Χαράματα της Τετάρτης 14 Γενάρη πετώ από Αθήνα για Λάρνακα. Η αποστολή του Free Gaza Movement, από την οποία πριν από μόλις τρεις μέρες με λύπη μας αποκλείαμε κόσμο, επειδή δεν υπήρχαν θέσεις στον «Αρίωνα», τώρα έχει ανάγκη από ενίσχυση, αφού αρκετοί την εγκατέλειψαν φοβούμενοι τις απειλές των Σιωνιστών. Ο ταξιτζής που με μετέφερε από το αεροδρόμιο στο εμπορικό λιμάνι της πόλης μιλούσε συνεχώς για τα αισθήματα του κυπριακού λαού απέναντι στην ισραηλινή επίθεση που δεχόταν ο παλαιστινιακός λαός. Ηταν πλήρως ενήμερος για την αποστολή του Free Gaza και του «Αρίωνα» να πάει στη Γάζα και επίσης για την προηγούμενη προσπάθεια και τη βλάβη που είχε πάθει το πλοίο και επέστρεψε. Ηταν η πρώτη συγκινητική επαφή με τον κυπριακό λαό, μιας και δεν είχα πατήσει το πόδι μου στην Κύπρο ποτέ. Στο λιμάνι οι λιμενικοί επίσης είχαν όλοι την καλή διάθεση και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν την αποστολή μας.
Εφτασα στο λιμάνι και μετά από λίγο άρχισαν να καταφτάνουν και τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής. Μέχρι να πιούμε ένα καφέ στο κυλικείο των λιμενεργατών, κατέφθασαν όλοι. Και εκείνοι που είχαν επιφορτιστεί να κάνουν τις τελευταίες προετοιμασίες για τον απόπλου. Να μαζέψουν τα υλικά, να φορτώσουν τις κούτες με τα φάρμακα και τα διάφορα άλλα υλικά που θα παίρναμε μαζί μας, να ετοιμάσουν το πανό «The spirit of humanity» που θα κρεμάγαμε στα πλαϊνά του «Αρίωνα». Η Σακοράφα και ο Δρίτσας δραστήριοι, τύπωσαν με το σπρέι τα γράμματα και ανάρτησαν το πανό στην αριστερή πλευρά του «Αρίωνα». Οι λιμενικοί έκαναν τους ελέγχους των διαβατηρίων, στη λίστα επιβατών καταγράφηκαν οι καινούργιοι, ήρθαν τα κυπριακά και διεθνή ΜΜΕ, πήραν τις τελευταίες συνεντεύ-ξεις πριν την αναχώρηση και γύρω στις 12 σαλπάραμε με κατεύθυνση τη Γάζα.
Παρά το κακό προηγούμενο της γκανγκστερικής επίθεσης των Σιωνιστών και του διεμβολισμού του «Dignity» της προ ημερών αποστολής, όλοι είχαν μια διάθεση αποφασιστικότητας. Στο ξεκίνημα ανεβήκαμε στο κατάστρωμα χαμογελαστοί και συζητάγαμε για την αποστολή. Ο καιρός ήταν σχετικά καλός, με ήλιο, χωρίς πολύ αέρα. Μόλις ανοιχτήκαμε λίγο, βλέπαμε ακόμα τη Λάρνακα, το μικρό πλοίο άρχισε τα σκαμπανεβάσματα. Τα μποφόρ ανέβαιναν, ανέβαινε και η κινητικότητα του «Αρίωνα». Ετσι, κάμποσοι από μας μαζευτήκαμε αμέσως στο κλειστό σαλονάκι και πέσαμε ξάπλα. Πρώτος εγώ, καθότι είχα προστεθεί την τελευταία στιγμή στην αποστολή, απροετοίμαστος τελείως για ένα τέτοιο ταξίδι, χωρίς να έχω προμηθευτεί το σχετικό φαρμακευτικό υλικό. Ετσι, από τις αρχές του ταξιδιού βρέθηκα αδρανοποιημένος στο κατάστρωμα προσπαθώντας να αποφύγω τα χειρότερα. Οσο προχωρούσαμε τόσο ο καιρός χειροτέρευε. Ανέβαιναν τα μποφόρ, ανέβαινε το κούνημα του καραβιού και όλοι ταλαιπωρούνταν.
Ομως, παρά τις όλο και δυσμενέστερες καιρικές συνθήκες για κάτι «θαλασσόλυκους» σαν τους περισσότερους από εμάς, το πλοίο συνέχιζε σταθερά την πορεία του προς το στόχο μας. Αξίζει μάλιστα έπαινος στους ρεπόρτερ, εκτός βέβαια από τον Κανελλάκη που αποδείχτηκε πραγματικός θαλασσόλυκος (δεν καταλάβαινε τίποτα από τη θαλασσοταραχή). Οι υπόλοιποι. παρ’ όλη την καταπόνηση που είχαν υποστεί, υποστηριζόμενοι με δραμαμίνες και ενέσεις Primperan, που τους έκανε ο Χάλεντ, ο παλαιστίνιος γιατρός που ζει στην Πρέβεζα, αντιμετώπιζαν την κατάσταση με υπομονή και δεν υπήρξε στιγμή που να χρειαζόταν να πεταχτούν πάνω για να απαθανατίσουν κάποιο περιστατικό και να μην βρέθηκαν στο πόδι με όλη την θαλασσοταραχή.
Γύρω στα μεσάνυχτα, η πλειοψηφία των επιβατών, αφάνταστα καταπονημένοι, ήμασταν οριζοντιωμένοι στο μικρό σαλόνι του «Αρίωνα» περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει παρακάτω. Εχοντας μάλιστα κατά νου το περιστατικό με το «Dignity», από εδώ και πέρα έπρεπε να περιμένουμε την αντίδραση των Σιωνιστών. Αντίδραση που ήρθε μετά από λίγο. Κατά τις δύο περίπου τη νύχτα, ο Γιώργης ο Κλώντζας, ο καπετάνιος, ακλόνητος κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ήρθε στο σαλόνι να μας ανακοινώσει ότι πλησίαζαν τα ισραηλινά σκάφη και ότι κάνουν προσπάθεια να επικοινωνήσουν μαζί μας από τα VHF. Ο Πισσίας, ο Κανελλάκης, ο Γιαννόπουλος, όσοι μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους εκείνη την στιγμή, κατευθύνθηκαν προς τη γέφυρα και ξεκίνησε ένας μαραθώνιος δυο-δυόμιση ωρών διαπραγματεύσεων με τους Ισραηλινούς στην προσπάθεια να προχωρήσουμε και να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας πηγαίνοντας στη Γάζα.
Εκείνες τις ώρες το σκηνικό ήταν σκληρό. Οπως μας πληροφόρησε μετά ο Κλώντζας, είχε περί τα 7 μποφόρ άνεμο ανατολικό, που μας χτυπούσε στο πλάι. Το καραβάκι μας χτυπιόταν και οι κλίσεις που έπαιρνε ήταν πολύ μεγάλες. Οσοι ήμασταν μέσα στο σαλόνι, ξαπλωμένοι, ανίκανοι να σηκώσουμε τα χέρια μας που λέει ο λόγος, κυλούσαμε όλοι μαζί από τη μία μεριά και τα επόμενα δευτερόλεπτα κυλούσαμε σωρηδόν από την άλλη μεριά.
Οπως μας πληροφόρησαν τα παιδιά που ήταν στη γέφυρα, τα ισραηλινά πολεμικά ήταν αρχικά πέντε, μετά αυξήθηκαν σε έξι και περιπλέοντα έβλεπαν με το ραντάρ περί τα δέκα συνολικά. Εφερναν γύρα στον «Αρίωνα» με αναμμένους κάτι τεράστιους προβολείς, πότε να τυφλώνουν τη γέφυρα και πότε να τους ρίχνουν μέσα στο σαλονάκι και να τυφλώνουν εμάς. Εμείς ετοιμαζόμασταν φορώντας σωσίβια και περιμένοντας το χειρότερο. Τα κύματα πετάγονταν σε οποιοδήποτε άνοιγμα της πόρτας και έμπαιναν στο σαλόνι. Στην οροφή του σαλονιού, στο πρώτο κατάστρωμα, όσα αντικείμενα ήταν δεμένα είχαν λυθεί και κυλούσαν στο κατάστρωμα κάνοντας θόρυβο και εμείς καθόμασταν στο σαλόνι και περιμέναμε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, με τις απειλές των Ισραηλινών ότι θ’ ανοίξουν πυρ αν συνεχίσουμε, αρχίσαμε να εκφράζουμε ο καθένας την γνώμη του για το τι θα κάνουμε στη συνέχεια. Οι γνώμες ήταν διχασμένες. Αλλοι έλεγαν να προχωρήσουμε με οποιοδήποτε κόστος, άλλοι έλεγαν ότι δεν έχει νόημα, γιατί δε μπορούμε να προχωρήσουμε και σε τελευταία ανάλυση οι Ισραηλινοί δεν μπλοφάρουν και θα μας πυροβολήσουν. Αυτός ο διάλογος συνεχιζόταν μέχρι τις 4 και, όταν ήρθαν και αυτοί που ήταν στη γέφυρα. Ο Βαγγέλης ο Πισσίας, που ήταν ο συντονιστής της αποστολής και είχε συνομιλήσει με τους Ισραηλινούς, μας ενημέρωσε ότι η τελευταία προειδοποίησή τους ήταν «We start shooting» («αρχίζουμε να πυροβολούμε»). Μας εξέφρασε τη δική του γνώμη. Συνηγορούσε και αυτός στην άποψη να επιστρέψουμε, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να ολοκληρώσουμε το ταξίδι προς τη Γάζα. Αφενός ήταν οι απειλές των Σιωνιστών –το βασικό– και αφετέρου οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες για να μπορέσουμε να κάνουμε την οποιαδήποτε προσπάθεια τελεσφόρα, για να μπορέσουμε ν’ αντιδράσουμε απέναντι στους Ισραηλινούς. Σε περίπτωση που οι Σιωνιστές αντιδρούσαν με οποιοδήποτε βίαιο τρόπο απέναντι μας, θα ήταν επικίνδυνη και η δική μας εξασφάλιση. Πολύ πιθανό κάποιοι θα πέφταμε στη θάλασσα για να μπορέσουμε να διασωθούμε. Πώς θα επιβίωναν με 7 μποφόρ άνθρωποι ήδη καταπονημένοι, που δε μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους;
Υπήρχε και κάτι ακόμη. Σε μια τέτοια αποστολή, έστω και ένας να εκδηλώσει διάθεση να μη τεθεί η ζωή του σε κίνδυνο, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να το σεβαστούν. Ειδικά, όταν στην αποστολή υπάρχουν γιατροί που συμμετέχουν για ανθρωπιστικούς λόγους και δημοσιογράφοι που καλύπτουν τα γεγονότα. Ποιος από μας μπορούσε να τους ζητήσει να βάλουν τη ζωή τους σε κίνδυνο; Εν πάση περιπτώσει, έγινε ψηφοφορία και η μεγάλη πλειοψηφία έκφρασε την άποψη να επιστρέψουμε. Ο Πισσίας επέστρεψε στη γέφυρα και ζήτησε από τους Ισραηλινούς να απομακρυνθούν, για να μπορέσει το πλοίο μας να κάνει τους απαραίτητους ελιγμούς (ο «Αρίωνας» δεν έχει την ευκινησία των ταχύπλοων ισραηλινών πολεμικών).
Μετά από περίπου δεκαπέντε ώρες ταξίδι επιστρέψαμε στο λιμάνι της Λάρνακας, όπου μας περίμεναν τα ΜΜΕ, τα οποία μας πληροφόρησαν ότι είχε δοθεί ήδη στη δημοσιότητα η πειρατική επέμβαση των Σιωνιστών. Πήραν από εμάς τις τελευταίες πληροφορίες σχετικά με το ταξίδι μας, κάναμε τις τελευταίες δηλώσεις και μεταφερθήκαμε στο ξενοδοχείο στο οποίο θα καταλύαμε τη νύχτα. Αφού ήπιαμε ένα καφέ για να συνέλθουμε και δώσαμε στους δημοσιογράφους κάποια στοιχεία (βιντεοκλίπ, φωτογραφίες, ηχητικά), κάναμε μια γρήγορη σύσκεψη επί τόπου, για να εκφραστούν οι απόψεις αναλυτικά όσον αφορά το τελεσίγραφο των Ισραηλινών και την απόφαση που πήραμε.
Η πλευρά που υποστήριζε να συνεχίσουμε με οποιοδήποτε κόστος δεν πρόβαλε κάποια επιχειρηματολογία. Απλά εξέφρασε την άποψη αυτή με έναν ηθικολογικό τρόπο και ζήτησε από τους υπόλοιπους να επιχειρηματολογήσουν γιατί δεχτήκαμε να επιστρέψουμε.
Μια άποψη από αυτές που έλεγαν να επιστρέψουμε ήταν διλημματική για τους υπόλοιπους: Κάποιοι από εμάς που συμμετείχαμε το κάναμε καθαρά για ανθρωπιστικούς λόγους. Δεν υπήρχε κάποια λογική πολιτική, να πετύχουμε κάποιους πολιτικούς στόχους, δεν θέλαμε να γίνουμε ήρωες σε καμία περίπτωση. Εμείς προσπαθού-σαμε, εάν αυτό γινόταν εφικτό, να προσφέρουμε τη βοήθειά μας σαν γιατροί ή σαν νοσηλευτές ή εν πάση περιπτώσει κάτι σχετικό, σε ανθρωπιστική βάση. Δεν είχαμε καμία διάθεση ούτε να γίνουμε ήρωες, ούτε καν να τραυματιστούμε. Αρα, η αντιπαράθεση έληγε τη στιγμή που οι Ισραηλινοί δεν μας επέτρεπαν να περάσουμε.
Η άλλη άποψη τοποθετούσε και πολιτικά το ζήτημα. Μίλησαν αναλυτικά και ο Γιαννόπουλος και ο Πισσίας, συμπλήρωσα κι εγώ, ότι αυτοί που έλεγαν να συνεχίσουμε θα μπορούσαν να έχουν μία βάση αν μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι Ισραηλινοί μπλόφαραν και ότι δεν θα έφταναν στο σημείο να αρχίσουν να πυροβολούν εναντίον μας ή να κάνουν κάτι άλλο που θα διέκοπτε ούτως ή άλλως την πορεία μας. Τα πράγματα έδειχναν ότι οι Ισραηλινοί δεν μπλόφαραν. Δεν μπορούσε κανείς να υποστηρίξει αυτό το πράγμα, γιατί δεν κουβάλησαν τζάμπα έξι πολεμικά για να έρθουν εκεί και να μπλοφάρουν, οπότε αν εμείς τραβάγαμε το σκοινί αυτοί θα υποχωρούσαν. Αλλωστε γιατί να το κάνουν; Δεν είχαμε ούτε την απαραίτητη ισχύ. Δεν εννοώ να είχαμε τον απαραίτητο οπλισμό για να τους αντιμετωπίσουμε, αλλά ότι ήμασταν αδυνατισμένοι και από πλευράς προσωπικοτήτων που συμμετείχαν και από υποστήριξη κυβερνητική. Από τη στιγμή που είχαν αποβιβαστεί οι δυο βουλευτές, η Σακοράφα και ο Δρίτσας, είχε αδυνατίσει και η δική μας πολιτική ισχύς και αυτό οι Σιωνιστές το γνώριζαν. Η στάση της κυβέρνησης ήταν γνωστή. Στην τελική, δεν αναλάμβανε καμία ευθύνη και δεν κρατούσε απέναντι στο Ισραήλ καμία στάση αποφασιστική, που να αποτρέπει να μας αντιμετωπίσουν έτσι όπως μας αντιμετώπισαν.
Αρα, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν καταφανέστατα εναντίον μας. Συν τοις άλλοις πρέπει να προσμετρήσουμε τις κακές καιρικές συνθήκες, οι οποίες θα γίνονταν δυσμενέστερες αν συνεχίζαμε προς τα κάτω. Διατύπωσα την άποψη ότι οι Ισραηλινοί ενδεχομένως να μη χρειάζονταν καν να πυροβολήσουν και θα ήταν βλακεία τους αν το έκαναν. Απλούστατα, με την αριθμητική και επιχειρησιακή υπεροχή που διέθεταν τα έξι σκάφη που ήταν γύρω μας, δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτ’ άλλο, παρά να μπουν ένας φραγμός μπροστά μας, που δεν θα μας επέτρεπε καν να πλησιάσουμε προς το μέρος τους. Τα απόνερα των καραβιών τους θα μας είχαν σταματήσει, για να μην πω ότι θα μας είχαν βυθίσει κιόλας. Κατέληξα, λοιπόν, ότι είναι φανερό ότι ήταν θέμα ισχύος. Εάν σε αυτή την αποστολή είχαν συμμετάσχει κάποιες προσωπικότητες, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, όχι τόσο στο αν θα γινόταν τελεσφόρα διαπραγμάτευση με τους Ισραηλινούς και θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε παρακάτω, αλλά στο ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική η όλη παρέμβαση και θα είχε πιθανώς μεγαλύτερη καταγγελτική δύναμη από τον πολιτικό κόσμο απέναντι στους Ισραηλινούς. Θα είχε περισσότερα αποτελέσματα στο να πλήξει τους Ισραηλινούς στο προπαγανδιστικό επίπεδο, ακόμη και αν σε τελευταία ανάλυση δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει την αποστολή.
Πολιτικά, θεωρώ ότι η αποστολή δεν απέτυχε. Επιχειρησιακά δε μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τους Σιωνιστές, που βγήκαν με ολόκληρο πολεμικό στόλο στη μέση της Μεσογείου να αντιμετωπίσουν ένα καραβάκι με 21 άοπλους ανθρώπους. Κατάφερε, όμως, η αποστολή του «Αρίωνα» να βάλει το δικό της λιθαράκι στην αποκάλυψη της γκανγκστερικής φύσης του κράτους του Ισραήλ και να στείλει σε όλο τον κόσμο το μήνυμα ότι η αλληλεγγύη πρέπει να εκφράζεται και έμπρακτα.
Πέτρος Περάκης