Ξαφνικά, την Κυριακή, χιλιάδες Κουβανοί βγήκαν στους δρόμους από τη μια άκρη ως την άλλη του νησιού, απαιτώντας ελευθερία, τρόφιμα, φάρμακα, καταγγέλλοντας ως δικτατορία το κυβερνών καθεστώς. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και δεκαετίες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Κούβα, ειδικά σε τέτοια έκταση. Οι διαδηλωτές κατήγγειλαν δημόσια ότι δεν έχουν να φάνε. Δεν έλειψαν συμπλοκές με αστυνομικούς και συγκρούσεις με καθεστωτικούς. Οι διαδηλωτές κατέγραφαν τις διαδηλώσεις με τα κινητά τους, οπότε οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις έγιναν αμέσως γνωστές σε όλο τον πλανήτη. Τις επόμενες μέρες το καθεστώς αντεπιτέθηκε με σωρεία συλλήψεων και καταστολή.
Η θρυαλλίδα που πυροδότησε την έκρηξη των διαδηλώσεων ήταν η κυβερνητική ανακοίνωση ότι τα καθημερινά κρούσματα του κοροναϊού είχαν εκτοξευτεί την Κυριακή κοντά στις 7.000, γεγονός που σηματοδοτούσε την αποτυχία της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας, για την οποία ο κουβανικός λαός στερήθηκε τα χρειώδη ενάμιση χρόνο τώρα. Είχαν προηγηθεί καθημερινά ενεργειακά μπλακ άουτ στο νησί, γιατί η κυβέρνηση δε διαθέτει το συνάλλαγμα να προμηθευτεί τα απαραίτητα καύσιμα και να λειτουργήσει το ενεργειακό δίκτυο της χώρας.
Το βασικό συνάλλαγμα που διαθέτει η Κούβα προκύπτει από τον τουρισμό και ορισμένες υπηρεσίες υγείας που προσφέρει σε πλούσιους της Νότιας Αμερικής, επενδύοντας για χρόνια στη κατάρτιση στελεχών υγείας, υγειονομικών, γιατρών και νοσηλευτών. Οι υπηρεσίες αυτές υγείας, όμως, δεν είναι για τους κατοίκους του νησιού κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα τώρα που η υγειονομική κρίση της πανδημίας προκαλεί έκτακτες ανάγκες στον πληθυσμό, οι οποίες δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Δεν είναι μόνο το ελληνικό ΕΣΥ που νοσεί, αλλά και το κουβανικό. Οι πολυδιαφημιζόμενες υπηρεσίες υγείας προορίζονται για εξασφάλιση συναλλάγματος στη χώρα και για την εξωτερική πολιτική του καθεστώτος που στέλνει κλιμάκια σε διάφορες χώρες για αλληλεγγύη. Η Κούβα δε διαθέτει σημαντική φαρμακευτική βιομηχανία. Τα βασικά φάρμακα για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της τα προμηθεύεται με εισαγωγές. Μπορεί τα κυβερνητικά στελέχη να επαίρονται ότι η Κούβα έφτιαξε τα δικά της εμβόλια σε ερευνητικά εργαστήρια, όμως η παραγωγή τους είναι ισχνή και ο ρυθμός εμβολιασμού πολύ αργός για να ανακόψει τη δυναμική της πανδημίας.
Η βιομηχανία της Κούβας προσανατολίζεται εξολοκλήρου στην παραγωγή ειδών κατανάλωσης και η αγροτική της οικονομία είναι ανεξέλικτη. Χωρίς βιομηχανία κατασκευής μηχανών, χημική βιομηχανία, αυτοματοποίηση, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι αρκετά χαμηλή και η οικονομία της είναι απολύτως ελεγχόμενη από τους καπιταλιστές εισαγωγείς της, που φουσκώνουν τις τιμές στο εξωτερικό εμπόριο. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν τα έχει μόνο η Κούβα, τα έχουν και εξαρτημένες χώρες μεσαίου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, σαν τη δική μας. Μόνο που η δική μας είναι μια χώρα καπιταλιστική και καμία κυβέρνηση, πλην του Παπατζή του Β, δεν ονόμασε την Ελλάδα σοσιαλιστική, έστω για μια τετραετία.
Τα χαρακτηριστικά της εξάρτησης και της οικονομικής συρρίκνωσης εντείνονται από το εμπάργκο στο εμπόριο με την Κούβα, που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του ‘60. Το μεγαλύτερο ποσοστό του εμπορίου της Κούβας διαχρονικά αφορούσε μέχρι τότε επιχειρήσεις στις ΗΠΑ. Το εμπάργκο δεν περιορίζεται μόνο σε νομικά και φυσικά πρόσωπα των ΗΠΑ, αλλά και σε συμμάχους τους στη Νότια Αμερική. Η προσωρινή ανακούφιση που προήλθε από άρση τμήματος των περιορισμών επί διακυβέρνησης Ομπάμα σταμάτησε όταν επανήλθαν οι περιορισμοί επί διακυβέρνησης Τραμπ.
Το εμπάργκο, όμως, δεν ευθύνεται για τον μονόπλευρο προσανατολισμό της Κούβας σε υπηρεσίες σαν τον τουρισμό και την εγκατάλειψη της αναβάθμιση της παραγωγής της. Αυτή ήταν βασική επιλογή του καθεστώτος εδώ και χρόνια και τώρα ο κουβανικός λαός πληρώνει τα επίχειρα αυτής της πολιτικής.
Ενώπιον της απειλής της πανδημίας, η Κούβα κράτησε ένα παρατεταμένο λοκντάουν, με αυστηρά οριζόντια μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, από τον Μάρτη μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2020, κλείνοντας τα σύνορα στους τουρίστες. Κατάφερε να περιορίσει σημαντικά τη διασπορά, όμως το συνάλλαγμα εξανεμίστηκε. Στη συνέχεια, τον Νοέμβρη άνοιξε τα σύνορα προκειμένου να ανοίξει τον τουρισμό και σιγά-σιγά η διασπορά εκτινάχτηκε. Εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι οι τουριστικές αφίξεις δεν ήταν οι προσδοκώμενες και για άλλη μια φορά το συνάλλαγμα εξανεμίστηκε. Χωρίς συνάλλαγμα η Κούβα δεν μπορούσε να κάνει εισαγωγές σε τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα που δεν παράγει. Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν σε μαζική εξαθλίωση λαϊκά στρώματα εργατών και ευρύτερων πληβειακών στρωμάτων και τα πιο ζωηρά κομμάτια τους αψήφησαν το φόβο για την καταστολή και βγήκαν στους δρόμους εναντίον του καθεστώτος.
Η κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης αλλά και της λαϊκής αντίδρασης στο καθεστώς επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Κούβας και ο πρώτος γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος, Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ, προέβη σε έκτακτο διάγγελμα την Κυριακή. Κατηγόρησε τις ΗΠΑ για υποκίνηση των διαδηλώσεων και απέδωσε τις ευθύνες για την οικονομική κατάρρευση στο εμπάργκο.
Το ίδιο το γεγονός ότι στη συνέχεια διαχώρισε τους διαδηλωτές σε «παρασυρμένους», «επαναστάτες» που δεν βρίσκονταν σε επαγρύπνηση και έχουν παραδώσει το πνεύμα από την οικονομική κατάρρευση και ύπουλους, αμερικανοκινούμενους υποκινητές, δηλαδή σε «καλούς» και «κακούς», σημαίνει ότι οι διαδηλώσεις εκφράζουν ευρύτατα τη γνήσια οργή για την κυβερνητική πολιτική και γι αυτό και το καθεστώς τις λαμβάνει υπόψη στη δημαγωγία του. Οι διαδηλώσεις δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων ασήμαντων προσπαθειών κάποιων περιθωριακών ακροδεξιών από το Μαϊάμι ή πρακτόρων των ΗΠΑ, όπως υπαινίσσεται το κουβανικό καθεστώς. Αν ήταν έτσι, το καθεστώς δεν θα ασχολούνταν. Ούτε θα καλούσε τις δυνάμεις του κόμματος να βγουν στο δρόμο για να ισχυροποιήσουν την «επανάσταση». Ο ίδιος ο Ραούλ Κάστρο επιστρατεύτηκε για να κάνει έκτακτες δηλώσεις υπέρ του καθεστώτος και να συμμετέχει σε έκτακτη σύγκληση του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος.
Ο Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ σε δηλώσεις του στη «Γκράνμα» (επίσημη φωνή του κυβερνώντος κόμματος) ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς πλήρως τη χρεοκοπία της οικονομικής πολιτική του καθεστώτος. Δήλωσε συγκεκριμένα για τη βασική πηγή του συναλλάγματος στη Κούβα:
«Και αυτό (σ.σ.: το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επηρεάζουν και αποτρέπουν με τους περιορισμούς τους και άλλους πιθανούς εμπορικούς εταίρους της Κούβας) αύξησε περαιτέρω τον αντίκτυπο των περιορισμών, οι οποίοι προπαντός υποδηλώνουν ότι η χώρα αποκόπηκε αμέσως από τις κύριες πηγές εισοδήματος σε ξένο νόμισμα: Μιλώ για τον τουρισμό, μιλώ για τα ταξίδια των κουβανών και των αμερικανών πολιτών στη χώρα μας, για τα πολυαναμενόμενα εμβάσματα στις κουβανικές οικογένειες από τους συγγενείς τους στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Επιπλέον, σύμφωνα με την «Γκράνμα»:
«Ο πρόεδρος κατήγγειλε επίσης τις προσπάθειες των ΗΠΑ για δυσφήμιση των κουβανών ιατρικών ταξιαρχιών, καθώς αυτή η ιατρική συνεργασία, πέρα από τις πολλές περιπτώσεις αλληλεγγύης που παρέχονται, παράγει επίσης εισόδημα σε ξένο νόμισμα».
Στη συνέχεια, ο Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ αποκάλυψε ότι η εξάλειψη των προηγούμενων πηγών εισοδήματος οδήγησε σε:
«Ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων, πρώτων υλών και εισαγωγών που απαιτούνται από τις οικονομικές και παραγωγικές μας διαδικασίες, οι οποίες συμβάλλουν τόσο στις εξαγωγές όσο και στον εφοδιασμό για τον λαό. Επομένως, εδώ αποκόπτονται δύο σημαντικά στοιχεία: η ικανότητα εξαγωγής και απόκτησης ξένου νομίσματος για εισαγωγή και επένδυση και η ικανότητα των παραγωγικών διαδικασιών μας να παράγουν ένα πλήρες φάσμα αγαθών και υπηρεσιών για τον πληθυσμό μας».
Τέλος, ομολόγησε ότι η χώρα «έχει περιορισμένη την παροχή καυσίμων, περιορισμένη την πρόσβαση σε ανταλλακτικά και όλα αυτά προκάλεσαν δυσαρέσκεια, έχουν επιδεινώσει συσσωρευμένα προβλήματα, τα οποία δεν μπορέσαμε να επιλύσουμε».
Το κυβερνητικό καθεστώς στην Κούβα, δεκαετίες τώρα, παρουσιάζεται ως σοσιαλιστικό. Μόνο που δεν είναι. Η οικονομία της Κούβας βασίζεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και το μονοκομματικό καθεστώς είναι προϊόν εκφυλισμού μιας λαϊκής επανάστασης που ανακόπηκε άδοξα πριν από δεκαετίες, όταν η πλειοψηφία των κυβερνώντων επέλεξε δυνάστη στη διεθνή αρένα (τη ρεβιζιονιστική ηγεσία του Κρεμλίνου), υποτάσσοντας πλήρως την οικονομία της Κούβας στην καπιταλιστική κερδοφορία. Οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις στην Κούβα, για δεκαετίες, ήταν η βιομηχανία ειδών κατανάλωσης και η αγροτική οικονομία. Η βιομηχανία μέσων παραγωγής απαιτούσε επενδύσεις που θα προέρχονταν από εισροές από όλη την λαϊκή οικονομία και θα απέδιδαν σε βάθος δεκαετίας, ακριβώς όπως έγινε η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ. Απαιτούσε θυσίες που, όμως, θα εξασφάλιζαν στο μέλλον την ευημερία του κουβανικού λαού.
Κατεξοχήν υπεύθυνος, λοιπόν, για την οικονομική κατάρρευση στην Κούβα είναι το ίδιο το καθεστώς που κυβερνά. Το αμερικανικό εμπάργκο υπήρχε και όταν η Κούβα έβαζε πλώρη στις διακηρύξεις της για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Κανείς τότε, ορθότατα, δεν τολμούσε να ισχυριστεί ότι το εμπάργκο θα ανέκοπτε την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που θα βασιζόταν στην πραγματική οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία της Κούβας. Οι διακηρύξεις, όμως, έμειναν στα χαρτιά. Και γι’ αυτό έχουν πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι ευθύνη. Είναι αυτοί που κυβερνούν δεκαετίες τώρα την Κούβα και οι πολιτικοί επίγονοι και συνεχιστές τους.
Αναμφίβολα, οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές θα έχουν αντιφάσεις και ψευδαισθήσεις και ανάμεσά τους θα υπάρχουν και άνθρωποι που προσανατολίζονται στις ΗΠΑ ακολουθώντας τη λογική του «μικρότερου κακού» ή της «ρεάλ πολιτίκ». Εδώ οι κυβερνώντες είναι οι πρώτοι διδάξαντες, όταν συναγελάζονται με τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος της ιμπεριαλιστικής Κίνας, που τους θεωρούν κομουνιστές! Δεν περιμένει κανείς γνήσιοι επαναστάτες να επηρεάζουν αυτές τις αυθόρμητες διαδηλώσεις, όταν δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα στην Κούβα δεκαετίες τώρα. Και δεν πρόκειται να υπάρξει επαναστατικό κίνημα, αν δεν υπάρχει αυθόρμητο κίνημα με διαδηλώσεις που να συγκρούεται και να προχωρά την ταξική πάλη στη Κούβα. Οι διαδηλώσεις, όμως, όπως είδαμε πραγματοποιήθηκαν πάνω στο υπαρκτό έδαφος της οικονομικής κατάρρευσης και φτώχειας, στο έδαφος της στυγνής ταξικής εκμετάλλευσης. Αυτοί που κατεβαίνουν στους δρόμους είναι εργάτες που ζητούν ψωμί και ορθότατα εξεγείρονται.
Οι κουβανοί εξουσιαστές έχουν κάθε λόγο να εμφανίζονται ως οι συνεχιστές μιας λαϊκής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης που ανάμεσα στις σημαντικές παρακαταθήκες της για τη Νότια Αμερική συγκαταλέγονται η απαλλοτρίωση των φεουδαρχών και ο διαμοιρασμός της γης τους στους φτωχούς αγρότες, καθώς και η εθνικοποίηση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημιώσεις (ανάμεσά τους και αμερικάνικες). Οι σημαντικές αυτές παρακαταθήκες δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της πρωταρχικής στρατηγικής σύλληψης της ηγεσίας του αντάρτικου στρατού του Κάστρο. Η πλειοψηφία των στελεχών του αντάρτικου ήταν προοδευτικοί αστοί που ήθελαν να απαλλάξουν την Κούβα από τη δικτατορία του Μπατίστα και τη συγκεκριμένη μερίδα της παρασιτικής ολιγαρχίας που έλεγχε το νησί και το είχε μετατρέψει σε καζίνο και μπουρδέλο πολυτελείας για τους Αμερικανούς.
Οι παρακαταθήκες αυτές σφυρηλατήθηκαν στην πορεία από την επικράτηση των επαναστατικών ιδεών γύρω από τον κομμουνιστή Γκεβάρα και τους συντρόφους του που συμμετείχαν στο αντάρτικο, αλλά κυρίως από την άρνηση των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν τη νέα κυβέρνηση. Ο Κάστρο δε δήλωνε εξαρχής κομμουνιστής. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Κάστρο δεν διέφερε σε τίποτα από τον προοδευτικό δημοκράτη στρατηγό Γκαριμπάλντι με τους χίλιους αντάρτες του, που απελευθέρωσαν τη Σικελία και τη Νάπολη από τον αυτοκρατορικό ζυγό της Αυστρίας. Υπό την πίεση του συγκεκριμένου γεγονότος, της αμερικάνικης απόρριψης, και υπό τη λαϊκή πίεση, ο Κάστρο αναγκάστηκε να προσανατολιστεί βαθμιαία στην ΕΣΣΔ του Χρουτσιόφ και βαθμιαία να προχωρήσει σε επαναστατικά λαϊκά μέτρα, που ακόμη, όμως, δεν εξασφάλιζαν την απρόσκοπτη πορεία προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Εκτοτε, άρχισε να εμφανίζεται ως κομμουνιστής ηγέτης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας συγκροτήθηκε το 1965, ενώ η επανάσταση είχε επικρατήσει το 1959, και προέκυψε κυρίως ως μετασχηματισμός του «Κινήματος της 26ης του Ιούλη», που διηύθηνε το αντάρτικο του Κάστρο από το 1953.
Παρά ταύτα, η λαϊκή επανάσταση ποτέ δεν υπερέβη τα όρια της κρατικής καπιταλιστικής διαχείρισης, ανεξάρτητα από τις σαφείς ιδέες και προθέσεις που είχαν -κυρίως- ο Γκεβάρα κι ένας περιορισμένος αρχικά κύκλος συντρόφων του μέσα στο νικηφόρο εθνικοαπελευθερωτικό αντάρτικο του Κάστρο και αργότερα στο υπουργείο Βιομηχανίας. Το επαναστατικό ρεύμα οικοδόμησης του σοσιαλισμού ανακόπηκε απότομα από τους ρεβιζιονιστές ηγέτες της Κούβας (ανάμεσά τους πρωτοπόρος ο Κάστρο), που έδειξαν τα χαρτιά τους μετά την αποχώρηση του Γκεβάρα από την Κούβα.
Η τελευταία, βέβαια, δεν ήταν τυχαία. Ο Γκεβάρα είχε ως στόχο τη βαθμιαία αναβάθμιση της βιομηχανίας της Κούβας, αρχικά προσανατολιζόμενη στην παρασκευή μηχανών για ανάγκες της γεωργίας και αργότερα -με την εξασφάλιση συναλλάγματος- σταδιακά στην ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας και της αυτοματοποίησης. Δεν είχε στο μυαλό του να μετατρέψει τη Κούβα σε τουριστικό παράδεισο για τους δυτικούς, στην ουσία μια πιο λάιτ και προοδευτική εκδοχή της Κούβας του Μπατίστα.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα του Γκεβάρα από τις «Συνομιλίες στο Υπουργείο Βιομηχανίας» (12 Σεπτέμβρη του 1964):
«Eµείς αντίθετα πρέπει να επεξεργαστούµε ένα σχέδιο πρόβλεψης µε τις ιδέες µας, ακόµα κι αν δεν υπάρχει ένα σχέδιο εθνικής πρόβλεψης, υποτάσσοντάς το φυσικά στις αντιλήψεις που θα έχει η κυβέρνηση σε σχέση µε κάθε σηµείο και µετά, µε την ελευθερία δράσης που θα µας δοθεί, να πάρουµε τις εσωτερικές αποφάσεις. Kαι, από αυτήν την οπτική γωνία, πρέπει να σεβαστούµε απολύτως τα βασικά χαρακτηριστικά που έχουµε υποδείξει, δηλαδή την ανάπτυξη µιας µηχανοκατασκευαστικής βιοµηχανίας, που να είναι σε θέση, τουλάχιστον, να σιγουρέψει µια ισχυρή βάση για τις επισκευές και την ανάπτυξη ορισµένων ειδικών τύπων µηχανικού εξοπλισµού για τη γεωργία. Επίσης την ανάπτυξη της γεωλογίας, της ορυκτολογικής δραστηριότητας, της εκµετάλλευσης των φυσικών πόρων γενικά και, όσο είναι δυνατό, όλων αυτών που αφορούν τους φυσικούς πόρους γεωλογικού τύπου, εξορυκτικού τύπου, που ξαναπέφτουν εξ ολοκλήρου στη δική µας δικαιοδοσία (εκτός από την αξιοποίηση των φυσικών και δυνητικών πηγών προσόδου, γεωργικού τύπου, όπως είναι για παράδειγµα, η καλλιέργεια του βαµβακιού, του Kenaf, δηλαδή των ινών που εξάγονται από αυτά τα φυτά): και, σαν µακροπρόθεσµη γραµµή, την ανάπτυξη της χηµείας [χηµικής βιοµηχανίας] και της αυτοµατοποίησης.
Ολοι εσείς γνωρίζετε τον τρόπο σκέψης µας, µε κίνδυνο να ακούσετε να επαναλαµβάνεται ακατάπαυστα: αυτές είναι οι βάσεις της ανάπτυξης του κοµµουνισµού. Δεν είναι οι βάσεις, είναι οι συνθήκες, ας πούµε οι αναγκαίες συνθήκες, για να µπορέσουµε να φτάσουµε στον κοµµουνισµό».
Οι ρεβιζιονιστές ηγέτες του Κρεμλίνου, όμως, είχαν ήδη αρχίσει το ξεπάτωμα του σοσιαλισμού εντός της ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Την εποχή που ο Τσε ήταν υπουργός Βιομηχανίας διέκρινε την επαναφορά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με αποκορύφωμα τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν το 1965, που έδιναν τη δυνατότητα στο διευθυντή κάθε εργοστασίου να παράγει και να εμπορεύεται μέσα παραγωγής κατά το δοκούν. Πιο πριν η ιδέα είχε προωθηθεί ως «αυτοδιαχείριση» σε ορισμένα εργοστάσια. Ο Τσε περιέγραφε τις αναμνήσεις του από την ΕΣΣΔ (5 Δεκέμβρη του 1964):
«Συνεχίσαµε να συζητάµε και, σε ένα συγκεκριµένο σηµείο, µε ρωτάνε αν εγώ γνωρίζω ένα σύστηµα που αυτή τη στιγµή εφαρµόζεται σε ένα εργοστάσιο της Σοβιετικής Ενωσης, σε µια επιχείρηση που δουλεύει σε απευθείας [στενή] επαφή µε το λαό. Εχει µια δικιά του συλλογή από προϊόντα βασισµένη στις ανάγκες του κόσµου, που είναι επίσης [ακατανόητο] όταν η ποιότητα είναι κακή και η αποδοτικότητα έχει υπολογιστεί σε σχέση µε τις πωλήσεις που γίνονται, και στο τέλος ακόµα και στην ποιότητα του προϊόντος, που είναι πια µια συλλογή για το λαό. Λοιπόν µε ρωτάνε: “Γνωρίζετε αυτό το σύστηµα;“. Kαι εγώ που ήµουν έτοιµος να το πω, απαντώ: “Aυτό το σύστηµα δεν το γνωρίζω εδώ στη Σοβιετική Ενωση, αλλά µου είναι πολύ γνωστό. Στην Kούβα ήταν πολύ ανεπτυγµένο, όπως είναι στον καπιταλισµό: είναι καθαρός καπιταλισµός. Πράγµατι, έχουµε εδώ απλώς µια εταιρία, που εισάγει ή εξάγει τη δική της συλλογή προϊόντων σύµφωνα µε αυτό που ζητάει ο κόσµος ή έχει µια αποδοτικότητα υπολογισµένη σε σχέση µε τη διαχείριση που έγινε σε επαφή µε το λαό: δεν είναι τίποτα το µυστηριώδες – είναι αυτό που κάνει ο καπιταλισµός. Tο µόνο πρόβληµα είναι ότι, όταν αυτό το σύστηµα µεταφέρεται από ένα εργοστάσιο στο σύνολο της κοινωνίας, δηµιουργεί την αναρχία της παραγωγής, φτάνει στην κρίση και µετά θα πρέπει ξανά να επιστρέψουµε στο σοσιαλισµό“».
Οι ρεβιζιονιστές ηγέτες δεν ενδιαφέρονταν για την ενίσχυση του σοσιαλισμού στις χώρες αυτές, για την ανεξαρτητοποίησή τους με τη δημιουργία βιομηχανίας μέσων παραγωγής, αναγκαία για να εφοδιάζει όλη την λαϊκή οικονομία με νέες μηχανές και νέα τεχνολογία, που θα εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, προκαταρκτικό όρο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι ρεβιζιονιστές μετά το θάνατο του Στάλιν ήταν να σταματήσουν την ταχεία εκβιομηχάνιση των Λαϊκών Δημοκρατιών για να τις μετατρέψουν σε οικονομικά τους εξαρτήματα. Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισαν την αγορά της δικής τους βιομηχανίας, πουλώντας στις Λαϊκές Δημοκρατίας εμπορεύματα σε εκμεταλλευτικές τιμές της διεθνούς αγοράς. Το όνειδος αυτό το κατήγγειλε ο Τσε στην Αφροασιατική Σύνοδο στο Αλγέρι και ήταν η τελευταία του δημόσια δήλωση ως στέλεχος της κουβανικής κυβέρνησης, σηματοδοτώντας τη σύγκρουσή του με τους ρεβιζιονιστές, σύγκρουση που αργότερα θα του στερούσε τη ζωή κατά την απομόνωση του αντάρτικου στρατού που διηύθηνε στη Βολιβία.
Παραθέτουμε τμήμα της ομιλίας του Τσε στην Αφροασιατική Σύνοδο, στις 24 Φλεβάρη του 1965:
«Πιστεύουμε ότι η ευθύνη της βοήθειας των εξαρτημένων χωρών πρέπει να προσεγγιστεί με τέτοιο πνεύμα. Δεν πρέπει να γίνεται άλλο συζήτηση για την ανάπτυξη αμοιβαία επωφελών συναλλαγών με βάση τις τιμές που επιβάλλονται στις καθυστερημένες χώρες από το νόμο της αξίας και τις διεθνείς σχέσεις της άνισης ανταλλαγής, που προκύπτουν από το νόμο της αξίας.
Πώς μπορεί να είναι “αμοιβαία επωφελές“ να πουλάμε στις τιμές της παγκόσμιας αγοράς τις πρώτες ύλες που κοστίζουν στις υποανάπτυκτες χώρες πάρα πολύ ιδρώτα και βάσανα και να αγοράζουμε σε τιμές παγκόσμιας αγοράς τα μηχανήματα που παράγονται στα σημερινά μεγάλα αυτοματοποιημένα εργοστάσια;
Εάν δημιουργήσουμε μια τέτοια σχέση μεταξύ των δύο ομάδων εθνών, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι οι σοσιαλιστικές χώρες είναι, κατά κάποιο τρόπο, συνεργάτες της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ποσό της ανταλλαγής με τις υπανάπτυκτες χώρες είναι ένα ασήμαντο μέρος του εξωτερικού εμπορίου των σοσιαλιστικών χωρών. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν εξαλείφει τον ανήθικο χαρακτήρα αυτής της ανταλλαγής.
Οι σοσιαλιστικές χώρες έχουν το ηθικό καθήκον να σταματήσουν τη σιωπηρή συνενοχή τους με τις χώρες εκμετάλλευσης της Δύσης. Το γεγονός ότι το εμπόριο σήμερα είναι μικρό δεν σημαίνει τίποτα. Το 1959 η Κούβα πούλησε περιστασιακά ζάχαρη σε ορισμένες χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ, συνήθως μέσω άγγλων μεσιτών ή μεσιτών άλλων εθνοτήτων. Σήμερα το 80% του εμπορίου της Κούβας είναι με αυτήν την περιοχή. Ολες οι ζωτικές προμήθειές του προέρχονται από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και στην πραγματικότητα έχει ενταχθεί σε αυτό το στρατόπεδο. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η είσοδος στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο προκλήθηκε μόνο από την αύξηση του εμπορίου. Ούτε η αύξηση του εμπορίου οφείλεται στην καταστροφή των παλαιών δομών και στην υιοθέτηση της σοσιαλιστικής μορφής ανάπτυξης. Και οι δύο πλευρές της ερώτησης τέμνονται και είναι αλληλένδετες.
Δεν ξεκινήσαμε στο δρόμο που καταλήγει στον κομμουνισμό προβλέποντας όλα τα βήματ, όπως λογικά προκαθορίζεται από μια ιδεολογία που προχωρά προς έναν σταθερό στόχο. Οι αλήθειες του σοσιαλισμού, καθώς και οι ωμές αλήθειες του ιμπεριαλισμού, σφυρηλάτησαν τους λαούς μας και τους έδειξαν το δρόμο που έχουμε τώρα συνειδητά. Για να προχωρήσουν προς την πλήρη απελευθέρωσή τους, οι λαοί της Ασίας και της Αφρικής πρέπει να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Θα τον ακολουθήσουν αργά ή γρήγορα, ανεξάρτητα από το επίθετο που μπορεί να πάρει σήμερα ο σοσιαλισμός τους.
Για εμάς δεν υπάρχει έγκυρος ορισμός του σοσιαλισμού εκτός από την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οσο αυτό δεν έχει επιτευχθεί, αν νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο στάδιο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά αντί να σταματήσουμε την εκμετάλλευση ή το έργο της καταστολής της σταματά –ή, χειρότερα, αντιστρέφεται- τότε δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για οικοδόμηση του σοσιαλισμού».
Η Κούβα του Κάστρο, απαλλαγμένη από τον Γκεβάρα, υποτάχθηκε πλήρως στους ρεβιζιονιστές. Επί δεκαετίες πουλούσε αγροτικά εμπορεύματα και με το συνάλλαγμα που αποκόμιζε δεν έκανε επενδύσεις στη βιομηχανία της, για να παράγει τα απαραίτητα τρόφιμα και φάρμακα για τον πληθυσμό της, αλλά εφοδιαζόταν με όλα τα απαραίτητα με εισαγωγές. Οταν το 1991 κατέρρευσε η κρατικοκαπιταλιστική ΕΣΣΔ και κατέρρευσαν και οι Λαϊκές Δημοκρατίες, κατέρρευσε και η οικονομία της Κούβας. Οι σημερινοί ηγέτες της σβήνουν όλη αυτή την ιστορία της προδοσίας και μας λένε ότι φταίει το αμερικανικό εμπάργκο. Οχι, δε φταίει το αμερικανικό εμπάργκο, φταίει ότι ανακόπηκε η πορεία της επανάστασης και ότι κουμάντο στη Κούβα κάνει ένα καθεστώς που υποτάχτηκε σε συγκεκριμένους δυνάστες, τη ρεβιζιονιστική κλίκα του Κρεμλίνου, ενώ σήμερα φλερτάρει ανοιχτά με την ιμπεριαλιστική Κίνα ή με τον λεγόμενο «άξονα της αντίστασης» (Ιράν-Ρωσία) και τώρα προσπαθεί να διασώσει το μονοπώλιο της εξουσίας, πουλώντας αντιιμπεριαλισμό και σοσιαλισμό.
Το λυπηρό φαινόμενο είναι ότι αρκετοί απ’ αυτούς που ανήκουν στην «εκτός των τειχών» Αριστερά και ειδικά νεότεροι που δεν έζησαν τις πολιτικοϊδεολογικές συγκρούσεις του παρελθόντος, σήμερα διαπράττουν το ίδιο έγκλημα με τους ρεβιζιονιστές του Φλωράκη, που παρουσίαζαν την ΕΣΣΔ του Μπρέζνιεφ και του Γκορμπατσόφ ως σοσιαλιστική. Ετσι, όμως, συσκοτίζουν την ταξική εκμετάλλευση στην Κούβα, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό δε γίνεται τυχαία. Το μεγαλύτερο κομμάτι των στελεχών που έφυγε το 1989 από τον Περισσό, καταγγέλλοντας την ηγεσία του Φλωράκη ότι προσχωρεί στο αστικό στρατόπεδο του κυβερνητισμού, με τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ του Μητσοτάκη και την ΕΑΡ του Κύρκου και στη συνέχεια με την αποκληθείσα «οικουμενική» κυβέρνηση, συνέχισε να θεωρεί την Κούβα σοσιαλιστική. Οι συγκεκριμένοι επηρέασαν και τις νεότερες γενιές.
Υποτίθεται ότι το κομμουνιστικό κόμμα καθοδηγεί την εργατική τάξη της Κούβας στα… δύσβατα μονοπάτια της οικοδόμησης του κομμουνισμού, μόνο που δεν υπάρχει τίποτα το σοσιαλιστικό στη φτώχεια και την εξαθλίωση του κουβανικού λαού, τίποτα κομμουνιστικό στο κυβερνών κόμμα που καλύπτει τα εγκλήματά του με αντιιμπεριαλιστικές ιαχές και την ίδια στιγμή τα στελέχη του χαριεντίζονται με την ιμπεριαλιστική Κίνα.