Από το προηγούμενο Σάββατο δύο ένοπλα χτυπήματα ιρλανδικών ομάδων επανέφεραν δυναμικά στην παγκόσμια επικαιρότητα την πορεία της σύγκρουσης και της ειρήνευσης στη Βόρεια Ιρλανδία. Η πρώτη πράξη αφορά την εκτέλεση δύο στρατιωτών του Βρετανικού Στρατού το βράδυ της Κυριακής σε στρατόπεδο του κατοχικού στρατού. Mέλη του «Πραγματικού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού» (RIRA) είχαν στήσει ενέδρα σε βρετανούς φαντάρους που περίμεναν στην είσοδο του στρατοπέδου τις πίτσες που είχαν παραγγείλει από κοντινό κατάστημα. Μόλις έφτασε η παραγγελία, οι ένοπλοι άνοιξαν πυρ, σκοτώνοντας δυο στρατιώτες και τραυματίζοντας δυο ντελιβεράδες. Τα βρετανικά ΜΜΕ κατακλύστηκαν από άρθρα καταδίκης της «δολοφονικής δράσης σκαιών, εγκληματικών μυαλών» και άρθρα εξύμνησης της «γενναιότητας» και του «υψηλού φρονήματος» των δυο νεαρών νεκρών φαντάρων που ετοιμάζονταν το ίδιο βράδυ, αφού κατανάλωναν την πίτσα τους, να μεταφερθούν με αεροπλάνο στο Αφγανιστάν για να ενισχύσουν τον κατοχικό στρατό της ιμπεριαλιστικής Βρετανίας ενάντια στους «κακούς και σκοτεινούς» Ταλιμπάν!
Με άλλα λόγια, τα μέλη του πραγματικού IRA στόχευσαν διάνα και προπάντων διεθνιστικά. Κατά την ανάληψη ευθύνης της ενέργειας, με τηλεφώνημα σε εφημερίδα, μέλος του πραγματικού IRA δήλωσε, ότι δεν πρόκειται να απολογηθεί για την εκτέλεση των βρετανών στρατιωτών, όσο οι τελευταίοι διατηρούν την κατοχή στα εδάφη της Ιρλανδίας, ούτε για τον τραυματισμό των ντελιβεράδων, που συνεργάζονταν με τους κατακτητές εξυπηρετώντας τους. Το τελευταίο ίσως ακούγεται ακραίο, αλλά το συγκεκριμένο στρατόπεδο –όπως όλα τα στρατόπεδα πλέον– προμηθευόταν τρόφιμα από ιρλανδικά καταστήματα. Υπήρχαν καθημερινά δεκάδες παραγγελίες στο συγκεκριμένο κατάστημα για το γεύμα των βρετανών φαντάρων.
Δεν πρόλαβε να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός από το χτύπημα και μια άλλη ένοπλη ομάδα –κι αυτή διάσπαση του IRA– η «Συνέχεια του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού» (CIRA), εκτέλεσε αστυνομικό στο Craigaron τη Δευτέρα το βράδυ. Η αστυνομία απέκλεισε την περιοχή και εισέβαλε με καταδρομικές επιχειρήσεις σε σπίτια Ιρλανδών. Οι νεολαίοι της περιοχής αντιστάθηκαν στην επιδρομή στήνοντας οδοφράγματα.
Η ομόθυμη καταδίκη των χτυπημάτων από την κοινότητα των προτεσταντών και των υπέρμαχων της ένωσης με την Βρετανία ήταν αναμενόμενη. Το ίδιο, όμως, συνέβη και με τη συντριπτική πλειονότητα των κομμάτων της ιρλανδικής κοινότητας, που εδώ και χρόνια έχουν αποδεχτεί τον αφοπλισμό του IRA, την εποπτεία της διαδικασίας αφοπλισμού του από «ανεξάρτητες» ιμπεριαλιστικές αρχές και το δρόμο των ειρηνικών διαπραγματεύ-σεων με τους κατακτητές και την κοινότητα των προτεσταντών. Ο Τζέρι Ανταμς, ιστορικός ηγέτης του Σιν Φέιν, δήλωσε ότι οι επιθέσεις αυτές βάλλουν ευθέως κατά της διαδικασίας «ειρήνευσης» και ότι πρόθεση των εμπνευστών τους είναι «να φέρουν τους βρετανούς στρατιώτες ξανά στους δρόμους, βυθίζοντας την Ιρλανδία στη σύγκρουση». Την Τετάρτη πραγματοποιήθηκαν μαζικές πορείες στη Βόρεια Ιρλανδία, στο Μπέλφαστ και σε πολλές άλλες πόλεις, που καταδίκαζαν τις συγκεκριμένες ενέργειες υποστηρίζοντας τη συνέχιση της ειρήνευσης.
Η ιστορία του αγώνα για την ιρλανδική ανεξαρτησία είναι μια ιστορία διαδοχικών, εναλλασσόμενων συμβιβασμών, ειρήνευσης και ένοπλης πάλης. Από την εξέγερση του Easter το 1916, την απελευθέρωση της Νότιας Ιρλανδίας το 1921 και τον εμφύλιο του 1922, μέχρι τη δημιουργία του «προσωρινού» IRA το 1969 και του Σιν Φέιν του Τζέρι Ανταμς μετά τα εξεγερτικά γεγονότα του 1968, που καταγράφηκαν στην ιστορική μνήμη ως «Troubles» (ταραχές), νέες δυνάμεις συνεχώς διαδέχονται τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που συμβιβάστηκαν με τη βρετανική κατοχή και ενσωματώθηκαν στην κυρίαρχη αστική πολιτική σκηνή. Πάντα, όμως, η ρήξη με το «συμβιβασμένο» παρελθόν πραγματοποιούνταν σε συνθήκες πολιτικές και οικονομικές που ευνοούσαν την ένοπλη πάλη ενάντια στην κατοχή και τους συνεργάτες της, ειδικά στα συμβιβασμένα στρώματα των ιρλανδών μεσοαστών. Οι σημερινές διασπάσεις του «προσωρινού» IRA (που κι αυτός από διάσπαση προήλθε, εξού και ο όρος «προσωρινός») φαίνεται προς το παρόν να έχουν μικρή επιρροή στην ιρλανδική κοινότητα και ειδικά στην ιρλανδική εργατική τάξη, που ένα καθόλου αμελητέο τμήμα της βγήκε μαζικά στους δρόμους του Μπέλφαστ για να καταδικάσει το ένοπλο.
Στο φόντο, όμως, της οικονομικής κρίσης που συνεχώς βαθαίνει και προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες όλου του κόσμου, όπως η κατάρρευση του «ιρλανδικού οικονομικού θαύματος» στην ανεξάρτητη Ιρλανδία, οι επιθέσεις αυτές στον κατακτημένο ιρλανδικό Βορρά αποκτούν νέα σημασία. Μπορεί σήμερα η εργατική τάξης της Βόρειας Ιρλανδίας να ανέχεται τα ιστορικά στελέχη του IRA να συναγελάζονται με τους εκπροσώπους των ταγμάτων θανάτου των υπέρμαχων της ένωσης, για να τους καθησυχάσουν ότι δεν μοίρασαν ποτέ όπλα στις νέες ομάδες του ένοπλου (!), όμως στο μέλλον, όταν θα φανούν έντονα τα αδιέξοδα της ταξικής συνεργασίας, υπό το βάρος της βρετανικής εξάρτησης και κατοχής, η ανάμνηση αυτών των δηλώσεων νομιμοφροσύνης, θα δώσει διαφορετικό περιεχόμενο στις έννοιες «προδότης» και «πατριώτης» στη συνείδηση των ιρλανδών εργατών.