Σε μια σειρά μέτρων με στόχο τη στήριξη της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός που υπογράφτηκε στο Μινσκ της Λευκορωσίας στις 5 Σεπτέμβρη συμφώνησαν οι αντιμαχόμενες πλευρές στο δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη.
Συγκεκριμένα, στις 16 Σεπτέμβρη, η ουκρανική βουλή ενέκρινε κεκλεισμένων των θυρών νόμο που κατατέθηκε από τον πρόεδρο Ποροσένκο, ο οποίος προβλέπει τα εξής:
♦ Χορηγείται «ειδικό καθεστώς» αυτονομίας στις ελεγχόμενες από τις πολιτοφυλακές των αυτονομιστών ανταρτών περιοχές του Ντονέτσκ και Λουχάνσκ για μια περίοδο τριών ετών, στη διάρκεια του οποίου θα ολοκληρωθεί το σχέδιο αποκέντρωσης της εξουσίας και οι απαιτούμενες τροποποιήσεις του συντάγματος.
♦ Στις περιοχές αυτές θα γίνουν τοπικές εκλογές στις 7 Δεκέμβρη. Τα τοπικά συμβούλια που θα προκύψουν απ’ αυτές θα έχουν την εξουσία να συγκροτήσουν τις αστυνομικές δυνάμεις, να διορίζουν τους δικαστές και τους εισαγγελείς.
♦ Η ρωσική και κάθε άλλη γλώσσα θα χρησιμοποιείται ελεύθερα στην «ιδιωτική και δημόσια ζωή».
♦ Οι τοπικές αρχές στο Ντονέτσκ και Λουχάνσκ μπορούν να «ενισχύσουν και να βαθύνουν τις σχέσεις» με τις γειτονικές ρωσικές περιοχές, δηλαδή ουσιαστικά με τη Ρωσία.
♦ Αμνηστία σε όσους συμμετείχαν στις συγκρούσεις στο Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, με τον όρο ότι δεν εμπλέκονται σε αδικήματα του Ποινικού Κώδικα (φόνους, σαμποτάζ, απαγωγές, απόπειρα δολοφονίας κυβερνητικών και κρατικών αξιωματούχων κ.α).
Ο νόμος έγινε δεκτός από τις ηγεσίες των αποκαλούμενων Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ με συγκρατημένη αισιοδοξία, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την εμμονή τους στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Αντίθετα, συγκέντρωσε τα σφοδρά πυρά του συγκυβερνώντος νεοναζιστικού κόμματος «Σβόμποντα», με τον ηγέτη του Oleh Tyahnibok να μιλά στη βουλή για «πλήρη συνθηκολόγηση» στις απαιτήσεις της Μόσχας, και του κόμματος «Πατρίδα» της Τιμοσένκο, με τον εκπρόσωπό του να δηλώνει στη βουλή ότι «δεν έδωσε κανείς το δικαίωμα στον πρόεδρο να παραδώσει τη μοίρα του λαού του Ντονμπάς στα χέρια των εξτρεμιστών», ενώ ο αρχηγός του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα» κάλεσε τον Ποροσένκο «να έρθει στα σύγκαλά του αν δεν θέλει να έχει την τύχη του Γιανουκόβιτς». Παρά τις αντιδράσεις αυτές, προεκλογικής κυρίως δημαγωγίας ενόψει των βουλευτικών εκλογών στις 26 Οκτώβρη, από τα κόμματα τα οποία αποτελούν την πλειοψηφία στην κυβέρνηση, οι 277 σε σύνολο 450 βουλευτών υπερψήφισαν το νόμο, έχοντας αντιληφθεί ότι ο πόλεμος στην ανατολική Ουκρανία δεν μπορεί να κερδηθεί με αντίπαλο τη Ρωσία και ακόμη ότι δεν μπορούν να περιμένουν στρατιωτική βοήθεια από τους αμερικάνους και τους λοιπούς δυτικούς πάτρωνες της κυβέρνησης.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Σεπτέμβρη, σε νέα συνάντηση στο Μινσκ, οι εκπρόσωποι των αυτονομιστών ανταρτών, ο πρώην ουκρανός πρόεδρος Κούτσμα ως εκπρόσωπος του Κιέβου, ο ρώσος πρεσβευτής στην Ουκρανία και εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ, κατέληξαν ύστερα από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις σε ένα μνημόνιο 9 σημείων.
Το μνημόνιο αυτό, μεταξύ άλλων, προβλέπει:
♦ Να δημιουργηθεί μια ουδέτερη ζώνη πλάτους 30 χιλιομέτρων ελεύθερη από βαριά όπλα. Πιο συγκεκριμένα, επιβάλλει την απόσυρση όλων των όπλων διαμετρήματος άνω των 100 χιλιοστών σε απόσταση τουλάχιστον 15 χιλιομέτρων από κάθε πλευρά, ώστε να μην μπορεί η μια να πλήξει την άλλη.
♦ Απαγόρευση πτήσεων στρατιωτικών αεροσκαφών πάνω από τις περιοχές που ελέγχουν οι αντάρτες, εκτός από τις πτήσεις αεροσκαφών του ΟΑΣΕ που επιτηρούν την τήρηση της εκεχειρίας.
♦ Καθήλωση του ουκρανικού στρατού και των πολιτοφυλακών των αυτονομιστών ανταρτών στις θέσεις που βρίσκονταν μέχρι τις 19 Σεπτέμβρη και τερματισμό της χρήσης όπλων και των επιθέσεων και από τις δύο πλευρές.
♦ Αποχώρηση από την ανατολική Ουκρανία των μισθοφόρων που πολεμούν και με τις δύο πλευρές.
♦ Ανάθεση της τήρησης των όρων του μνημονίου στον ΟΑΣΕ με την αποστολή 350 παρατηρητών στην εμπόλεμη ζώνη.
Είναι φανερό ότι τόσο στο νόμο που εγκρίθηκε από την ουκρανική βουλή στις 16 Σεπτέμβρη όσο και στο μνημόνιο αποτυπώνεται ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ των αυτονομιστών ανταρτών όπως διαμορφώθηκε το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου με τη στρατιωτική προφανώς υποστήριξη της Ρωσίας (ανάκτηση εδαφών, κατάληψη του αεροδρομίου του Λουχάνσκ, άνοιγμα νοτιοανατολικού μετώπου και κατάληψη της πόλης Νοβοαζόφσκ και τμήματος της στρατηγικής σημασίας ακτογραμμής της Αζοφικής θάλασσας). Οι πολιτοφυλακές των αυτονομιστών ανταρτών αναγνωρίζονται ως ισότιμος αντίπαλος του ουκρανικού στρατού. Διατηρούν όλο τον οπλισμό τους και τα εδάφη που είχαν υπό τον έλεγχό τους μέχρι τις 19 Σεπτέμβρη, την παραμονή δηλαδή της υπογραφής του μνημονίου.
Παραμένει αδιευκρίνιστος και παραπέμπεται στο μέλλον ο προσδιορισμός του «ειδικού καθεστώτος» που χορηγείται στις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές περιοχές του Ντονέτσκ και Λουχάνσκ. Αυτό επιτρέπει σε κάθε πλευρά να δίνει τη δική της ερμηνεία στον όρο. Ωστόσο, η εξουσία που παραχωρείται στις τοπικές αρχές να συγκροτήσουν την αστυνομία και να διορίζουν τους δικαστές και τους εισαγγελείς σηματοδοτεί καθεστώς διευρυμένης αυτονομίας, για την οποία η πολιτική ηγεσία των ανταρτών δηλώνει ότι δεν είναι αποδεχτή και επιμένει να διεκδικεί ανεξαρτησία. Προφανώς και θα εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους δίνει το «ειδικό καθεστώς» και το μνημόνιο για να εδραιώσουν περισσότερο τα κέρδη τους, με στόχο μια συνομοσπονδιακή Ουκρανία, στο πλαίσιο της οποίας η ανατολική Ουκρανία θα καθορίζει τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις της με τη Ρωσία. Ηδη, η πολιτική ηγεσία των αυτονομιστών ανταρτών ανακοίνωσε ότι οι πολιτοφυλακές των αποκαλούμενων Λαϊκών Δημοκρατιών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ θα ενωθούν και η νέα δομή θα ονομάζεται «Ενωμένες Ενοπλες Δυνάμεις της Νοβοροσίγια». Και ακόμη ότι δεν θα γίνουν στις περιοχές τους εκλογές για την ουκρανική βουλή, ότι η Ουκρανία είναι γειτονική χώρα και ότι θα οργανώσουν τις δικές τους εκλογές μέχρι το τέλος του χρόνου.
Από την άλλη, η κυβέρνηση του Κιέβου επιχειρεί να περιορίσει τους αυτονομιστές στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους και να τους απομονώσει από την υπόλοιπη περιοχή του Ντονμπάς, αφενός για να διατηρήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα της ανατολικής Ουκρανίας υπό τον έλεγχό της και αφετέρου για να το χρησιμοποιήσει ως μέσο πίεσης στις διαπραγματεύσεις. Οπως δήλωσε ο πρώην επικεφαλής της ουκρανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Nikolai Malomuzh στα ουκρανικά ΜΜΕ, οι συνοριακοί φρουροί έχουν αρχίσει να χτίζουν μια «ζώνη ασφάλειας» γύρω από τις περιοχές που ελέγχονται από τους αντάρτες, η οποία προβλέπεται να εφοδιαστεί με ηλεκτρονικό εξοπλισμό ελέγχου, παρατηρητήρια, τάφρους και άλλες ενισχύσεις. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται και από την ηγεσία των ανταρτών, που δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι να την αντιμετωπίσουν.
Συνεπώς, παρά τα μέτρα αποκλιμάκωσης, η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά εύφλεκτη. Ούτε οι αυτονομιστές είναι διατεθειμένοι να περιοριστούν στα κεκτημένα, ούτε η κυβέρνηση του Κιέβου πρόκειται να αποδεχτεί εύκολα μια συνομοσπονδιακή λύση. Οσο θα παρατείνεται η εκκρεμότητα σχετικά με το «ειδικό καθεστώς», κάθε πλευρά θα επιχειρεί να κερδίσει έδαφος σε βάρος της άλλης είτε διπλωματικά είτε στρατιωτικά. Γι' αυτό είναι βέβαιο ότι τα αντίπαλα στρατόπεδα θα εκμεταλλευτούν την περίοδο της εκεχειρίας για να ανασυγκροτήσουν και να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους για να αναμετρηθούν με καλύτερους όρους.