9 Μαρτίου που ο στρατός εκκένωσε βίαια την πλατεία από τους διαδηλωτές και από τις 20 Μαρτίου, που το υπουργικό συμβούλιο απαγόρευσε τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις κάθε μορφής διαμαρτυρίες που διακόπτουν τη λειτουργία των ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων ή έχουν επιπτώσεις με οποιοδήποτε τρόπο στην οικονομία, επισείοντας βαριά χρηματικά πρόστιμα (έως 84.000 δολάρια) και φυλάκιση έως ενός έτους για όποιον υποκινεί, οργανώνει ή συμμετέχει σε τέτοιες κινητοποιήσεις.
Τα αιτήματα των διαδηλωτών, εκτός από την κατάργηση του προαναφερόμενου νόμου, είναι η άμεση διάλυση όλων των τοπικών κυβερνητικών συμβουλίων, η άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η διάλυση του κόμματος του Χόσνι Μουμπάρακ, του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, η απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων και η κατάργηση των στρατιωτικών δικαστηρίων για τους πολίτες, η ποινική δίωξη του Μουμπάρακ και τριών στενών συνεργατών του. Οι διαδηλωτές έδωσαν προθεσμία μιας βδομάδας στην κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τα αιτήματα αυτά, διαφορετικά προειδοποίησαν ότι θα κλιμακώσουν τις κινητοποιήσεις. Ηδη μέσω του διαδικτύου οργανώνεται νέα μεγάλη διαδήλωση για τις 8 Απριλίου, που έχει οριστεί ως «Παρασκευή της Επαναστατικής Νομιμότητας», γιατί, όπως εξηγούν οι διοργανωτές της κινητοποίησης, «η επανάσταση έχει καταστήσει παράνομα όλα τα σύμβολα του παλιού καθεστώτος και μόνο ο λαός μπορεί να αποφασίσει τι είναι παράνομο και τι δεν είναι».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη μεγάλη διαδήλωση της 1ης Απριλίου συμμετείχαν όλα τα κόμματα και οι πολιτικές, κοινωνικές και νεολαιίστικες συλλογικότητες της αντιπολίτευσης, οργανώσεις για τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα και ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις, με εξαίρεση τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η ηγεσία της οποίας αρνήθηκε να πάρει μέρος με το επιχείρημα ότι πρέπει να δοθεί στην κυβέρνηση και στη στρατιωτική ηγεσία περίοδος χάριτος για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της εξέγερσης.
Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, δύο μέρες πριν από τη διαδήλωση της 1ης Απριλίου, η κυβέρνηση αντικατέστησε διευθυντικά στελέχη στα ΜΜΕ, που συνδέονται με το καθεστώς Μουμπάρακ, και απαγόρευσε την έξοδο από τη χώρα στους τρεις στενούς συνεργάτες του Μουμπάρακ που κατηγορούνται για διαφθορά, χωρίς όμως να παγώσει τα περιουσιακά τους στοιχεία, ενώ μια μέρα μετά τη μεγάλη διαδήλωση ανακοίνωσε ότι θα επανεξετάσει το νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων και των απεργιών.
Καταστολή από το στρατό και στρατιωτικά δικαστήρια
Χιλιάδες άνθρωποι έχουν συλληφθεί και έχουν παραπεμφθεί από τον αιγυπτιακό στρατό σε στρατιωτικά δικαστήρια από τότε που ανέλαβε τον έλεγχο της χώρας, όπως καταγγέλλουν ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δικηγόροι.
Στις βδομάδες που ακολούθησαν την παραίτηση του Χόσνι Μουμπάρακ στις 11 Φεβρουαρίου, αλλά ακόμη και στη διάρκεια της εξέγερσης, επειδή η Κρατική Ασφάλεια και η αστυνομία ήταν στο στόχαστρο των διαδηλωτών και η δράση τους είχε αναγκαστικά περιοριστεί, το ρόλο τους ανέλαβε σε σημαντικό βαθμό ο στρατός, χρησιμοποιώντας πολλές από τις πρακτικές τους.
«Εχουμε μια άλλη μάχη μπροστά μας με το στρατό. Μεγάλο κομμάτι του στρατού είναι ακόμη με το παλιό καθεστώς. Εχουν οικονομικά συμφέροντα στο παλιό καθεστώς. Δεν θα επιτρέψουν να πέσει εύκολα» δήλωσε η Μόνα Σέιφ, ακτιβίστρια από το Νομικό Κέντρο Χίσαμ Μουμπάρακ, το οποίο ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ίδια μαζί με τη μητέρα της συμμετείχε τον περασμένο μήνα σε μια διαδήλωση στο κέντρο του Καΐρου, που διαλύθηκε βίαια από το στρατό. Μπροστά στα μάτια της, στρατιώτες συνέλαβαν και χτυπούσαν βάναυσα ένα διαδηλωτή και όταν αυτή διαμαρτυρήθηκε τον άφησαν να φύγει αιμόφυρτο. Ομως αργότερα την ίδια μέρα τον συνέλαβαν πάλι και τον παρέπεμψαν να δικαστεί από στρατιωτικό δικαστήριο, από το οποίο καταδικάστηκε, ύστερα από τρίλεπτη διαδικασία, σε φυλάκιση πέντε χρόνων, με την κατηγορία ότι επιτέθηκε σε αξιωματικό εν ώρα υπηρεσίας και ότι παραβίασε την απαγόρευση κυκλοφορίας, παρόλο που συνελήφθη ώρες πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Οταν η Μόνα Σέιφ άρχισε να ερευνά την υπόθεση αυτή, με τη βοήθεια δικηγόρων του Νομικού Κέντρου, ανακάλυψε ότι τουλάχιστον 5.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί και δικαστεί από στρατιωτικά δικαστήρια από τότε που ο Μουμπάρακ διέλυσε την κυβέρνηση και κατέβασε το στρατό στους δρόμους στις 28 Ιανουαρίου. Οπως καταγγέλλουν ακτιβιστές, δικηγόροι και κρατούμενοι που αποφυλακίστηκαν, οι στρατιώτες χτυπούσαν διαδηλωτές, τους συνελάμβαναν και τους παρέπεμπαν σε στρατιωτικά δικαστήρια με την κατηγορία ότι κρατούσαν κοντάρια, μαχαίρια, ότι παραβίασαν την απαγόρευση κυκλοφορίας ή πετούσαν βόμβες μολότοφ. Οι ποινές κυμαίνονταν από 3 μήνες μέχρι ισόβια. Ανάμεσα σ’ αυτούς που καταδικάστηκαν είναι τουλάχιστον 25 ανήλικοι.
Στο μεταξύ, από το υπουργείο Υγείας ανακοινώθηκε ότι, με βάση τα στοιχεία που έχουν δοθεί από τα νοσοκομεία και τις υπηρεσίες όπου κατατίθενται τα πιστοποιητικά θανάτου, ο αριθμός των νεκρών της εξέγερσης έχει φτάσει στους 840 και των τραυματιών στους 6.467. Ο φόρος αίματος που πλήρωσαν οι εξεγερμένοι είναι πολύ βαρύς και δυσανάλογος με τις παραχωρήσεις μέχρι στιγμής της στρατιωτικής ηγεσίας, που προσπαθεί να διασώσει το παλιό καθεστώς, αντιστεκόμενη όσο μπορεί στις πιέσεις από τις πιο ζωντανές και ριζοσπαστικές δυνάμεις του κινήματος.