Με μέτρα οικονομικής και πολιτικής απομόνωσης της Ρωσίας επιχειρούν ο Λευκός Οίκος και οι εταίροι του να απομονώσουν τη Ρωσία για να διατηρήσουν τους πόντους που κέρδισαν με τη βίαιη και πραξικοπηματική ανατροπή της κλίκας Γιανουκόβιτς και να εμποδίσουν τις επόμενες κινήσεις του Κρεμλίνου στην ουκρανική σκακιέρα.
Ο Λευκός Οίκος, με την υποστήριξη του Καναδά, της Σουηδίας και χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, απειλεί τη Ρωσία με σκληρές οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις (διακοπή της στρατιωτικής και οικονομικής συνεργασίας, πάγωμα καταθέσεων και περιουσιακών στοιχείων Ρώσων και ρώσικων εταιριών, αποβολή από το G8). Ομως οι αμερικάνικοι λεονταρισμοί δεν βρίσκουν την ίδια ανταπόκριση στους ισχυρούς δυτικοευρωπαίους εταίρους του. Σε έκτακτη σύσκεψη στις Βρυξέλλες, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας τάχθηκαν ενάντια στις οικονομικές κυρώσεις και περιόρισαν τη συζήτηση στο πάγωμα των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία στο ζήτημα της βίζας, ενώ οι δηλώσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών Σόιμπλε, σε κοινή συνέντευξη με τον αυστριακό ομόλογό του στις 5 Μάρτη, προδιαγράφουν λίγο πολύ τις αποφάσεις της έκτακτης συνόδου κορυφής της ΕΕ: «Είμαστε έτοιμοι και έχουμε δεσμευτεί να κάνουμε τα πάντα για να βοηθήσουμε την Ουκρανία να προχωρήσει σ’ αυτή τη δύσκολη φάση, περιλαμβανομένης της παροχής οικονομικής βοήθειας», δήλωσε ο Σόιμπλε, προσθέτοντας ότι «οποιαδήποτε λύση πρέπει να περιλαμβάνει τη Ρωσία». Κατά της επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία τάχθηκε και ο αυστριακός υπουργός Οικονομικών Μίχαελ Σπιντελέγκερ, δηλώνοντας: «Δε θα πρέπει να επικεντρωθούμε στις κυρώσεις, αντίθετα η αποκλιμάκωση πρέπει να επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας για την εξεύ-ρεση μιας λύσης. Ολες αυτές οι συζητήσεις για την επιβολή κυρώσεων δεν βοηθούν ιδιαίτερα». Αιτία για τη στάση αυτή της Αυστρίας είναι η υπερέκθεση αυστριακών τραπεζών και επιχειρήσεων στη Ρωσία.
Ακόμη μεγαλύτερες θα είναι οι συνέπειες για τη Γερμανία, η οποία εισάγει το 40% του φυσικού αερίου και το 35% του πετρελαίου από τη Ρωσία, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ οι γερμανικές επενδύσεις στη Ρωσία μέχρι το Οκτώβρη του 3013 ανέρχονταν σε 22 δισ. δολάρια. Διαφοροποιημένη από το Λευκό Οίκο φαίνεται να είναι και η στάση της Βρετανίας, όπως αποκαλύφθηκε από τη δημοσιοποίηση βρετανικού εγγράφου, εισήγησης συμβούλου του πρωθυπουργού Κάμερον, σύμφωνα με το οποίο η Βρετανία «δε θα έπρεπε προς το παρόν να υποστηρίξει εμπορικές κυρώσεις ή να κλείσει το Σίτι στους Ρώσους».
Στη διπλωματική πίεση που ασκούν ο Λευκός Οίκος και οι εταίροι του το Κρεμλίνο απαντά με εξίσου σκληρή γλώσσα απειλώντας με κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των δυτικών τραπεζών και επιχειρήσεων στη Ρωσία. Παράλληλα, έχει περάσει από πλεονεκτική θέση σε αντεπίθεση στον πόλεμο της προπαγάνδας. Κατηγορεί την ΕΕ και τις ΗΠΑ ότι υποκίνησαν και υποστήριξαν την πραξικοπηματική ανατροπή μιας νόμιμης κυβέρνησης και την εγκαθίδρυση μιας παράνομης κυβέρνησης, χρησιμοποιώντας ως δύναμη κρούσης τους φασίστες και τους νεοναζί, τους οποίους νομιμοποίησαν και αντάμειψαν με τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση, ενώ στις καταγγελίες για στρατιωτική εισβολή και παραβίαση της εδαφικής κυριαρχίας της Ουκρανίας απαντά ότι δεν μιλάνε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Επισήμως, βέβαια, η ρωσική θέση είναι πως οι στρατιώτες (που δε φέρουν διακριτικά) είναι… ομάδες αυτοάμυνας πολιτών.
Στο διπλωματικό πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη όλοι τάσσονται υπέρ της εξεύρεσης πολιτικής λύσης στην κρίση της Ουκρανίας. Οι Αμερικάνοι, μολονότι ανεβάζουν πολύ τους τόνους, δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να εμπλακούν στρατιωτικά. Πολύ περισσότερο οι Γερμανοί και οι λοιποί δυτικοευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, που θέλουν να διατηρήσουν ανοιχτούς τους δι-αύλους με τη Ρωσία. Συνεπώς, μπορούν να πιέσουν μόνο σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και απαιτούν από τη Ρωσία να αποσύρει τα στρατεύματά της στις στρατιωτικές βάσεις στην Κριμαία και να δεχτεί την παρουσία διεθνών παρατηρητών για την προστασία των δικαιωμάτων του ρώσικου πληθυσμού στην Κριμαία, ενώ η Μόσχα επιμένει ότι είναι παράνομη η κυβέρνηση του Κιέβου και θεωρεί ως βάση για την εξεύρεση πολιτικής λύσης τη συμφωνία της 21ης Φλεβάρη, που υπογράφτηκε με τη μεσολάβηση της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας και προέβλεπε το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, την παραμονή του Γιανουκόβιτς στην προεδρία μέχρι την διεξαγωγή εκλογών στο τέλος του 2014 και την αναθεώρηση του συντάγματος για τον περιορισμό των εξουσιών του προέδρου.
Με τη διαφορά ότι το Κρεμλίνο διαπραγματεύεται με το όπλο κάτω από το τραπέζι, έχοντας ισχυρά χαρτιά στα χέρια του: τον απόλυτο στρατιωτικό έλεγχο της Κριμαίας και τη ντε φάκτο πολιτική αυτονόμησή της από την κυβέρνηση του Κιέβου, την οικονομική εξάρτηση (ενεργειακή και μη) της Ουκρανίας από τη Ρωσία και την ασταθή και ρευστή κατάσταση στη ρωσόφωνη ανατολική Ουκρανία. Σημειωτέον ότι ο Πούτιν, που πήρε ομόφωνα την εντολή από τη Γερουσία να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία για «την προστασία Ουκρανών και ιδιαίτερα Ρώσων» στην Ουκρανία, συνεχίζει να κάνει επίδειξη πυγμής. Κατά την πρόσφατη συνέντευξη Τύπου στα ρωσικά μέσα δήλωσε: «Αν δούμε να αρχίζει αυτή η ανομία στις ανατολικές επαρχίες, αν οι άνθρωποι μας ζητήσουν βοήθεια, εκτός από την έκκληση ενός νόμιμου προέδρου που έχουμε ήδη, τότε διατηρούμε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα που έχουμε για να προστατεύσουμε αυτούς τους πολίτες. Κι αυτό το θεωρούμε εντελώς νόμιμο».
Σ’ αυτή τη φάση δε φαίνεται πιθανή μια προσέγγιση για την αποκλιμάκωση της έντασης σύντομα και πολύ περισσότερο για την εξεύρεση μια πολιτικής λύσης. Και οι δύο πλευρές με τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, ακόμη κι αν υπάρξουν κάποιες αποφάσεις, επιδιώκουν κυρίως να κερδίσουν χρόνο για να προετοιμάσουν τις επόμενες κινήσεις τους στον άγριο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Ουκρανίας. Ενα είναι βέβαιο, ότι η Ρωσία δεν θα κάνει πίσω και ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να εμποδίσει το ΝΑΤΟ να επεκταθεί μέχρι τα σύνορά της.
Με φασιστική σφραγίδα
Μια σημαντικότατη διάσταση των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων είναι ο κρίσιμος ρόλος που έπαιξαν οι νεοφασιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις μαζί με το νεοναζιστικό κόμμα «Σβόμποντα». Η ισχυρή παρουσία τους στη διάρκεια των τρίμηνων διαδηλώσεων στην πλατεία της Ανεξαρτησίας, ο πρωταγωνιστικός ρόλος τους στις καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων και στις συγκρού-σεις με την αστυνομία, ο ρόλος της αστυνόμευσης και της καταστολής που ανέλαβαν οπλισμένοι στους δρόμους του Κιέβου και σε άλλες πόλεις της δυτικής Ουκρανίας αποσιωπήθηκαν συστηματικά όλο αυτό το διάστημα από τους δυτικούς πάτρονες και υποστηρικτές της αντιπολίτευσης. Και αποσιωπήθηκαν, παρόλο που δημοσιοποιήθηκαν πλήθος φωτογραφίες, βίντεο και στοιχεία για την εγκληματική δράση τους, γιατί ενισχύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως δύναμη κρούσης για την ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε πολιτικό επίπεδο και τη στροφή της Ουκρανίας προς τη Δύση. Χαρακτηρίστηκαν «ήρωες της εξέγερσης» και ανταμείφθηκαν με τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση και μάλιστα σε σημαντικά υπουργικά πόστα.
Ο Oleksandr Sych, βουλευτής του κόμματος «Σβόμποντα» ορίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης για οικονομικές υποθέσεις.
Ο Ihor Tenyukh, μέλος του πολιτικού συμβουλίου του «Σβόμποντα» ορίστηκε υπουργός Αμυνας.
Ο Andriy Parubiy, συνιδρυτής του «Σβόμποντα» τοποθετήθηκε επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας, με αναπληρωτή το Dmytro Yarosh, ιδρυτή και ηγέτη του «Δεξιού Τομέα», μια νεοναζιστική παραστρατιωτική οργάνωση που είχε την ευθύνη για την περιφρούρηση στη Μαϊντάν.
Ο Oleh Makhnitsky, βουλευτής του «Σβόμποντα» τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα.
Ο Serhiy Kvit, ηγετικό στέλεχος του «Σβόμποντα» τοποθετήθηκε στο υπουργείο Παιδείας.
Ο Andriy Moknyk, o νέος υπουργός Οικολογίας, ήταν ο απεσταλμένος του «Σβόμποντα» στα άλλα ευρωπαϊκά φασιστικά κόμματα.
Ο Ihor Shvaika, που ορίστηκε υπουργός Γεωργίας, είναι από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη χώρα με μεγάλες επενδύσεις στην αγροτική οικονομία.
Υπενθυμίζουμε ότι το «Σβόμποντα» ιδρύθηκε το 1991 ως Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ουκρανίας. Είδωλό του είναι ο Στέπαν Μπαντέρα, οι οπαδοί του οποίου πολέμησαν στο πλευρό των Ναζί κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου εναντίον του Κόκκινου Στρατού και των ουκρανών κομμουνιστών και αντιφασιστών ανταρτών. Μετά την κατάληψη της Ουκρανίας από το γερμανικό στρατό το καλοκαίρι του 1941, η Οργάνωση των Ουκρανών Εθνικιστών του Μπαντέρα σε συνεργασία με τους Ναζί επιδόθηκε στη σφαγή 4.000 εβραίων στην πόλη Λβιβ και στην εθνοκάθαρση της Δυτικής Ουκρανίας από τους Πολωνούς (σε 90.000 υπολογίζονται οι Πολωνοί που έχασαν τη ζωή τους). Αρχηγός του «Σβόμποντα» είναι ο Οleh Tyahnybok, βουλευτής και αμετανόητος αντισημίτης, ο οποίος, μετά την καταδίκη το 2010 του Tohn Demjanjuk, φρουρού στο ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου Sobibor στην Πολωνία , που κατηγορήθηκε για συνεργασία στη θανάτωση 30.000 ανθρώπων, έσπευσε στη Γερμανία για να τον ανακηρύξει «ήρωα που πολέμησε για την αλήθεια». Υπαρχηγός του «Σβόμποντα» είναι ο Yuriy Mykhalchyshyn, λάτρης του Τζόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος έχει ιδρύσει μια δεξαμενή σκέψης (Think Tank) με την ονομασία αρχικά «Πολιτικό Κέντρο Ερευνας Γιόζεφ Γκέμπελς».