Μπορεί να πέρασαν χρόνια από τότε που ο Γκάρι Λίνεκερ έλεγε ότι «στο ποδόσφαιρο παίζουν 11 εναντίον 11 και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί» και το εν λόγω δόγμα να μην ισχύει πλέον, σε επίπεδο ευρωενωσίτικης πολιτικής, όμως, ισχύει απόλυτα. Λίγο πριν αναχωρήσει για τις Βρυξέλλες, για την τελική φάση του παζαριού με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές ηγεσίες της Ευρωζώνης, σε μια ηγετική εμφάνισή της στο Ράιχσταγκ η Αγκελα Μέρκελ τόνωσε το αίσθημα υπεροχής της πολιτικής ηγεσίας του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ξεκαθαρίζοντας πως μετά από μερικές ώρες θα γίνει αυτό που θέλει η Γερμανία. Εφυγε για τις Βρυξέλλες με μια ευρύτατη πολιτική στήριξη και το πρωί της άλλης μέρας είδε τις γερμανικές εφημερίδες να την υποδέχονται με ουρανομήκεις τίτλους, κοινή επωδός στους οποίους ήταν η φράση «Θρίαμβος της Μέρκελ». Μόνον η γερμανική Βουλή γνώριζε το βασικό περιεχόμενο της συμφωνίας και το είχε εγκρίνει πριν αυτή υπογραφεί! Αυτό αποτελεί μια «στιγμιαία εικόνα» του συσχετισμού δύναμης που έχει διαμορφωθεί στη λυκοσυμμαχία που ονομάζεται ΕΕ και Ευρωζώνη.
Για να έχουμε μια εικόνα του πώς παίζεται το παιχνίδι και πώς αλλάζουν οι συσχετισμοί, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε τον Μπερλουσκόνι που του έφυγαν και τα μαλλιά που έχει φυτέψει στη φαλάκρα του. Ο ηγέτης της έκτης οικονομικής δύναμης του πλανήτη υποχρεώθηκε να εγχειρίσει προσωπικά στους Μπαρόζο και Φαν Ρομπάι δεκαοχτασέλιδη επιστολή, με την οποία αναλαμβάνει δεσμεύσεις για πιο σκληρή δημοσιονομική διαχείριση και «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Δεν υπέστη, βέβαια, τον εξευτελισμό να εγχειρίσει την επιστολή στη Μέρκελ και τον Σαρκοζί, οι οποίοι την Κυριακή έκαναν ειρωνικές μούτες την ώρα που αυτός έκανε δηλώσεις (προτίμησε να χρησιμοποιήσει τους «υπαλλήλους» σε ρόλο ταχυδρόμου), όμως η ουσία δεν αλλάζει. Ο Μπερλουσκόνι βρέθηκε σε θέση Γιωργάκη Παπανδρέου! Ο προσωπικός εξευτελισμός του πρωθυπουργού της Ιταλίας, αντανακλά την υποχώρηση της υπό βαθιά κρίση ευρισκόμενης ιταλικής μονοπωλιακής οικονομίας στους ευρωενωσίτικους συσχετισμούς. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν γνωρίζει άλλο τρόπο συμφωνίας εκτός από τη δύναμη του κεφάλαιου κάθε ιμπεριαλιστικής χώρας, έγραφε ο Λένιν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και οι τελευταίες εξελίξεις στην ΕΕ τον επιβεβαιώνουν πλήρως, για μια ακόμη φορά.
Αντίθετα από τον Μπερλουσκόνι που ξεπουπουλιάστηκε, ο Σαρκοζί κατάφερε να πάρει ισοπαλία, εκμεταλλευόμενος όχι μόνο τη σχετικά καλύτερη θέση του γαλλικού μονοπωλιακού καπιταλισμού σε σχέση με τον ιταλικό, αλλά και την παραδοσιακή πολιτική ισχύ του γαλλικού ιμπεριαλιστικού κράτους στις υποθέσεις της ΕΕ. Ο γαλλογερμανικός άξονας, παρά τις τριβές και τις εντάσεις, διατηρήθηκε, είναι προφανές πλέον, όμως, ότι τα δυο άκρα αυτού του άξονα δεν είναι ισότιμα. Η Γερμανία έχει τον πρώτο λόγο και είναι αυτή που αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες.
Αυτά ως προς τη γενική εικόνα που διαμορφώθηκε τα χαράματα της περασμένης Πέμπτης, μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις όχι μόνο μεταξύ των ηγετών των ιμπεριαλιστικών χωρών, αλλά και μεταξύ αυτών των ηγετών και των εκπροσώπων του χρηματιστικού κεφάλαιου, που εκπροσωπήθηκαν ισότιμα στη σύνοδο κορυφής, με τον Τσαρλς Νταλάρα του ΙΙF, τον Γιόζεφ Ακερμαν της Deutsche Bank και του IIF και άλλους τραπεζίτες, τα ονόματα των οποίων ακόμη δεν γνωρίζουμε. Eίναι η πρώτη φορά ίσως που σε επίπεδο ΕΕ φάνηκε τόσο καθαρά ο πολιτικός ρόλος του χρηματιστικού κεφάλαιου, που είναι ο πραγματικός κυβερνήτης (οι πολιτικοί είναι διαχειριστές). Οι ηγέτες των ιμπεριαλιστικών χωρών είναι υποχρεωμένοι να (προσπαθούν να) διευθετούν τις αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κεφαλαιοκρατίας. Το είδαμε χαρακτηριστικά αυτό στη Γερμανία, με τις κόντρες που αναπτύχθηκαν τον τελευταίο μήνα. Η Μέρκελ πήγε με μια πρόταση για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους σε ποσοστό 60%, όμως η διαπραγμάτευση έγινε με τον Ακερμαν και τους άλλους τραπεζίτες και κατέληξε στο 50%, συν την εγγυημένη από τα αστικά κράτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Για μια ακόμη φορά αποδείχτηκε ότι την εποχή του ιμπεριαλισμού το χρηματιστικό κεφάλαιο, που προήλθε από τη συγχώνευση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο, ηγεμονεύει στην κεφαλαιοκρατία και είναι αυτό που επιβάλλει τους όρους του.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί, επίσης, γιατί είναι αυτό που κυρίως συσκοτίζεται από την αστική παραφιλολογία των ΜΜΕ και των διάφορων οικονομολογούντων, είναι πως όλο αυτό το παζάρι, όλος αυτός ο άγριος ανταγωνισμός ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν αφορά την ίδια την κρίση, αλλά τεχνικές διαχείρισης μιας πλευράς της, της κρίσης στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, που την τελευταία διετία έχει πάρει τη μορφή της «κρίσης χρέους» και απειλεί –εάν και όταν σκάσουν οι «φούσκες» που έχουν δημιουργηθεί– να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το διεθνές οικοδόμημα του «εμπορίου χρήματος» και να προκαλέσει «κραχ» μεγαλύτερο απ’ αυτό που σηματοδοτήθηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Εξοδος από την κρίση δεν μπορεί να υπάρξει. Το βλέπουμε καθαρά σήμερα. Η μικρή αναζωογόνηση που ξεκίνησε μετά τη διαχείριση της κρίσης το 2007-2009, με το «μπούκωμα» των τραπεζών με κρατικό χρήμα, παρέμεινε πάντοτε αναιμική και ήδη –όπως ακόμη και το ΔΝΤ διαπιστώνει στις εκθέσεις του– δίνει τη θέση της σε νέα πτωτική πορεία του ΑΕΠ στα βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αυτό συμβαίνει γιατί η κρίση ξεκινά από την ίδια τη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας, απ’ αυτό που οι αστοί αποκαλούν «πραγματική οικονομία», που δεν είναι παρά η παραγωγή και κατανομή των κοινωνικών αγαθών. Η βάση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι μονίμως άρρωστη, διότι «πάσχει» από τη θεμελιώδη αντίθεση του καπιταλιστικού χαρακτήρα της παραγωγής, την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα και τις απεριόριστες δυνατότητες της παραγωγής, από τη μια, και τη στενή ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος της παραγωγής από την άλλη.
Για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά: για να αποκομίσει το μέγιστο κέρδος το κεφάλαιο πρέπει να «στύψει» την εργατική τάξη. Οταν «στύβει» την εργατική τάξη, μειώνει τις δυνατότητες της τεράστιας καταναλωτικής μάζας και επομένως στενεύ-ει την παγκόσμια αγορά. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες εξωτερικής επέκτασης, διότι έχει ολοκληρωθεί το μοίρασμα των αγορών του πλανήτη από τα καπιταλιστικά μονοπώλια και των σφαιρών επιρροής από τα ιμπεριαλιστική κράτη (μόνο ξαναμοιράσματα γίνονται πλέον), ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δει μόνιμη ή έστω μακρόχρονη έξοδο από την κρίση. Ετσι, έχουμε δυο παράλληλες διαδικασίες: από τη μια όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα μονοπώλια και ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και συνεχείς ανακατανομές ισχύος και από την άλλη κοινή επίθεση όλων των δυνάμεων του κεφάλαιου ενάντια στο προλεταριάτο. Δείτε τι συμβαίνει στη Γερμανία. Ηγεμονεύει στην ΕΕ ο γερμανικός ιμπεριαλισμός και την ίδια στιγμή επιτίθεται στο γερμανικό προλεταριάτο. Δεν είναι τυχαίο ότι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ κατηγορούν τη Γερμανία για «κοινωνικό ντάμπινγκ». «Οι Γερμανοί πρέπει να σταματήσουν να αποταμιεύουν και να αρχίσουν να δαπανούν, ή διαφορετικά η συνεχιζόμενη χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2008 απλώς θα γίνει χειρότερη», έγραφε το περασμένο Σαββατοκύριακο η Wall Street Journal, αποδίδοντας μ’ αυτά τα λόγια το νόημα μιας ομιλίας του διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Μάρβιν Κινγκ.
Δεν τους έπιασε, βέβαια, ο πόνος για το γερμανικό προλεταριάτο και τη μείωση της καταναλωτικής του ικανότητας. Απλά, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να «στύψουν» το προλεταριάτο των δικών τους χωρών στο βαθμό που το «έστυψε» η γερμανική αστική τάξη, με αποτέλεσμα να βρεθούν πίσω στον ανταγωνισμό και να χάσουν αγορές από τα γερμανικά μονοπώλια. Γι’ αυτό και κάθε φάση διαχείρισης της κρίσης συνοδεύεται με ένα σάλπισμα για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που θα οδηγούν σε ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας», δηλαδή για νέες επιθέσεις ενάντια στο προλεταριάτο, που θα αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Αυτό αναφέρεται ρητά στα συμπεράσματα της προεδρίας και της τελευταίας συνόδου της ΕΕ.