Σε αλλαγές στη σύνθεση της μεταβατικής κυβέρνησης προχώρησε την περασμένη βδομάδα το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, που ουσιαστικά κυβερνά τη χώρα μετά την παραίτηση του Μουμπάρακ, στα πλαίσια της προσπάθειας να κατευνάσει τους διαδηλωτές, που απαιτούν την αποκαθήλωση του καθεστώτος που άφησε πίσω του ο Μουμπάρακ.
Ετσι λοιπόν, την περασμένη Πέμπτη, 3 Μαρτίου, ανακοινώθηκε η αντικατάσταση του διορισμένου από το Μουμπάρακ πρωθυπουργού Αχμέντ Σαφίκ από τον Εσάμ Σαράφ. Τρεις μέρες αργότερα ανακοινώθηκε επίσης η αντικατάσταση δύο ακόμη υπουργών του Μουμπάρακ, του υπουργού Εξωτερικών, τη θέση του οποίου κατέλαβε ο Ναμπίλ Ελαράμπι, πρώην διπλωμάτης στον ΟΗΕ και πρώην δικαστής στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, και του υπουργού Εσωτερικών, που αντικαταστάθηκε από τον Μανσούρ Ελ – Εσάουι. Στη μεταβατική κυβέρνηση παραμένουν δύο ακόμη υπουργοί διορισμένοι από το Μουμπάρακ, ο υπουργός Περιβάλλοντος και ο υπουργός Στρατιωτικής Παραγωγής.
Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές, που έγιναν κάτω από τη συνεχιζόμενη πίεση της λαϊκής εξέγερσης, δεν αρκούν. Γιατί το κίνημα που έριξε το Μουμπάρακ απαιτεί τη διάλυση του μηχανισμού της κρατικής Ασφάλειας, που θεωρείται ο βασικός μηχανισμός καταστολής του καθεστώτος, υπεύθυνος για το βασανισμό χιλιάδων και το θάνατο πολλών πολιτών που θεωρήθηκαν ύποπτοι από το καθεστώς Μουμπάρακ, καθώς και την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο νέος πρωθυπουργός, που θεωρείται ευρύτερα αποδεκτός, απευθυνόμενος την επομένη του διορισμού του σε χιλιάδες συγκεντρωμένους στην πλατεία Ταχρίρ ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι από δω και πέρα «η κρατική Ασφάλεια θα υπηρετεί τους πολίτες», οι διαδηλωτές απάντησαν ότι «ο λαός θέλει τη διάλυση της κρατικής Ασφάλειας».
Λίγες ώρες μετά την ομιλία στην πλατεία Ταχρίρ του νέου πρωθυπουργού, καθώς άρχισαν να πληθαίνουν οι φήμες ότι αξιωματικοί της Ασφάλειας καταστρέφουν ενοχοποιητικά ντοκουμέντα, άρχισε σε διάφορες περιοχές η πολιορκία των γραφείων της κρατικής Ασφάλειας από διαδηλωτές.
Στις 4 Μαρτίου, 1500 περίπου διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν μπροστά στα γραφεία της Ασφάλειας στην Αλεξάνδρεια. Οι ασφαλίτες μέσα από το κτίριο χρησιμοποιώντας δακρυγόνα και πραγματικά πυρά, με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό 3 διαδηλωτών, επιχείρησαν να τους διαλύσουν, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ μεγάλος αριθμός στρατιωτών και τανκς είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή. Κάποια στιγμή, οι διαδηλωτές κατάφεραν να εισβάλουν στο τετραόροφο κτίριο και να καταλάβουν τους κάτω ορόφους, ενώ οι ασφαλίτες κατέφυγαν και κρύφτηκαν στους πάνω ορόφους μέχρι την ώρα που το κτίριο πέρασε στον έλεγχο του στρατού. Σύμφωνα με μαρτυρίες διαδηλωτών, στους ορόφους που καταλήφθηκαν βρέθηκαν μόνο βουνά από σχισμένα έγγραφα.
Στις 5 Μαρτίου, 2.500 περίπου διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν έξω από τα κεντρικά γραφεία της κρατικής Ασφάλειας στη Νασρ Σίτι, προάστιο στο ανατολικό Κάιρο, που αποκαλείται «κέντρο βασανιστηρίων» της Αιγύπτου, όταν φάνηκε να βγαίνουν φλόγες μέσα από το κτιριακό συγκρότημα. Οι διαδηλωτές κατάφεραν να εισβάλουν στο κτιριακό συγκρότημα, όπου βρήκαν σωρούς από σχισμένα και μισοκαμένα έγγραφα, αλλά και άθικτους φακέλους, σκληρούς δίσκους υπολογιστών και άλλα αρχεία, τα οποία μετέφεραν έξω για να τα σώσουν. Πολλά απ’ αυτά έχουν παραδοθεί σε εισαγγελείς, όμως πολλά βρίσκονται ακόμη στα χέρια των κατόχων τους, ενώ αρκετά κυκλοφορούν ήδη στο διαδίκτυο.
Ιδιαίτερα ανήσυχο για ενδεχόμενες αποκαλύψεις που θα εκθέσουν πολλούς που υπηρέτησαν το καθεστώς Μουμπάρακ, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο κάλεσε τους πολίτες να παραδώσουν αμέσως στις αρχές ντοκουμέντα της κρατικής Ασφάλειας που έχουν στα χέρια τους και να μην τα δημοσιοποιούν, γιατί κάποια περιέχουν στοιχεία που μπορεί να απειλήσουν την ασφάλεια της χώρας και κάποιων πολιτών.
Και δικαιολογημένα, αφού απ’ όσα ντοκουμέντα έχουν μέχρι στιγμής δοθεί στη δημοσιότητα μέσω του διαδικτύου ήρθαν στο φως, εκτός από τις αναμενόμενες αποκαλύψεις περί παρακολουθήσεων και τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτών διαφωνούντων με το καθεστώς, και δύο στυγερά εγκλήματα στα οποία εμπλέκεται η κρατική Ασφάλεια. Το ένα, που αναφέρεται με το κωδικό «Αποστολή Νο. 77», είναι η βομβιστική επίθεση την Πρωτοχρονιά στην εκκλησία των Κοπτών Χριστιανών στην Αλεξάνδρεια, στην οποία χρησιμοποιήθηκε ένας φυλακισμένος ισλαμιστής και αποδόθηκε από την κυβέρνηση Μουμπάρακ αρχικά σε «ισλαμιστές τρομοκράτες» και αργότερα στη Χαμάς. Από την επίθεση σκοτώθηκαν 21 και τραυματίστηκαν 80 άνθρωποι. Το δεύτερο είναι η επίθεση τον Ιούλιο του 2005 στο παραθαλάσσιο θέρετρο Σαρμ ελ – Σέιχ, από την οποία σκοτώθηκαν 88 άνθρωποι. Η ευθύνη για την επίθεση αποδόθηκε από την αιγυπτιακή κυβέρνηση σε ντόπιους Βεδουΐνους «τρομοκράτες» και τώρα προκύπτει από τα ντοκουμέντα ότι οργανώθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών με στόχο να πλήξει επιχειρηματίες ανταγωνιστές του Γκαμάλ Μουμπάρακ, γιου του αιγύπτιου προέδρου.
Την Κυριακή, 6 Μαρτίου, πολλοί διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν έξω από το υπουργείο Εσωτερικών στο κέντρο του Καΐρου για να αποτρέψουν την καταστροφή ενοχοποιητικών ντοκουμέντων και να απαιτήσουν τη διάλυση της κρατικής Ασφάλειας. Ο στρατός πυροβόλησε στον αέρα για να διαλύσει τους διαδηλωτές, οι οποίοι ταυτόχρονα δέχτηκαν επίθεση από 200 περίπου ασφαλίτες με πολιτικά, που παρίσταναν τους αντιφρονούντες πολίτες, οπλισμένους με ρόπαλα, μαχαίρια και πέτρες. Παρόλα αυτά, οι διαδηλωτές δεν διαλύθηκαν, παρά μόνο όταν έγινε συμφωνία με το στρατό να μπεί μια αντιπροσωπεία 20 διαδηλωτών στο κτίριο για να βεβαιωθεί ότι δεν καταστρέφονται ντοκουμέντα.
Οπως φαίνεται, δεν είναι και τόσο εύκολο για τη στρατιωτική ηγεσία και τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να χειραγωγήσουν το κίνημα και να επιβάλλουν πολιτικές επιλογές κόντρα στη λαϊκή θέληση, όσο τουλάχιστον παραμένει ζωντανό το πνεύμα της λαϊκής εξέγερσης.