Την ημέρα της έναρξης του τελευταίου γύρου των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη μεταξύ της συριακής κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης καθώς και της συμπλήρωσης πέντε χρόνων από την έναρξη της συριακής κρίσης, επέλεξε ο Πούτιν για να ρίξει τη «βόμβα» της «μερικής αποχώρησης» των ρωσικών δυνάμεων από τη Συρία, αιφνιδιάζοντας εταίρους και αντιπάλους και δημιουργώντας νέα δεδομένα κυρίως σε διπλωματικό επίπεδο. «Οι στόχοι μας εκπληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό», δήλωσε ανακοινώνοντας την έναρξη της σταδιακής αποχώρησης των ρωσικών δυνάμεων από τις 15 του Μάρτη ενώπιον των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας, ενώ διευκρίνισε ότι οι ρωσικές βάσεις στη Συρία θα διατηρηθούν και ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» θα συνεχιστεί.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού ανακοίνωσε ότι τα ρωσικά μαχητικά πραγματοποίησαν 9.000 εξορμήσεις και ότι απελευθερώθηκαν 400 πόλεις και χωριά σε μια έκταση άνω των 10.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οτι διώχτηκαν οι «τρομοκράτες» από την επαρχία της Λατάκια και ότι εκκαθαρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις επαρχίες του Χαλεπιού, της Χάμα και της Χομς, ότι ανακαταλήφθηκε η αεροπορική βάση Κουβέιρες, η οποία πολιορκούνταν για πάνω από τρία χρόνια από τους αντάρτες, καθώς και εγκαταστάσεις άντλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου κοντά στην Παλμύρα. Οτι έκλεισαν οι βασικοί δρόμοι του λαθρεμπορίου πετρελαίου του ISIS με την Τουρκία και εισόδου όπλων και ανταρτών και ότι καταστράφηκαν 209 πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και περίπου 3.000 βυτιοφόρα οχήματα πετρελαίου του ISIS.
Πέρα από τα στοιχεία που δίνει η ρωσική πλευρά, δεν αμφισβητείται από κανέναν ότι η ρωσική στρατιωτική επέμβαση σταθεροποίησε και ισχυροποίησε το καθεστώς Ασαντ, σε μια στιγμή που ο κυβερνητικός στρατός υποχωρούσε μετά από μια σειρά ήττες. Οτι άλλαξε δραστικά ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του καθεστώτος Ασαντ και ενισχύθηκε η διαπραγματευτική του θέση. Οτι υπέστησαν σοβαρά πλήγματα οι αντάρτες, έχασαν εδάφη και αποδυναμώθηκαν. Οτι η Ρωσία κατάφερε να ενισχύσει και να επεκτείνει τα συμφέροντά της στη Συρία και να ξανακερδίσει τη θέση της ως μια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη στη Μέση Ανατολή και ως κρίσιμος παίχτης στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα. Με τα δεδομένα αυτά, ο Πούτιν έχει δίκιο. Πράγματι, σ’ αυτή τη φάση οι στόχοι της Μόσχας σε μεγάλο βαθμό εκπληρώθηκαν.
Η απρόσμενη απόφαση Πούτιν έχει προκαλέσει μεγάλο θόρυβο και διάφορες εκτιμήσεις για τη στρατηγική του Κρεμλίνου και για το τι σηματοδοτεί η απόφαση αυτή. Κατά την εκτίμησή μας, η ουσία βρίσκεται στην ασάφεια που τη χαρακτηρίζει. Ούτε χρονοδιάγραμμα υπάρχει ούτε καθορίζεται πόσες και ποιες δυνάμεις θα αποχωρήσουν και πότε. Η ναυτική βάση της Ταρτούς και η αεροπορική βάση στη Λατάκια θα διατηρηθούν και θα «προστατεύονται από ξηρά, θάλασσα και αέρα», σύμφωνα με την ανακοίνωση Πούτιν, ενώ απροσδιόριστος είναι και ο αριθμός της στρατιωτικής δύναμης που θα παραμείνει σ’ αυτές. Στη Συρία θα παραμείνουν και οι αντιαεροπορικοί πύραυλοι S-400, σύμφωνα με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Σεργκέι Ιβάνοφ. Αυτό σημαίνει ότι αν η διπλωματική διαδικασία δεν προχωρήσει ή αν ανακάμψουν οι αντάρτες και περάσουν στην αντεπίθεση, είναι εύκολο για τη Μόσχα να αναπτύξει ξανά αεροπορικές δυνάμεις οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί. Γιατί είναι βέβαιο ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει σε καμιά περίπτωση τα συμφέροντά της στη Συρία.
Παράλληλα, η απόφαση Πούτιν προβλέπει ότι οι βομβαρδισμοί εναντίον του ISIS, του Μετώπου Νούσρα και άλλων «τρομοκρατικών» ομάδων, που δεν συμμετέχουν στη συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών, στην οποία κατέληξαν ΗΠΑ και Ρωσία στις 27 Φλεβάρη, θα συνεχιστούν κανονικά. Στις 15 Μάρτη, μια μέρα μετά την ανακοίνωση αποχώρησης των ρωσικών δυνάμεων από τη Συρία, ρωσικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν στόχους του ISIS γύρω από την Παλμύρα, ενώ ο κυβερνητικός στρατός βρισκόταν σε απόσταση μόλις 4 χλμ από την αρχαία πόλη έχοντας στόχο την ανακατάληψή της.
Γι’ αυτό, κατά την εκτίμησή μας, η απόφαση «μερικής αποχώρησης» των ρωσικών δυνάμεων από τη Συρία έχει πρωτίστως συμβολική παρά στρατιωτική σημασία και χρησιμοποιείται ως διπλωματικό χαρτί με στόχο να προχωρήσει η διπλωματική διαδικασία για την εξεύρεση κάποιας πολιτικής λύσης στο γόρδιο δεσμό της Συρίας.
Το Κρεμλίνο, παρόλο που υποστηρίζει την παραμονή του Ασαντ με κάποιο τρόπο στην εξουσία στο διάστημα μιας μεταβατικής πολιτικής λύσης, γνωρίζει ότι πρέπει κάποια στιγμή να παραμεριστεί, διαφορετικά το αδιέξοδο θα συνεχίζεται. Αρκεί το Μπάαθ να παραμείνει στο πολιτικό γίγνεσθαι και οι δομές του κρατικού μηχανισμού να διατηρηθούν, για να εξασφαλιστεί η συνέχεια και να αποφευχθεί το προηγούμενο της Λιβύης ή του Ιράκ. Με την απόφαση Πούτιν ασκείται πίεση στο καθεστώς Ασαντ προκειμένου να κάνει κάποιες αναγκαίες υποχωρήσεις για να προχωρήσει η διαπραγματευτική διαδικασία, αντί να χρησιμοποιεί τις διαπραγματεύσεις για να κερδίσει χρόνο προκειμένου να πετύχει με τις πλάτες της Ρωσίας μια καθαρή νίκη επί των αντιπάλων του.
Ταυτόχρονα, η Μόσχα πετάει το μπαλάκι στην Ουάσιγκτον, η οποία πιέζεται λόγω προσφυγικού-μεταναστευτικού και από τους ευρωπαίους εταίρους της, στέλνοντας το μήνυμα ότι πρέπει να σφίξει τα λουριά κυρίως στη Σαουδική Αραβία και στην Τουρκία που υποστηρίζουν και εξοπλίζουν ομάδες ανταρτών στη Συρία.
Συν τοις άλλοις, η απόφαση Πούτιν, η οποία αναγνωρίστηκε ως «θετική κίνηση» ακόμη και από τη συριακή αντιπολίτευση που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, διευκολύνει τη Μόσχα να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας και ενδεχόμενης συνεννόησης με πολιτικές δυνάμεις στη Συρία πέρα από το καθεστώς Ασαντ.
Οπως φαίνεται, η Μόσχα δε θέλει να παγιδευτεί σε έναν ατέρμονα πόλεμο με απρόβλεπτες εξελίξεις, αλλά επιδιώκει να πετύχει τα μέγιστα δυνατά κέρδη μέσω της διπλωματικής διαδικασίας, πατώντας στο γεγονός ότι στρατιωτικά και συνεπώς και διπλωματικά έχει το πάνω χέρι. Σημειωτέον ότι το Κρεμλίνο έστειλε στη Γενεύη ένα διαπρεπή ακαδημαϊκό, τον Βιτάλι Ναούμκιν, για να βοηθήσει τους εκπροσώπους του ΟΗΕ στον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων που ξεκίνησε στις 14 Μάρτη. Ο Ναούμκιν δήλωσε πρόσφατα ότι καμιά πλευρά δεν μπορεί να κερδίσει τη νίκη και ότι «η μόνη λύση είναι ο συμβιβασμός».
Στην κατεύθυνση της αναζήτησης πολιτικής λύσης μέσω της διπλωματικής οδού, με στόχο τον τερματισμό του πολέμου, συγκλίνει, όπως φαίνεται, και ο Λευκός Οίκος, μετά την αποτυχία της στρατηγικής του στη Συρία (αναζήτηση, εξοπλισμός και εκπαίδευση «μετριοπαθών» ανταρτών για την ανατροπή του Ασαντ), γεγονός που τον αναγκάζει να αναδιπλωθεί. Υπενθυμίζουμε ότι η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που ξεκίνησε στις 27 Φλεβάρη, έγινε μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, ενώ οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι την αποδέχτηκαν. Το γεγονός ότι εξακολουθεί να τηρείται σε γενικές γραμμές, παρά τις αρχικά δυσοίωνες προβλέψεις, σχετίζεται προφανώς με τις πιέσεις που ασκεί η Ουάσινγκτον στους εταίρους της που υποστηρίζουν και εξοπλίζουν τους αντάρτες.
Μπορεί η απόφαση Πούτιν να συμβάλλει στη διατήρηση της κατάπαυσης του πυρός και στην αποκλιμάκωση της βίας και να διευκολύνει τη συνέχιση της διπλωματικής διαδικασίας, αλλά μέχρις εκεί. Ο πόλεμος έχει μακρύ δρόμο ακόμη, γιατί οι αντάρτες δεν έχουν ηττηθεί, αλλά και γιατί αυτοί που κυριαρχούν είναι το ISIS και οι τζιχαντιστές του Μετώπου Νούσρα, που θα συνεχίσουν τον πόλεμο όσο τους παίρνει. Αλλά και η διαπραγματευτική διαδικασία θα αποδειχτεί πολύ δύσκολη υπόθεση, όχι μόνο γιατί το χάσμα μεταξύ του καθεστώτος Ασαντ και της αντιπολίτευσης δεν είναι καθόλου εύκολο να γεφυρωθεί, αλλά γιατί, εκτός από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (κυρίως Ρωσία και ΗΠΑ), εμπλέκονται περιφερειακές δυνάμεις (κυρίως Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Ιράν) με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα.