Δύο ήταν οι λόγοι που επικαλέστηκε ο Ομπάμα για να εξαπολύσει τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Χαλιφάτου» στο διάγγελμα της 7ης Αυγούστου. Ο πρώτος ήταν να σταματήσει την προέλαση των τζιχαντιστών στο Αρμπίλ (πρωτεύουσα του ιρακινού Κουρδιστάν) για να προστατευτούν τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή και ο δεύτερος ήταν η «βοήθεια» στους ιρακινούς πολίτες που σφαγιάζονται από τους τζιχαντιστές και ιδιαίτερα τη μειονότητα των Γεζίντι.
Ως προς τον πρώτο λόγο, δεν υπάρχει αμφιβολία για την ειλικρίνεια του αμερικάνου προέδρου. Την ίδια στιγμή μάλιστα με το διάγγελμα Ομπάμα, η EXXON ανακοίνωνε ότι εγκαταλείπει το ιρακινό Κουρδιστάν για λόγους ασφάλειας. Ομως, το… σίριαλ με τους αμερικάνους στρατιώτες να πετούν τρόφιμα από τα ελικόπτερα και να σώζουν πρόσφυγες δεν κράτησε για πολύ. Λίγες μέρες αργότερα, ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Πολέμου των ΗΠΑ ανακοίνωνε ότι οι Γεζίντι που βρίσκονται στο όρος Σιντζάρ είναι λιγότεροι από αυτούς που αρχικά πιστευόταν και αυτοί που εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί έχουν πρόσβαση σε τροφή και νερό. «Βασιζόμενη σε αυτή την εκτίμηση, η εσωτερική υπηρεσία (σ.σ. του αμερικάνικου στρατού) έχει αποφασίσει ότι η αποστολή εκκένωσης (σ.σ. των Γεζίντι) είναι λιγότερο πιθανή»! Οπως φαίνεται, όσοι Γεζίντι κατόρθωσαν να γλιτώσουν από τους τζιχαντιστές, το οφείλουν περισσότερο στους Πεσμεργκά (τους μαχητές των Κούρδων του Ιράκ) και τις δικές τους πολιτοφιλακές, παρά στους Αμερικάνους. Οι τελευταίοι το μόνο που θέλησαν να κάνουν είναι κάποιοι βομβαρδισμοί στόχων των τζιχαντιστών και μερικές ρίψεις «ανθρωπιστικής βοήθειας», για να δείχνουν στα κανάλια, προκειμένου να επιβεβαιώσουν την δήλωση του Ομπάμα ότι τώρα «η Αμερική ήρθε για να βοηθήσει».
Η απροθυμία των Αμερικάνων για χερσαία επέμβαση (πέρα από τις μερικές εκατοντάδες «συμβούλους») οφείλεται στο φόβο τους ότι δε θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν εύκολα τους τζιχαντιστές. «Είναι κάτι παραπάνω από μία τρομοκρατική ομάδα. Παντρεύουν την ιδεολογία με την εξελιγμένη στρατηγική και ικανότητα τακτικού στρατού. Είναι τρομερά καλά χρηματοδοτού-μενοι. Αυτό είναι κάτι πέρα από οτιδήποτε έχουμε δει». Τα λόγια του υπουργό Πολέμου των ΗΠΑ Τσακ Χέιγκελ, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 22 Αυγούστου (ABC, 25/8/14), δίνουν μια εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί, εξηγώντας το δισταγμό των ΗΠΑ να επέμβουν πιο ενεργά. Η ματοβαμμένη αμερικάνικη κατοχή έχει αφήσει τέτοια σημάδια που ο Μοκτάντα Αλ Σαντρ (ο πάλαι ποτέ δημοφιλής σιίτης κληρικός που με το Στρατό του Μεχντί κάποτε πολέμησε τους Αμερικάνους, για να στραφεί στη συνέχεια κατά των σουνιτικών πολιτοφυλακών και να αποδεχτεί τη συμμετοχή στις εκλογές υπό αμερικάνικη κατοχή) απεκάλεσε τις ΗΠΑ «κατοχική δύναμη», η οποία «δεν πρέπει να ανακατεύεται στα εσωτερικά του Ιράκ».
Τι απομένει, λοιπόν, στους Αμερικάνους εκτός από το να συνεχίσουν τους βομβαρδισμούς από αέρος στο Ιράκ και στη Συρία, προκειμένου να λυγίσουν τους τζιχαντιστές, ευελπιστώντας ότι ο ιρακινός στρατός και οι κούρδοι μαχητές θα κατορθώσουν κάποτε να τους νικήσουν; Το κρίμα είναι ότι οι τζιχαντιστές δεν έχουν καμία σχέση με την ιρακινή αντίσταση που κάποτε μαχόταν ηρωικά για την απελευθέρωση της χώρας από τον αμερικάνικο ζυγό. Η έλλειψη εθνικοαπελευθερωτικής πολιτικής πέρα από τον ισλαμικό σκοταδισμό ήταν καθοριστική για τη δημιουργία του εκτρώματος των τζιχαντιστών, το «χαλιφάτο» των οποίων ελκύει όμως χιλιάδες μαχητές, κάποιοι από τους οποίους δεν αποκλείεται παλαιότερα να μάχονταν στους κόλπους της ιρακινής αντίστασης.