Η στασιμότητα και το αδιέξοδο εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την πορεία του εμφύλιου πολέμου στη Συρία, καθώς το καθεστώς Ασαντ, έχοντας τις πλάτες της Ρωσίας και της Κίνας, αντέχει, ενώ οι αντίπαλοί του δεν διαθέτουν τον αναγκαίο εξοπλισμό για να αντιμετωπίσουν την αεροπορία και την υπεροπλία του κυβερνητικού στρατού και να αλλάξουν το συσχετισμό δύναμης.
Οι βομβαρδισμοί από το πυροβολικό και την αεροπορία εντείνονται σε συνοικίες των αστικών κέντρων και περιοχές όπου υπάρχουν ισχυροί θύλακες των ανταρτών ή βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους. Με αποτέλεσμα στις περιοχές αυτές οι αντάρτες να μην μπορούν να κερδίσουν έδαφος ή να αναγκάζονται να υποχωρούν, ενώ φαίνεται να διατηρούν ή και να ενισχύουν τον έλεγχό τους στο βόρειο τμήμα της χώρας, κοντά στα τουρκικά σύνορα. Παράλληλα, συνεχίζονται οι πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις, κυρίως σε κυβερνητικές εγκαταστάσεις, οι οποίες συνήθως αποδίδονται σε μαχητές του ριζοσπαστικού Ισλάμ, Σύριους και ξένους, που πολεμούν για την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ και την εγκαθίδρυση ισλαμικού κράτους. Για παράδειγμα, την ευθύνη για την τελευταία, μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, διπλή επίθεση αυτοκτονίας με αυτοκίνητα φορτωμένα με εκρηκτικά σε συγκρότημα της συριακής πολεμικής αεροπορίας στις 9 Οκτωβρίου στη Δαμασκό, η οποία προκάλεσε μεγάλο αριθμό θυμάτων και σοβαρές ζημιές στο κτίριο, ανέλαβε το «Μέτωπο αλ – Νούσρα», που κατηγορείται ότι έχει σχέσεις με την Αλ – Κάιντα.
Σ’ αυτά προστέθηκε τις τελευταίες μέρες το πολεμικό κλίμα μεταξύ Συρίας και Τουρκίας. Οπως είναι γνωστό, στις 3 Οκτωβρίου, ένας όλμος από το συριακό έδαφος έπεσε σε μια γειτονιά της πόλης Akcakale στα νότια σύνορα της Τουρκίας και σκότωσε τέσσερα παιδιά και τη μητέρα τους. Την επόμενη μέρα η τούρκικη βουλή έδωσε την άδεια, με ψήφους 320 σε σύνολο 550 και ισχύ για ένα χρόνο, για στρατιωτική δράση εναντίον της Συρίας, αν θεωρηθεί αναγκαίο από την κυβέρνηση, ενώ το ΝΑΤΟ σε επείγουσα σύγκλησή του εξέφρασε την υποστήριξή του στην Τουρκία και καταδίκασε τη Συρία. Αμέσως ο τουρκικός στρατός απάντησε ανταποδίδοντας το χτύπημα, τακτική που συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, ενώ ο τούρκος πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι στόχος της τακτικής αυτής είναι η αποτροπή και όχι η κήρυξη πολέμου εναντίον της Συρίας. Τα γεγονότα αυτά έχουν προκαλέσει, όπως είναι φυσικό, πολλές συζητήσεις, εκτιμήσεις και σενάρια για τις πιθανότητες στρατιωτικής εμπλοκής της Τουρκίας στη Συρία και τις συνέπειές της στην ευρύτερη περιοχή.
Κατά τη γνώμη μας, το καθεστώς Ασαντ αντέχει και δεν το εξυπηρετεί να ανοίξει πολεμικό μέτωπο με την Τουρκία. Οι όλμοι που πέφτουν στο τουρκικό έδαφος έχουν, όπως φαίνεται, στόχο τους αντάρτες που καταφεύγουν εκεί και πηγαινοέρχονται στη Συρία από τα τουρκικά σύνορα και όχι να προκαλέσουν ένταση και ρήξη με την Τουρκία. Αλλωστε, η κυβέρνηση Ασαντ ζήτησε επίσημα συγγνώμη για το πρώτο περιστατικό, εξέφρασε συλλυπητήρια για τα θύματα και δήλωσε ότι σέβεται την εδαφική κυριαρχία των γειτονικών χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι ο τουρκικός στρατός εισβάλλει πολύ συχνά στο έδαφος του ιρακινού Κουρδιστάν για να καταδιώξει κούρδους αντάρτες ή βομβαρδίζει τις θέσεις τους στο ιρακινό έδαφος.
Από την άλλη, η κυβέρνηση Ερντογάν, ανεβάζει τους τόνους και ανταποδίδει τα στρατιωτικά πλήγματα για να δείξει ότι υπερασπίζεται την εδαφική κυριαρχία της χώρας και στέκεται στο ύψος της ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη, για να εντείνει την πίεση στο καθεστώς Ασαντ και να ενισχύσει το διαπραγματευτικό της ρόλο στο τραπέζι για την αντιμετώπιση της συριακής κρίσης και να εξασφαλίσει για το τούρκικο κεφάλαιο ένα ικανοποιητικό μερίδιο από το μεγάλο φαγοπότι για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης χώρας. Ωστόσο, από το σημείο αυτό μέχρι το σημείο να εμπλακεί σε πόλεμο με τη Συρία υπάρχει μεγάλη απόσταση. Για πολλούς λόγους.
Γιατί η κατάσταση στο εσωτερικό της Συρίας είναι εξαιρετικά περίπλοκη και θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο, με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Η πολυδιάσπαση της πολιτικής αντιπολίτευσης και οι αναρίθμητες ένοπλες ομάδες με διάφορες ιδεολογικές αντιλήψεις και στοχεύσεις, χωρίς κεντρική διοίκηση, με χαλαρές έως ανύπαρκτες μεταξύ τους σχέσεις, διαμορφώνουν ένα χαώδες τοπίο, που ευνοεί την ατέρμονη συνέχιση του εμφύλιου πολέμου και καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξεύρεση μιας γενικά αποδεκτής εναλλακτικής πολιτικής λύσης που θα διαδεχθεί το καθεστώς Ασαντ.
Γιατί η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο της Συρίας μπορεί να προκαλέσει πολεμική ανάφλεξη στην ευρύτερη περιοχή με σοβαρότατες και ποικίλες επιπτώσεις για την ίδια την Τουρκία. Ετσι, εκτός των άλλων, ακυρώνεται η πολιτική σύσφιξης των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων της Τουρκίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής (Ιράν και αραβικές) και η ενίσχυση της επιρροής της στην περιοχή που ακολουθεί η κυβέρνηση Ερντογάν.
Συν τοις άλλοις, υπάρχει το μεγάλο αγκάθι για την Τουρκία, το κουρδικό ζήτημα, για το οποίο είναι υποχρεωμένη να συνεργάζεται με το Ιράκ, το Ιράν και τη Συρία. Μέχρι τώρα, στην πλειοψηφία του ο κουρδικός πληθυσμός στη Συρία έχει κρατήσει στάση ουδετερότητας τόσο απέναντι στο καθεστώς Ασαντ όσο και στη συριακή αντιπολίτευση. Μεγάλο μέρος των δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού έχει αποσυρθεί από την πλούσια σε πετρέλαιο βορειοανατολική επαρχία αλ – Χασάκα, όπου είναι συγκεντρωμένος ο περισσότερος κουρδικός πληθυσμός, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μια μορφή στοιχειώδους αυτονομίας με τη συγκρότηση τοπικών συμβουλίων και μονάδων Ασφάλειας. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του βρετανικού «Independent» (6/10/12), εκατοντάδες Κούρδοι της Συρίας εκπαιδεύονται σε μυστικά στρατόπεδα στα βουνά και στα οροπέδια του βόρειου Ιράκ από τις δυνάμεις της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Ιρακινού Κουρδιστάν, τους Πεσμεργκά, για να γυρίσουν πίσω και να προστατέψουν την περιοχή τους από ενδεχόμενη επίθεση είτε του συριακού στρατού είτε του Ε- λεύθερου Συριακού Στρατού, γιατί θεωρείται βέβαιο ότι οι τελευταίοι δεν θα θελήσουν να αφήσουν έξω από τον έλεγχό τους την πλουσιότερη σε αποθέματα πετρελαίου περιοχή της χώρας, πολύ περισσότερο δεν θα επιτρέψουν να αυτονομηθεί κατά το πρότυπο του ιρακινού Κουρδιστάν.
Από την άλλη, οι Αμερικάνοι και οι λοιποί δυτικοί και άραβες σύμμαχοί τους δεν φαίνεται να βιάζονται για να ρίξουν το καθεστώς Ασαντ. Γιατί δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής κάποια αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική λύση που θα αντικαταστήσει τον Ασαντ και θα εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Πολύ περισσότερο, γιατί ανησυχούν γι αυτό που θα ακολουθήσει, καθώς σε στρατιωτικό επίπεδο η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, ενώ δεν αμφισβητεί πια κανείς ότι υπάρχει ισχυρή και συνεχώς αυξανόμενη παρουσία μαχητών του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη χώρα. Αφήνουν λοιπόν να συνεχίζεται ένας πόλεμος φθοράς και για τις δύο πλευρές και όποιος αντέξει. Αξίζει να σημειωθεί ότι διάφοροι παράγοντες της αντιπολίτευσης και διοικητές ένοπλων ομάδων, που φιλοδοξούν να γίνουν Ασαντ στη θέση του Ασαντ, εκφράζουν σε κάθε ευκαιρία την απογοήτευσή τους για τη στάση των ΗΠΑ και της Δύσης, που μένουν στα μεγάλα λόγια υποστήριξης και αρνούνται να τους δώσουν αντιαεροπορικά και αντιαρματικά όπλα για να αντιμετωπίσουν τη δύναμη πυρός του Ασαντ, επισημαίνοντας ότι έτσι πλήττουν τα δυτικά συμφέροντα.
Τέλος, η κυβέρνηση Ερντογάν αντιμετωπίζει αντιδράσεις για την πολιτική της απέναντι στη Συρία στο εσωτερικό της χώρας. Η αντιπολίτευση την κατηγορεί ότι βιάστηκε να αγκαλιάσει και να στηρίξει την αντιπολίτευση και τους αντάρτες δημιουργώντας προβλήματα στη χώρα και καταψήφισε την πρόταση για στρατιωτική δράση κατά της Συρίας στις 4 Οκτωβρίου. Την ίδια μέρα, σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης σε ένα αντιπολεμικό συλλαλητήριο, με συνθήματα «όχι στον πόλεμο», «ειρήνη τώρα», «δεν είμαστε στρατιώτες των ιμπεριαλιστών» και με κάποια πανό που κατηγορούσαν το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν ότι είναι ανδρείκελο των Αμερικάνων.