Στο συνεχιζόμενο πόλεμο, στη διάλυση και στο χάος που επικρατούν στο Ιράκ, ο Λευκός Οίκος αντιπαραθέτει συχνά το ιρακινό Κουρδιστάν ως πρότυπο ασφάλειας, ελευθερίας και δημοκρατίας. Ομως η πραγματικότητα δεν έχει σχέση με τα μεγάλα λόγια και τις αμερικάνικες διακηρύξεις. Αρκούν μερικά πρόσφατα περιστατικά για να φανεί περί τίνος πρόκειται.
Ο Kamal Sayid Qadir, αυστριακός πολίτης κουρδικής καταγωγής, γνωστός συγγραφέας, δικηγόρος και πανεπιστημιακός καθηγητής στη Ζυρίχη, συνελήφθη τον περασμένο Οκτώβριο στην πόλη Αρμπίλ κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Κουρδιστάν. Κατηγορήθηκε για δυσφήμηση του Μασούντ Μπαρζανί, ηγέτη του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος, ενός από τα δύο κόμματα που έχουν την εξουσία στο ιρακινό Κουρδιστάν, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 χρόνων. Το «έγκλημα» που διέπραξε ήταν ότι είχε δημοσιεύσει στο ίντερνετ δύο άρθρα, στα οποία κατηγορούσε τα δυο κουρδικά κόμματα ότι, με την προστασία και την υποστήριξη των Αμερικάνων, έχουν μετατρέψει το ιρακινό Κουρδιστάν όχι σε πρότυπο δημοκρατίας αλλά σε προπύργιο καταπίεσης, διαφθοράς, κλοπής του δημόσιου χρήματος και σοβαρών παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η καταδίκη του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από κύκλους δημοσιογράφων και διανοούμενων, από τη Διεθνή Αμνηστία και άλλες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα το Ακυρωτικό Δικαστήριο να διατάξει την επανάληψη της δίκης του. Στη νέα δίκη, που έγινε στις 26 Μαρτίου, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών. Την επόμενη μέρα, η Διεθνής Αμνηστία με ανακοίνωσή της κάλεσε τις κουρδικές και τις ιρακινές αρχές να προχωρήσουν στην άμεση και χωρίς όρους απελευθέρωσή του.
Με την κατηγορία της δυσφήμισης κατηγορείται επίσης ο 31χρονος καθηγητής Γυμνασίου και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας κουρδικής εφημερίδας Hawlati, ο Hawez Hawezi, ο οποίος συνελήφθη στις 17 Μαρτίου, απελευθερώθηκε με εγγύηση και παραπέμθηκε σε δίκη. Η Διεθνής Αμνηστία απαιτεί και γι’ αυτόν άμεση και χωρίς όρους άρση των κατηγοριών.
Ακόμη πιο κραυγαλέα είναι όσα συμβαίνουν ύστερα από τα επεισόδια στην επέτειο της επίθεσης με χημικά από το Σαντάμ Χουσεΐν στην κουρδική πόλη Halabja στις 16 Μαρτίου του 1988, κατά την οποία πέθαναν 5.000 άνθρωποι.
Φέτος, πολλοί κάτοικοι της πόλης, εξοργισμένοι από την εγκατάλειψη της πόλης τους και την αδιαφορία των κυβερνώντων, που τους κατηγορούν ότι θυμούνται την πόλη μόνο κάθε επέτειο, αποφάσισαν να μην επιτρέψουν την προσέλευση και τη συμμετοχή των αρχών στην τελετή, έχοντας μάλιστα ενημερώσει εκ των προτέρων τους αρμόδιους.
Ετσι λοιπόν την ημέρα της επετείου, στις 16 Μαρτίου, οι καθιερωμένες εκδηλώσεις ακυρώθηκαν λόγω των σφοδρών συγκρούσεων που ξέσπασαν ανάμεσα σε 2.000 περίπου διαδηλωτές, νέων στην πλειοψηφία, και την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, που κράτησαν τρεις ώρες, οι διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα με φλεγόμενα λάστιχα και βράχους και έκαψαν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υποκρισία των αρχών, το μνημείο που ήταν αφιερωμένο στα θύματα της επίθεσης. Μετά τα βίαια επεισόδια, η τοπική κυβέρνηση, για να εκτονώσει την κατάσταση, υποσχέθηκε να δώσει 30 εκατομμύρια δολάρια μέσα στο 2006 για την κατασκευή δικτύου ύδρευσης, δρόμων και κατοικιών.
Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων συνελήφθηκαν 80 περίπου διαδηλωτές, από τους οποίους εξακολουθούν να κρατούνται 45, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου της τοπικής κυβέρνησης, που θεωρούνται ύποπτοι για την πυρπόληση του μνημείου και «υποκίνηση βίας». Οπως δήλωσε ο ανακριτής που έχει αναλάβει την έρευνα της υπόθεσης, όσοι απ’ αυτούς παραπεμφθούν σε δίκη, κινδυνεύουν να καταδικαστούν ακόμη και με θανατική ποινή. Γιατί υπάρχει ένας νόμος από την περίοδο του σανταμικού καθεστώτος, που διατηρήθηκε και από την τοπική κουρδική κυβέρνηση, ο οποίος, σε περίπτωση καταστροφής κυβερνητικής περιουσίας, προβλέπει ποινή ισόβιας κάθειρξης ή θάνατο με απαγχονισμό. Κινδυνεύουν επίσης να κατηγορηθούν για το θάνατο ενός 17χρονου αγοριού, το οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες, πυροβολήθηκε από την αστυνομία κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. Θύματα επιθέσεων ήταν και αρκετοί δημοσιογράφοι, 7 από τους οποίους τραυματίστηκαν και από άλλους αφαιρέθηκαν οι κάμερες και τα μαγνητόφωνα, ενώ οι αρχές ζήτησαν από τους τοπικούς ρεπόρτερ να συνεργαστούν με τον ανακριτή παραδίδοντας φιλμ, φωτογραφίες και σημειώσεις που πήραν από τη διαδήλωση!