«Αυτοί οι άνθρωποι επρόκειτο να πεθάνουν οπωσδήποτε. Δεν ήξερα αν έκανα το σωστό. Αλλά δεν είχα χρόνο. Επρεπε να πάρω αστραπιαία αποφάσεις, κάτω από φρικτές συνθήκες, και έκανα αυτό που νόμιζα ότι ήταν σωστό. Εκανα ενέσεις μορφίνης στους ασθενείς που ήταν στα τελευταία τους και ψυχορραγούσαν. Αν η πρώτη δόση δεν ήταν αρκετή, έκανα διπλή δόση. Και το βράδυ προσευχήθηκα στο θεό να με συγχωρέσει.
Αυτό δεν ήταν δολοφονία, ήταν συμπόνια. Αυτοί οι άνθρωποι θα πέθαιναν μέσα σε ώρες αν όχι μέρες. Δεν θανατώσαμε ανθρώπους. Αυτό που κάναμε ήταν να τους προσφέρουμε ανακούφιση στο τέλος της ζωής τους.
Είχα ασθενείς με καρκίνο που ψυχορραγούσαν. Σε μερικές περιπτώσεις τα φάρμακα μπορεί να επιτάχυναν τη διαδικασία του θανάτου. Χωρίσαμε τους ασθενείς σε τρεις κατηγορίες: σ’ αυτούς που ήταν τραυματισμένοι, αλλά με πολλές πιθανότητες να επιβιώσουν, σ’ αυτούς που χρειάζονταν επείγουσα φροντίδα και σ’ αυτούς που ήταν στα τελευταία τους.
Είναι αδύνατο να κατανοήσουν οι άνθρωποι την κατάσταση. Έπρεπε να πάρω αποφάσεις ζωής ή θανάτου σε κλάσμα δευτερολέπτου. Δώσαμε στους ανθρώπους το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πεθάνουν με αξιοπρέπεια. Υπήρχαν ασθενείς χωρίς κανένα σημάδι ανάνηψης. Υπό κανονικές συνθήκες μπορούσαν να κρατηθούν στη ζωή για μερικές μέρες. Αλλά όταν διακόπηκε η ηλεκτροδότηση, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα».
Πρόκειται για αποσπάσματα από συνέντευξη γυναίκας γιατρού στην αμερικάνικη εφημερίδα «The Mail on Sunday» (11/9/05), το όνομα της οποίας δεν αποκαλύπτεται για να μην χρησιμοποιηθούν κάποιοι γιατροί ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για το έγκλημα της Νέας Ορλεάνης, όπως διευκρινίζει η εφημερίδα, επειδή η ευθανασία είναι παράνομη στη Λουϊζιάνα.
Προφανώς δεν πρόκειται για τη μοναδική γιατρό, που αναγκάστηκε να προχωρήσει στη θανάτωση ασθενών όταν το νοσοκομείο όπου εργαζόταν πλήγηκε από τον τυφώνα και στους ασθενείς δεν μπορούσε να προσφερθεί βοήθεια. Αλλωστε και η ίδια σε κάποια σημεία μιλάει στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Ούτε βέβαια μόνο για τους γιατρούς ενός νοσοκομείου της Νέας Ορλεάνης. Το σχόλιο της εφημερίδας αναφέρεται γενικά στα νοσοκομεία της πόλης. Και οι γιατροί προφανώς ενήργησαν με άνωθεν εντολή. Επίσης δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ευθανασία περιορίστηκε μόνο σε ετοιμοθάνατους ασθενείς και δεν επεκτάθηκε σε ανήμπορους ηλικιωμένους ή ανάπηρους ανθρώπους. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μαζική δολοφονία και ένοχος γι’ αυτή είναι ο αμερικάνικος καπιταλισμός και το κράτος του, που δεν φρόντισε να εκκενώσει ή να σπεύσει για βοήθεια έγκαιρα στον πιο ευαίσθητο τομέα της πόλης, τα νοσοκομεία και τις κλινικές.
Σε άλλες περιπτώσεις, βέβαια, το τέλος για δεκάδες (μέχρι στιγμής) ηλικιωμένους και ανήμπορους ασθενείς ήταν πολύ πιο φρικτό. Την περασμένη Κυριακή, μια βδομάδα από τότε που εγκαταλείφθηκε το νοσοκομείο, βρέθηκαν τα πτώματα 45 ηλικιωμένων ασθενών στα κρεβάτια τους στον 7ο όροφο του Memorial Medical Center, που πέθαναν αβοήθητοι πιθανότατα, σύμφωνα με το διευθυντή του νοσοκομείου, από καύσωνα. Μια βδομάδα νωρίτερα είχαν βρεθεί πνιγμένοι περισσότεροι από 30 ηλικιωμένοι ασθενείς σε μια μικρή ιδιωτική κλινική.
Κι ενώ οι εικόνες της φρίκης από την τραγωδία των απόκληρων της Νέας Ορλεάνης δεν έχουν τελειωμό, έχουν καταφθάσει στην πόλη, όπως αποκαλύπτει η βρετανική εφημερίδα «Guardian» (12/9/05), εκατοντάδες βαριά οπλισμένοι μισθοφόροι για να προστατέψουν τις περιουσίες των εκατομμυριούχων, που φρόντισαν να την εγκαταλείψουν έγκαιρα. Εχουν μισθωθεί από ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρίες και έχουν επικεφαλής απόστρατους ανώτερους αξιωματικούς του αμερικάνικου στρατού. Μεταξύ των εταιριών αυτών είναι η ISI και η διαβόητη Black-water, που έγινε πασίγνωστη όταν τέσσερις άντρες της σκοτώθηκαν σε ενέδρα και στη συνέχεια τα πτώματά τους κρεμάστηκαν σε γέφυρα στη Φαλούτζα.