Η αποτυχία της διπλωματικής πρωτοβουλίας του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου μετά την άρνηση για τρίτη φορά του προέδρου της Υεμένης Αλί Σάλεχ να υπογράψει τη συμφωνία μεταβίβασης της εξουσίας και η προσπάθειά του να κρατηθεί με κάθε τρόπο στην εξουσία βυθίζουν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο.
Οι ένοπλες συγκρούσεις ξεκίνησαν στις 23 Μαΐου γύρω από το μέγαρο του πλούσιου και ισχυρού πολιτικά φύλαρχου Σαντίκ αλ – Aχμαρ ανάμεσα σε ένοπλους του τελευταίου και δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού. Ο Σαντίκ αλ – Aχμαρ είναι επικεφαλής της ομοσμονδίας της φυλής των Χασίντ, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης φυλής στην Υεμένη, από την οποία κατάγεται και ο Σάλεχ. Πιστός μέχρι πρότινος υποστηριχτής του Σάλεχ, έχει ταχθεί από τον περασμένο Μάρτιο με το αντικαθεστωτικό κίνημα απαιτώντας την παραίτηση του Σάλεχ. Υστερα από πέντε μέρες σφοδρών μαχών, με 124 νεκρούς, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια άτυπη εκεχειρία στις 27 Μαΐου και οι ένοπλοι του Αλ – Άχμαρ αποχώρησαν από τα κυβερνητικά κτίρια που είχαν καταλάβει.
Το ίδιο βράδυ, εκατοντάδες ισλαμιστές μαχητές εισέβαλαν στην πόλη Ζινζιβάρ, με 20.000 πληθυσμό, κοντά στις ακτές του Κόλπου του Αντεν, μέσω του οποίου διακινούνται 3 εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο την ημέρα. Και έθεσαν την πόλη υπό τον έλεγχό τους, αφού κατέλαβαν τανκς, θωρακισμένα οχήματα, τράπεζες και κυβερνητικά κτίρια. Σύντομα, ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις κινήθηκαν προς την Ζινζιβάρ και στις 29 Μαΐου ξεκίνησαν και αεροπορικοί βομβαρδισμοί.
Παράλληλα με τις ένοπλες συγκρούσεις, το καθεστώς προχώρησε σε σαρωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των διαδηλωτών. Συγκεκριμένα, πριν από τα ξημερώματα της Δευτέρας 30 Μαΐου, δυνάμεις της Προεδρικής Φρουράς κινήθηκαν με τανκς προς την πλατεία της πόλης Ταΐζ, όπου για περισσότερο από 3 μήνες είχαν κατασκηνώσει εκατοντάδες διαδηλωτές. Στρατιώτες και ασφαλίτες προσπαθούσαν για αρκετές ώρες να διαλύσουν χιλιάδες συγκεντρωμένους διαδηλωτές, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα, αντλίες νερού και πραγματικά πυρά. Στο τέλος, έβαλαν φωτιά στις σκηνές, σε μερικές από τις οποίες υπήρχαν τραυματίες ανήμποροι να φύγουν, και ισοπέδωσαν με τανκς το ιατρείο που είχε στηθεί και ό, τι άλλο είχε απομείνει. Τανκς και στρατός κατέλαβαν την πλατεία για να μην μπορούν να επιστρέψουν διαδηλωτές. Στρατιώτες εισέβαλαν επίσης στο ξενοδοχείο Majeedi, που έχει θέα στην πλατεία, συνέλαβαν δημοσιογράφους και τοποθέτησαν ελεύθερους σκοπευτές στην οροφή για να πυροβο- λούν όσους τολμήσουν να επιστρέψουν. Τουλάχιστον 21 διαδηλωτές έπεσαν νεκροί και 200 τραυματίστηκαν από τα πυρά του στρατού στη διάρκεια της εκκαθαριστικής επιχείρησης, ενώ τουλάχιστον 3 ακόμη σκοτώθηκαν τις δύο επόμενες μέρες όταν επιχείρησαν να μπουν στην πλατεία.
Υστερα από τη σφαγή των διαδηλωτών στην Ταΐζ, η εκεχειρία κυβερνητικού στρατού και ενόπλων του Αλ – Aχμαρ κατέρρευσε και στις 31 Μαΐου ξέσπασαν στην πρωτεύουσα Σανάα νέες σφοδρότερες αυτή τη φορά συγκρούσεις ανάμεσά τους, κυρίως γύρω από το υπουργείο Εσωτερικών και το μέγαρο του Αλ – Aχμαρ, οι δυνάμεις του οποίου φέρονται να έχουν ανακαταλάβει κυβερνητικά κτίρια. Οι μάχες συνεχίζονται μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, με 41 τουλάχιστον νεκρούς και από τις δύο πλευρές.
Παράλληλα, αυξάνεται ο αριθμός των αποσκιρτήσεων από το στρατό. Στις 29 Μαΐου, μια ομάδα 9 ανώτατων αξιωματικών, μεταξύ των οποίων δύο πρώην υπουργοί, Αμυνας και Εσωτερικών, υπέγραψαν μια κοινή δήλωση με την οποία καλούν όλες τις μονάδες του στρατού να βοηθήσουν να ανατραπεί ο Σάλεχ. Την ίδια μέρα, ο ταξίαρχος Ιμπραχίμ αλ – Τζάιφι, διοικητής της 9ης Ταξιαρχίας της πανίσχυρης Προεδρικής Φρουράς, αρχηγός της οποίας είναι ένας από τους γιους του Αλί Σάλεχ, ανακοίνωσε με επιστολή του ότι συντάσσεται με το μέρος των διαδηλωτών.
Αναμφίβολα ο Αλί Σάλεχ βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, είναι όμως, όπως φαίνεται, αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που διαθέτει, πνίγοντας στο αίμα το λαό, προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία ή έστω να αποχωρήσει με τους δικούς τους όρους. Ομως η Υεμένη δεν είναι Μπαχρέιν. Είναι μια πολυφυλετική κοινωνία, όπου οι φυλές εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Κατέχει τη δεύτερη θέση στον κόσμο στην οπλοκατοχή, με 70 εκατομμύρια κάθε είδους όπλα περίπου (3 ανά κάτοικο) στα χέρια του πληθυσμού. Γι αυτό και ο κίνδυνος κλιμάκωσης της ένοπλης αναμέτρησης είναι πολύ μεγάλος και απειλεί την ίδια την υπόσταση της Υεμένης ως ενιαίο κράτος. Με το δεδομένο ότι επαρχίες στο βορρά και στο νότο της χώρας είναι ουσιαστικά εκτός κυβερνητικού ελέγχου.