Το 2004 σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση στις πωλήσεις όπλων παγκόσμια από το 2000, με καλύτερους πελάτες τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» χώρες, όπως η Ινδία, η Σαουδική Αραβία και η Κίνα, σύμφωνα με μελέτη της «Congressional Research Service», που παραδόθηκε στο αμερικάνικο Κογκρέσο στις 30 Αυγούστου.
Συνολικά οι πωλήσεις όπλων παγκόσμια έφτασαν στα 37 δισ. δολάρια το 2004, δηλαδή στο μεγαλύτερο ύψος από το 2000, που είχαν φτάσει στα 42,1 δισ., και πολύ πιο πάνω από τις πωλήσεις του 2003, που ήταν 28,5 δισ.
Για μια ακόμη φορά οι ΗΠΑ κατέλαβαν την πρώτη θέση, υπογράφοντας το 2004 συμφωνίες ύψους 12,4 δισ., που σημαίνει ότι το μερίδιό τους στο σύνολο των συμφωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο φτάνει στο 33,5%. Ειδικότερα με τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» χώρες υπέγραψαν συμφωνίες ύψους 6,9 δισ. (έναντι 6,5 δισ. το 2003), δηλαδή το 31,6% του συνόλου των συμφωνιών με τις χώρες αυτές.
Τη δεύτερη θέση κατέλαβε η Ρωσία, με συμφωνίες ύψους 6,1 δισ. δολαρίων ή το 16,5% του συνόλου των συμφωνιών, σημειώνοντας έτσι σημαντική αύξηση σε σχέση με τις πωλήσεις των 4,4 δισ. το 2003. Ειδικότερα με τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» χώρες υπέγραψε συμφωνίες ύψους 5,9 δισ. ή το 27,1% του συνόλου των συμφωνιών της κατηγορίας αυτής. Δηλαδή, σχεδόν εξ ολοκλήρου οι πωλήσεις όπλων της Ρωσίας κατευθύνονται στις χώρες αυτές, όπου αποτελεί πλέον πολύ σοβαρό ανταγωνιστή των ΗΠΑ.
Την τρίτη θέση στην αγορά των «αναπτυσσόμενων» χωρών το 2004 κατέλαβε η Βρετανία, υπογράφοντας συμφωνίες ύψους 3,2 δισ., την τέταρτη κατέλαβε το Ισραήλ, με συμφωνίες ύψους 1,2 δισ. και ακολουθεί η Γαλλία, με συμφωνίες 1 δισ. δολαρίων.
Συνολικά οι πωλήσεις όπλων στις «αναπτυσσόμενες» χώρες, σύμφωνα με τη μελέτη, έφτασαν το 2004 στα 21,8 δισ. δολάρια ή στο 58,9% του συνόλου των πωλήσεων σ’ όλο τον κόσμο, σημειώνοντας σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2003, που οι πωλήσεις είχαν φτάσει στα 15,1 δισ. Ανάμεσα στις χώρες αυτές την πρώτη θέση στις αγορές όπλων από το 2001 μέχρι το 2004 κατέχει η Κίνα, με συμφωνίες ύψους 10,4 δισ. Στο ίδιο διάστημα, τη δεύτερη θέση κατέχει η Ινδία, με αγορές ύψους 7,9 δισ., και την τρίτη η Αίγυπτος, με αγορές 6,5 δισ. Ωστόσο, το 2004 η σειρά άλλαξε, με την Ινδία να περνά στην πρώτη θέση, έχοντας υπογράψει συμφωνίες ύψους 5,7 δισ., τη Σαουδική Αραβία στη δεύτερη θέση με αγορές ύψους 2,9 δισ. και την Κίνα στην τρίτη θέση, με συμφωνίες 2,2 δισ..
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη μελέτη, συνολικά οι τέσσερις μεγαλύτεροι δυτικοευρωπαίοι κατασκευαστές όπλων, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, αύξησαν σημαντικά το μερίδιό τους στην αγορά των «αναπτυσσόμενων» χωρών το 2004, υπογράφοντας συμφωνίες ύψους 4,8 δισ. έναντι μόλις 830 εκατομμυρίων δολαρίων το 2003.
Το μερίδιο που κατέχουν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο εμπόριο όπλων, κατεξοχήν κερδοφόρο κλάδο για το κεφάλαιο, αντανακλά το μεταξύ τους συσχετισμό δυνάμεων, τάσεις που αναπτύσσονται, άξονες και πολιτικοοικονομικές συμμαχίες που εκκολάπτονται.