Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου (για την ακρίβεια: του κρατικού αποχωρισμού από τη Σερβία που φυσικά δε σημαίνει πραγματική ανεξαρτησία) άνοιξε για μια ακόμα φορά τον ασκό του Αιόλου στα Βαλκάνια. Στη χώρα μας, οι μανιώδεις εχθροί της απόσχισης, οχυρώνονται πίσω από την αμερικάνικη στήριξή της για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους κατά της ανακήρυξης Κοσοβάρικου κράτους. Ενα ευρύ πολιτικό φάσμα υπερασπίζεται με πάθος αυτή τη θέση. Από τον Περισσό και την πλειοψηφία της «εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς», μέχρι τον Συνασπισμό, το ΠΑΣΟΚ και το… ΛΑΟΣ. Από την άλλη, οι Αλβανοί του Κοσόβου, έχοντας χάσει κάθε ίχνος εθνικής αξιοπρέπειας, σηκώνουν τις αμερικάνικες σημαίες κι ευχαριστούν τους κατακτητές της χώρας τους, που τους έδωσαν την άδεια να ανακηρύξουν ανεξάρτητο κράτος. Τόσο ανεξάρτητο που τα σύνορά του θα ελέγχουν 16.000 στρατιώτες του ΝΑΤΟ (ενώ στο έδαφός του θα εξακολουθεί να δεσπόζει μία από τις μεγαλύτερες αμερικάνικες βάσεις στον κόσμο, το Camp Bondsteel με 7.000 αμερικάνους στρατιώτες), η Αστυνομία του θα διοικείται από ευρωενωσιακούς αξιωματικούς, στα δικαστήριά του θα δικάζουν ευρωενωσιακοί δικαστές, τη δημόσια διοίκησή του θα κουμαντάρουν ευρωενωσιακοί ανώτεροι υπάλληλοι (πρόκειται για την περιβόητη δύναμη EULEX).
Οι μεγαλοσέρβοι εθνικιστές θυμήθηκαν την «κοιτίδα του σερβικού πολιτισμού» για να βροντοφωνάξουν για μια ακόμα φορά ότι «το Κόσοβο είναι Σερβία», ακόμα κι αν το 90% των κατοίκων του είναι Αλβανοί! Σε διεθνές επίπεδο, μια ισχυρή ομάδα ιμπεριαλιστικών κρατών (στην οποία πρωτοστατούν οι ΗΠΑ και ακολουθούν η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία) υπερασπίζεται με πάθος την απόσχιση, ενώ η Ρωσία αντιτίθεται σθεναρά, όχι φυσικά από… αντιιμπεριαλιστική σκοπιά. Ας σημειωθεί ότι από τις ευρωπαϊκές χώρες αντίθεση έχει εκφράσει η Κύπρος και αποστάσεις κρατάει η Ισπανία (γι’ αυτό και στα χέρια των Σέρβων του Κοσόβου δίπλα στις ρωσικές εμφανίστηκαν ήδη και ισπανικές σημαίες). Δείγμα χαρακτηριστικό κι αυτό του ότι οι τοποθετήσεις δεν γίνονται από θέσεις αρχών, δεν έχουν να κάνουν με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, αλλά στηρίζονται σε καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς (η Ισπανία, για παράδειγμα, αισθάνεται αλληλέγγυα με το μεγαλοσέρβικο εθνικισμό, λόγω του προβλήματος της Χώρας των Βάσκων).
Πριν αναφερθούμε αναλυτικότερα στο ζήτημα αυτής της απόσχισης και στη στάση μας απέναντί της, ας θυμηθούμε ορισμένα δεδομένα που τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ «ξεχνούν» γιατί δεν τους βολεύουν.
♦ Σύντομη ιστορική ανασκόπηση
Εάν κοιτάξει κανείς τις στήλες των εφημερίδων, θα διαβάσει πολλά για τον αλβανικό εθνικισμό και τις εκκαθαρίσεις κατά των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, όμως λίγοι ίσως θυμούνται ότι το αλβανικό στοιχείο στο Κόσοβο καταπιέζονταν σκληρά τόσο από τον «αντιϊμπεριαλιστή» Μιλόσεβιτς όσο κι από τους προκατόχους του, την πολιτική των οποίων σκλήρυνε ο Μιλόσεβιτς. Οχι άδικα, επί δεκαετίες το Κόσοβο χαρακτηριζόταν «μπαρουταποθήκη των Βαλκανίων».
Το πρόβλημα ξεκινά από την απελευθέρωση ακόμη και τη συγκρότηση του ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού κράτους, υπό την ηγεσία του Τίτο και του κόμματός του. Ο μεγαλοσέρβικος εθνικισμός έβαλε τη σφραγίδα του στην περιοχή, χαρακτηρίζοντας το Κόσοβο «λίκνο του σερβικού έθνους» (με μια γελοία ιστορικοφανή δικαιολογία, που θυμίζει τους δικούς μας εραστές της «κόκκινης μηλιάς») και αρνούμενος να δώσει στην κατοικούμενη από συμπαγή αλβανικό πληθυσμό Κοσόβα το χαρακτήρα της Ομόσπονδης Δημοκρατίας. Μια περιοχή με τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στην Ευρώπη, το Κόσοβο αποτελούσε πεδίο δυναμικών συγκρούσεων μεταξύ του αλβανικού στοιχείου και της εκάστοτε κυβέρνησης, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κιόλας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αιματηρές διαδηλώσεις των κοσοβάρων φοιτητών, που ξέσπασαν στις 2 Απρίλη του 1981 (περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο του Τίτο), όταν 20.000 Κοσοβάροι συγκρούστηκαν με την αστυνομία με αποτέλεσμα τον θάνατο 9 και τον τραυματισμό 50 διαδηλωτών, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής (βλ. New York Times, 19/4/1981). Οι διαδηλωτές απαιτούσαν περισσότερα δικαιώματα και να γίνει το Κόσοβο ισότιμη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, κάτι που το αγαπημένο παιδί της Δύσης, ο Τίτο, είχε αρνηθεί να ικανοποιήσει, παρέχοντας μία περιορισμένη «αυτονομία».
Μετά το θάνατο του Τίτο, η συσσωρευμένη αγανάκτηση ξέσπασε. Τότε, η γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση δεν δίστασε να ματοκυλίσει τις διαδηλώσεις των φοιτητών που αντιδρούσαν στην εξαθλίωση και την καταπίεση που υφίσταντο επί χρόνια. Μια εξαθλίωση που αποτυπωνόταν ανάγλυφα ακόμα και στα επίσημα στοιχεία που έδινε ο γιουγκοσλαβικός Τύπος της εποχής, σύμφωνα με τα οποία το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Κόσοβο ήταν 6 φορές χαμηλότερο απ’ ό,τι στη Σλοβενία, 5 φορές χαμηλότερο απ’ ό,τι στην Κροατία και 3.5 φορές χαμηλότερο απ’ ό,τι στη Σερβία (τα στοιχεία από την αλβανική εφημερίδα «Ζέρι Ι Πόπουλιτ», που επικαλούνταν το γιουγκοσλαβικό Τύπο). Σύμφωνα με τους «Τάιμς» (που επίσης επικαλούνται τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία), η βιομηχανική παραγωγή στο Κόσοβο μεταξύ Φλεβάρη του 1980 και Φλεβάρη του 1981 έπεφτε με τριπλάσιο ρυθμό σε σχέση με την πτώση που σημείωνε η βιομηχανική παραγωγή της Γιουγκοσλαβίας, την ίδια στιγμή που το κόστος ζωής ανέβαινε πάνω από 40%.
Ομως, κι αυτή η «αυτονομία» που είχε παραχωρηθεί από τον Τίτο καταργήθηκε με το Σύνταγμα του 1990, όταν ο Μιλόσεβιτς υποχρέωσε τους Αλβανούς να υπογράψουν δήλωση αναγνώρισης της σέρβικης κυριαρχίας, επί ποινή απόλυσης απ’ τις δουλειές τους, ενώ το ραδιόφωνο, η τηλεόραση κι ο Τύπος πέρασαν πλέον στον άμεσο έλεγχο των Σέρβων. Στις 2 Ιούλη του 1990, το κοινοβούλιο του Κοσόβου ανακήρυξε την επαρχία ανεξάρτητο κράτος (αναγνωρίστηκε μόνο από την Αλβανία), ενώ δύο χρόνια αργότερα έκανε δημοψήφισμα με συμμετοχή της τάξης του 80% (δεν αναγνωρίστηκε διεθνώς), στο οποίο το 98% τάχθηκε υπέρ της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου.
Λίγο καιρό μετά τις αμερικανόπνευστες συμφωνίες του Ντέιτον, το 1995, ιδρύεται ο UCK, ο «Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου», ο οποίος χαρακτηρίζεται «τρομοκρατική οργάνωση» από τη Δύση. Ο UCK αναπτύσσεται διαρκώς, συσπειρώνοντας ολοένα και περισσότερους Αλβανούς, που είναι αγανακτισμένοι από την πολιτική του Βελιγραδίου. Μια πολιτική εθνικών εκκαθαρίσεων ενάντια στο αλβανικό στοιχείο, που παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας το 1998, όταν σκληρές συγκρούσεις ξεσπούν μεταξύ σερβικού στρατού και ανταρτών, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Οπως αναφέραμε τότε στην «Κόντρα», ο αλβανικός πληθυσμός βρισκόταν υπό διωγμό, σε σημείο που στην Πέζα -τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κοσόβας, στην οποία υπερέχουν αριθμητικά οι Σέρβοι- απαγορεύονταν οι αλβανικές εφημερίδες, είχε μπλοκαριστεί η αναμετάδοση της αλβανικής τηλεόρασης και η εθνικιστική υστερία εναντίον των Αλβανών είχε φτάσει σε σημείο που τα καταστήματα των Σέρβων πουλούσαν προϊόντα μόνο σε Σέρβους, ενώ η κυβέρνηση είχε δώσει όπλα στους σέρβους πολίτες για να είναι σε ετοιμότητα να «αντιμετωπίσουν δεόντως τους τρομοκράτες» («Κόντρα», αρ.φύλλου 74, 13/6/1998).
Οι συγκρούσεις και οι αιματηρές διαδηλώσεις που είχαν γίνει τότε, έδωσαν το πάτημα στους ΝΑΤΟϊκούς να επέμβουν. Ο Μιλόσεβιτς κρατά συμβιβαστική στάση συνάπτοντας συμφωνία τον Οκτώβρη του 1998 με τον αμερικάνο μεσολαβητή Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, σύμφωνα με την οποία επιτρέπει σε 2.000 «παρατηρητές» του ΟΑΣΕ (Οργανισμός Ασφάλειας και Συνεργασίας της Ευρώπης) να μπουν στο Κόσοβο και να επιτηρούν την «ειρήνη». Η συμφωνία κατέρρευσε υπό το βάρος νέων συγκρούσεων, οι οποίες κατέληξαν σε νέα συμφωνία «ειρήνης» μεταξύ Σέρβων και Αλβανών το Φλεβάρη του 1999, στο Ραμπουγιέ, η οποία επίσης παραβιάστηκε. Οι ΝΑΤΟϊκοί έχουν πλέον μετατραπεί σε «διαμεσολαβητές», έχοντας καταφέρει ταυτόχρονα να ελέγξουν απόλυτα τον UCK, ο οποίος μετατρέπεται σε τσιράκι τους. Η άρνηση του Μιλόσεβιτς να δεχτεί ΝΑΤΟϊκό στρατό στο Κόσοβο και τη Σερβία οδηγεί στο ξέσπασμα του πολέμου το Μάρτη του 1999. Ο πόλεμος κράτησε 78 μέρες, μέχρι την πλήρη υποταγή του Μιλόσεβιτς και την αποδοχή της εισόδου του ΝΑΤΟϊκού στρατού στις 9 Ιούνη του 1999.
O σχηματισμός της KFOR (στην οποία συμμετέχει και η Ρωσία μέχρι το 2003) σημαίνει τη μετατροπή του Κοσόβου σε «διεθνές προτεκτοράτο» με τη βούλα του ΟΗΕ, ο οποίος όμως δεν αναγνωρίζει την απόσχιση του Κοσόβου, εφόσον η Σερβία έδωσε γην και ύδωρ και για ένα χρονικό διάστημα ακολούθησε φιλοδυτική τροχιά.
♦ Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης
Από τη σύντομη αυτή ιστορική ανασκόπηση της πορείας του Κοσόβου προκύπτει αβίαστα, ότι οι Αλβανοί είχαν κάθε λόγο να ζητούν την απόσχιση από τη Σερβία, ακόμα κι αν αυτή η απόσχιση δε σηματοδοτεί καμία εθνική ανεξαρτησία. Μήπως η Σερβία ήταν εθνικά ανεξάρτητη, όταν στηριζόταν στις πλάτες της Ρωσίας; Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ήταν ο σερβικός εθνικισμός που έσπρωξε τους Αλβανούς του Κοσόβου στην αγκαλιά της Δύσης; Αν το σερβικό καθεστώς σεβόταν το δικαίωμα του κρατικού αποχωρισμού (αυτό σημαίνει αυτοδιάθεση, τίποτα λιγότερο), αν το ίδιο διενεργούσε δημοψήφισμα στο Κόσοβο για να εκφραστεί ελεύθερα η αλβανική πλειονότητα (και όχι μειονότητα, όπως αναφέρουν οι κήρυκες της «σταθερότητας των συνόρων»), τότε οι ΝΑΤΟϊκοί δε θα μπορούσαν τόσο εύκολα να επέμβουν, όπως δεν επενέβησαν στην Τσεχοσλοβακία που χωρίστηκε σε δύο κράτη χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Αυτό το σημειώνουμε, γιατί έχει γίνει ακόμα και από «αριστερούς» θέσφατο η «σταθερότητα των συνόρων», Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, οποιαδήποτε ανατροπή της σταθερότητας των συνόρων σηματοδοτεί μόνο πολέμους και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Εχουμε και άλλη φορά σημειώσει πως το αντιδραστικό αυτής της άποψης φαίνεται όχι μόνο από το ότι υπερασπίζεται σύνορα χαραγμένα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στο εσωτερικό των οποίων ολόκληρα έθνη καταπιέζονται, αλλά και από το παράδειγμα των Κούρδων. Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, το προλεταριάτο και οι επαναστατικές δυνάμεις δεν θα έπρεπε να υπερασπίζονται το δικαίωμα του κουρδικού έθνους στη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, γιατί θα άλλαζαν τα σύνορα όχι ενός αλλά τεσσάρων μεσανατολικών κρατών (Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, Συρία).
Φυσικά, η Σερβία δεν είναι Τσεχοσλοβακία. Στο έδαφός της συγκρούονταν αντιτιθέμενα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, εξίσου αντιδραστικά και από τις δυο πλευρές: ΗΠΑ, ΕΕ από τη μια και Ρωσία από την άλλη. Η στάση μας επομένως απέναντι στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης του Κοσόβου δε μπορεί να εξαρτάται από τη στάση των αντιτιθέμενων ιμπεριαλιστικών κρατών, από το αν οι Αμερικάνοι στηρίζουν την απόσχιση και οι Ρώσοι αντιτίθενται σ’ αυτή. Το ζήτημα πιστεύουμε ότι είναι περισσότερο απλό απ’ ό,τι φαίνεται.
Παραμερίζοντας το κουβάρι των αντιθέσεων και των συγκρούσεων που εκτυλίσσονται, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: έχει κάθε εθνότητα το δικαίωμα του κρατικού αποχωρισμού ή όχι; «Μα το Κόσοβο θα είναι προτεκτοράτο», θα αντιτείνουν όλοι μαζί οι πολέμιοι της απόσχισης. Το Κόσοβο, όμως, ήταν προτεκτοράτο ακόμα κι όταν τυπικά ανήκε στην Σερβία. Και μάλιστα, ήταν προτεκτοράτο με τη βούλα του «αντιϊμπεριαλιστή» Μιλόσεβιτς, που συμφώνησε στην είσοδο της KFOR για να σώσει το τομάρι του (άσχετα αν δεν το έσωσε τελικά) και τη συγκατάβαση του σερβικού λαού, που πανηγύρισε μετά τη συμφωνία, αποδεικνύοντας ότι η «σερβική αντίσταση» ήταν μία απάτη (κάθε σύγκριση με τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν μετά την κατοχή του Ιράκ είναι καταλυτική για το τι σημαίνει αντίσταση και τι όχι). Και πριν τη μετατροπή του σε προτεκτοράτο, τι ήταν το Κόσοβο; Μια επαρχία της Σερβίας, συγκροτημένη ως τέτοια με τη βία, όπου η αλβανική πλειοψηφία καταπιεζόταν συστηματικά, εθνικά και κοινωνικά.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού του Κοσόβου θέλει την απόσχιση (κι ως τώρα κανένας πολέμιος της απόσχισης δεν έχει τολμήσει να το αμφισβητήσει), γιατί οι «αριστεροί» και οι «προοδευτικοί» την καταγγέλλουν αρνούμενοι αυτό το δικαίωμα; Από αυτές εδώ τις στήλες έχουμε κατ’ επανάληψη αναφέρει ότι σεβόμαστε το δικαίωμα του κρατικού αποχωρισμού ακόμα κι αν αυτό δεν οδηγεί σε πραγματική ανεξαρτησία (την οποία πάντως δεν τη διαθέτει ούτε η χώρα μας). Ο λόγος είναι ότι μόνο έτσι θα δοθεί η δυνατότητα να διαλυθούν οι εθνικιστικές αυταπάτες. Μόνο έτσι θ’ ανοίξει ο δρόμος για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, μιας και δεν θα θολώνει πλέον τα νερά η εθνική καταπίεση, οδηγώντας στη συμπόρευση της εργατικής τάξης με τους καπιταλιστές για τον κοινό στόχο: τον κρατικό αποχωρισμό, την αυτοδιάθεση. Είναι αυτό που κοσοβάρος δημοσιογράφος δήλωνε στα «Νέα»: «Πάει, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε πια τους Σέρβους για τα δεινά μας. Από σήμερα είμαστε μόνοι με τον εαυτό μας. Υπάρχει ένα τέρας με το οποίο πρέπει να παλέψουμε τώρα: η ανεργία (που ξεπερνά το 50%)» («Τα Νέα», 20/2/08).
«Το να διδάσκεις με σοβαρό ύφος τον Κάουτσκι, ότι τα μικρά κράτη εξαρτώνται οικονομικά από τα μεγάλα, ότι ανάμεσα στα αστικά κράτη γίνεται αγώνας για τη ληστρική κατάπνιξη των άλλων εθνών, ότι υπάρχουν ο ιμπεριαλισμός και οι αποικίες, είναι γελοίες, παιδιάστικες εξυπνάδες, γιατί όλα αυτά δεν έχουν την παραμικρότερη σχέση με το θέμα», έλεγε ο Λένιν απαντώντας στις αρχές του αιώνα στη Λούξεμπουργκ, η οποία αρνιόταν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης με αυτό το επιχείρημα. Αν όμως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μολονότι λάθεψε στην τοποθέτηση του εθνικού ζητήματος, ήταν ένας «αετός της επανάστασης», οι εδώ «κομμουνιστές» που πνέουν μένεα ενάντια στην ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου είναι απλά «κότες» που ποτέ δεν θα φτάσουν όχι τους αετούς αλλά ούτε τα… κουνούπια. Ο λόγος για το «δικό μας» Περισσό, ο οποίος ανακάλυψε ότι η ανεξαρτητοποίηση «δεν ωφελεί ούτε τους αλβανικής καταγωγής (sic!) κατοίκους του Κοσσυφοπεδίου, γιατί οδηγεί στην ενίσχυση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του “διαίρει και βασίλευε”. Θα παρασύρει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις στα Βαλκάνια. Σηματοδοτεί νέα αλλαγή συνόρων και πλήττει την εδαφική ακεραιότητα των κρατών» (ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, 19/2/2008). Ας μας εξηγήσουν, πώς η παραμονή του Κοσόβου στη Σερβία απέτρεψε την ενίσχυση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και των εθνικιστικών συγκρούσεων και τότε θα συμφωνήσουμε μαζί τους. Ομως, κανένας νοήμων άνθρωπος δε μπορεί να ισχυριστεί ότι η αποφυγή της απόσχισης συνέβαλε έστω και στο ελάχιστο στον τερματισμό της εθνικιστικής υστερίας και από τις δύο πλευρές στο Κόσοβο.
♦ Ταξική ανεξαρτησία το ζητούμενο
Το ζητούμενο δεν είναι η υστερία εναντίον του κρατικού αποχωρισμού του Κοσόβου, αλλά οι δρόμοι για την ταξική ανεξαρτησία των εργατών (όχι μόνο του Κοσόβου αλλά όλων των Βαλκανίων) από τις αστικές τους τάξεις. Η αυτοδιάθεση είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη (για να θυμηθούμε ένα μαθηματικό όρο) για να γίνει πράξη αυτή η ταξική ανεξαρτησία. Οσο οι εργατικές τάξεις των Βαλκανίων δεν θα αρθρώνουν το δικό τους ταξικό λόγο, όσο θα είναι κάτω από ιμπεριαλιστικές σημαίες (είτε αμερικάνικες είτε ρώσικες, που είναι το ίδιο αντιδραστικές), τόσο οι ιμπεριαλιστές θα το παίζουν «διαμεσολαβητές», διατηρώντας άθικτα τα συμφέροντά τους, και οι καπιταλιστές θα στύβουν τους εργαζόμενους κάνοντας παιχνίδι χωρίς αντίπαλο.
Κώστας Βάρλας