Η γεωγραφική κατανομή των κρουσμάτων και των θανάτων από COVID στη Βρετανία ακουλουθεί τα γεωγραφικά μοτίβα των θανάτων και του ξεσπάσματος θανατηφόρων μεταδοτικών ασθενειών της βικτοριανής εποχής στη χώρα. Σειρά μελετών συνέδεσε άμεσα τους θανάτους από COVID με τη φτώχεια καταδεικνύοντας τη μεγάλη πτώση του προσδόκιμου ζωής στην ευρύτερη περιοχή του Μάντσεστερ όπου υπάρχουν μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Λίβερπουλ , το Λιντς και το Σέφιλντ, στα οποία συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης της χώρας, ντόπιοι και μετανάστες.
«Αν είχες ένα χάρτη που να καταγράφει τις επιπτώσεις της πανδημίας και έναν με τους θανάτους παιδιών από ασθένειες το 1850, οι ομοιότητες θα ήταν μεγάλες», δήλωσε ο καθηγητής Κρις Γουίτι σε ένα συνέδριο που αφορούσε το βρετανικό ΕΣΥ τον περασμένο Ιούνη.
Η στενότητα κατοικίας, ο συνωστισμός ανθρώπων στα εργατικά σπίτια, οι άσχημες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης και η κακή υγεία της εργατικής τάξης, λόγω όλων των παραπάνω, αποτελούσε και αποτελεί το υπόστρωμα για το ξέσπασμα επιδημιών, που συνοδεύουν τις εκμεταλλευόμενες τάξεις ανά τους αιώνες.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η εργατική τάξη στα πολυπληθή βιομηχανικά κέντρα και το Λονδίνο ήταν αυτή που χτυπήθηκε πιο σκληρά. Σε μεγάλες πόλεις, όπως το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, οι άθλιες στεγαστικές συνθήκες των εργατών λειτουργούσαν καταλυτικά στη μετάδοση ασθενειών του πεπτικού συστήματος, που ήταν πολλές φορές θανατηφόρες για τα παιδιά. Οι δείκτες παιδικής θνησιμότητας ήταν σε δυσθεώρητα ύψη, με ένα στα τέσσερα παιδιά να πεθαίνει προτού να συμπληρώσει τα πέντε έτη. Η κάτασταση άρχισε σταδιακά να βελτιώνεται από το 1870 και μετά, λόγω των αγώνων της εργατικής τάξης αλλά και της διαπίστωσης από την πλευρά των πλουτοκρατών ότι ο ραγδαίος εκφυλισμός της εργατικής τάξης προοδευτικά θα υπονόμευε τη σταθερότητα της βρετανικής βιομηχανίας.
150 χρόνια μετά και παρά το γεγονός ότι συνολικά η κατάσταση της εργατικής τάξης έχει βελτιωθεί, στην καπιταλιστική Δύση τουλάχιστον, οι υποβόσκουσες αιτίες της για την κακή υγεία και την αυξημένη θνησιμότητα της εργατικής τάξη παραμένουν. «Οικογένειες χωρίς σταθερό εισόδημα συνήθως καταλήγουν σε κακής ποιότητας σπίτια και σε συνθήκες συνωστισμού. Και αυτό ακριβώς είδαμε με την COVID.
Τα υψηλότερα ποσοστά μολύνσεων και θανάτων τα είδαμε σε περιοχές με συνωστισμό», δήλωσε η ακαδημαϊκός Σάλι Σιάρντ, επικεφαλής του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ. Στην περιοχή του Νιούχαμ του ανατολικού Λονδίνου είδαμε το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών σε συνθήκες συνωστισμού στην απογραφή του 2011. Στην ίδια περιοχή είδαμε τις μεγαλύτερες αναλογίες θανάτων από COVID ανα μονάδα πληθυσμού στην Αγγλία και την Ουαλία, με τις γειτονικές περιοχές του Ντάγκενχαμ και του Τάουερ Χάμλετς να ακολουθούν.
Στις κακές συνθήκες διαβίωσης τεράστιων κομματιών της εργατικής τάξης της Βρετανίας έρχονται να προστεθούν ως παράγοντες για την εκτίναξη των κρουσμάτων και των θανάτων από COVID, η άθλια κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το βρετανικό ΕΣΥ (βλ. https://eksegersi.gr/diethni/χάος-και-διάλυση-στο-βρετανικό-εσυ/) και προπαντός η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Τζόνσον, που αποφάσισε να θυσιάσει την εργατική τάξη της χώρας στο βωμό της πανδημίας, μην επιβάλλοντας κάποιο περιοριστικό μέτρο προκειμένου να ανασχέσει το πρώτο κύμα. Εχοντας κατά νου το φρενάρισμα που προκάλεσε στο γερμανο-γαλλικό άξονα η πανδημία, θεώρησε ότι μην επιβάλλοντας μέτρα θα ήταν μια καλή ευκαιρία για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό να καλύψει κάποιο από το χαμένο έδαφος.
Οι 129.000 χιλιάδες νεκροί της πανδημίας στη Βρετανία μέχρι σήμερα είναι αποτέλεσμα του κρατικού εγκλήματος που συντελέστηκε τότε και συντελείται μέχρι σήμερα.