Αποτέλεσμα του σφοδρού ανταγωνισμού για τον έλεγχο της Ουκρανίας ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ και των ΗΠΑ από τη μια και τη Ρωσία από την άλλη, καθώς και της αναμέτρησης ανάμεσα στη μερίδα της ουκρανικής αστικής τάξης που θέλει να δέσει τη χώρα στο άρμα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και της μερίδας που επιλέγει την ομπρέλα της Μόσχας είναι οι πολύνεκρες συγκρούσεις που ξέσπασαν στις 18 Φλεβάρη στη χώρα.
Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση τις προηγούμενες μέρες και επέτρεψε μια προσωρινή μείωση της έντασης με την απελευθέρωση εκατοντάδων διαδηλωτών και την παράδοση του δημαρχείου του Κιέβου στις 16 Φλεβάρη, το οποίο είχε καταληφθεί από διαδηλωτές από τον περασμένο Νοέμβρη, αποδείχτηκε εξαιρετικά βραχύβιος. Αφορμή για την έκρηξη της βίας ήταν η απόφαση του Κρεμλίνου στις 17 Φλεβάρη να προχωρήσει στην αγορά ουκρανικών ομολόγων ύψους 2 δισ. δολαρίων, γεγονός που προκάλεσε τις υποψίες της αντιπολίτευσης ότι ο ουκρανός πρόεδρος συμφώνησε να προτείνει φιλορώσο πολιτικό για τη θέση του πρωθυπουργού και να προχωρήσει στην καταστολή των διαδηλωτών.
Μια μέρα αργότερα ξέσπασαν οι συγκρούσεις, όταν η πρόταση που κατατέθηκε από την αντιπολίτευση στη Βουλή για αναθεώρηση του συντάγματος, προκειμένου να περιοριστούν οι εξουσίες του προέδρου, δε συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων. Οι διαδηλωτές που είχαν συγκεντρωθεί έξω από τη Βουλή για να υποστηρίξουν την αντιπολίτευση επιτέθηκαν με πέτρες και μολότοφ στις δυνάμεις καταστολής και στα οχήματα που τους έκλειναν το δρόμο καθώς επιχείρησαν να σπάσουν τον κλοιό και να εισβάλουν στη Βουλή. Ακολούθησε πολύωρη σύγκρουση, κατά την οποία έπεσαν οι πρώτοι νεκροί, ώσπου η αστυνομία απώθησε τους διαδηλωτές στην πλατεία της Ανεξαρτησίας και επιχείρησε να την εκκενώσει. Το ίδιο απόγευμα, ομάδες κρούσης επιτέθηκαν στα γραφεία του «Κόμματος των Περιοχών» του Γιανουκόβιτς και έβαλαν φωτιά, από την οποία έχασε τη ζωή του ένας υπάλληλος. Πυρπολήθηκε επίσης το κτίριο των συνδικάτων πάνω στην πλατεία και δεκάδες αυτοκίνητα. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι αργά τη νύχτα, ενώ οι διαδηλωτές ύψωσαν πύρινα οδοφράγματα για να εμποδίσουν τις επιθέσεις και την προέλαση των δυνάμεων καταστολής. Ο απολογισμός μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές είναι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία τουλάχιστον 26 νεκροί, από τους οποίους οι 10 είναι αστυνομικοί, και 263 διαδηλωτές και 342 αστυνομικοί τραυματίες, με τραύματα κυρίως από πυροβολισμούς.
Πρωταγωνιστές στις συγκρούσεις είναι οργανωμένες ομάδες ακροδεξιών εθνικιστών, νεοναζί και φασιστών, συνήθως με κουκούλες, κράνη, πολεμική αμφίεση, αρκετοί με αλεξίσφαιρα γιλέκα, οπλισμένοι με σιδερολοστούς, ρόπαλα, αλυσίδες, ακόμη και όπλα.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον οι συγκρούσεις περιορίζονται στο κέντρο του Κιέβου, ενώ έχουν σημειωθεί καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων από διαδηλωτές και σε κάποιες πόλεις της Δυτικής Ουκρανίας, προπύργιο της αντιπολίτευσης και βάση του ουκρανικού εθνικισμού. Στα σχετικά ρεπορτάζ των διεθνών πρακτορείων αναφέρονται οι πόλεις Λβιβ, Λουτσκ, Κμελνίτσκι, Ιβάνο-Φρανκίβσκ και Τερνοπίλ. Η Ανατολική και Νότια Ουκρανία, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι ρωσόφωνη και διατηρεί ισχυρούς οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τη Ρωσία, είναι έξω από το παιχνίδι. Απεργίες για αυξήσεις στους πενιχρότατους μισθούς και για βελτίωση του άθλιου βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων δεν γίνονται, που σημαίνει ότι η ταξική πάλη βρίσκεται στο ναδίρ και οι λαϊκές μάζες μπολιάζονται με το δηλητήριο του εθνικισμού, διχάζονται, τάσσονται με το μέρος της μιας ή της άλλης μερίδας της αστικής τάξης και παλεύουν κάτω από εχθρικές για τα ταξικά τους συμφέροντα σημαίες.
Αυτή τη στιγμή καμιά πλευρά δε φαίνεται πρόθυμη για συμβιβασμό. Η μεν αντιπολίτευση επιμένει στην παραίτηση του ουκρανού προέδρου χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο και μέσο. Παρ’ όλο που δεν μπορεί να θέσει υπό έλεγχο τη δράση των ακροδεξιών εθνικιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων, δε διαχωρίζει τη θέση της, αντίθετα την εκμεταλλεύεται για να εντείνει την πίεση στον Γιανουκόβιτς. Από την πλευρά του, ο Γιανουκόβιτς φαίνεται αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι τέλους για να παραμείνει στο πόστο του και να προχωρήσει στην καταστολή των διαδηλωτών. Ωστόσο, με τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας, δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι στις συνθήκες αυτές θα φουντώσει ακόμη περισσότερο ο εθνικισμός και θα βαθύνει ο διχασμός σε μια ήδη διχασμένη χώρα. Κι αυτό εγκυμονεί την απειλή ακόμη και εμφύλιου πολέμου και τον κίνδυνο διάσπασης της χώρας σε Ανατολική και Δυτική Ουκρανία.







