Η μπασκετική οικογένεια της Ευρώπης είναι σίγουρα πιο «φτωχή» από το πρωί της Πέμπτης, μιας και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών ο Ντούσαν Ιβκοβιτς από πνευμονικό οίδημα, πληρώνοντας κατά πως φαίνεται την αγάπη του για τα περιστέρια. Από το 2016 είχε αποτραβηχτεί από τους πάγκους των ομάδων ολοκληρώνοντας μια πλούσια καριέρα γεμάτη επιτυχίες αλλά και αποτυχίες. Μπορεί να μην είναι ο πλέον πολυνίκης προπονητής στην Ευρώπη (αυτός είναι ο κουμπάρος του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς), επέδρασε ωστόσο στο χώρο του μπάσκετ όσο λίγοι τα τελευταία 35 χρόνια.
Παρτιζάν, Αρης, ΠΑΟΚ, Πανιώνιος, Ολυμπιακός, ΑΕΚ, ΤΣΣΚΑ Μόσχας, Δυναμό Μόσχας, Αναντολού Εφές (πρώην Εφές Πίλσεν) είναι μερικές από τις ομάδες στις οποίες εργάστηκε και άφησε το στίγμα του.
Με την ενωμένη Γιουγκοσλαβία, ως πρώτος προπονητής, έχει κατακτήσει το ασημένιο μετάλλιο το 1988 στη Σεούλ (χάνοντας στον τελικό από την Ε«ΣΣ»Δ και το δίδυμο Σαμπόνις-Μαρτσουλιόνις), δύο χρυσά μετάλλια σε Ευρωμπάσκετ (1989, 1991) και ένα χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα της Αργεντινής (1990), συμβάλλοντας στην προσπάθειά της να επανακτήσει τα πρωτεία από την Ε«ΣΣ»Δ και τις ΗΠΑ.
Εξαιτίας του πολέμου και της διάσπασης της Γιουγκοσλαβίας, το παγκόσμιο μπασκετικό κοινό έχασε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια τιτανομαχία στους ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης το ’92 ανάμεσα στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία των Πέτροβιτς, Ράτζα, Κούκοτς, Βράνκοβιτς, Κόμαζετς, Ντίβατς, Πάσπαλι, Σάβιτς, Τζόρτζεβιτς, Ντανίλοβιτς, Ραντούλοβιτς, Ζντοβτς και τις ΗΠΑ των Τζόρνταν, Πίπεν, Τζόνσον, Μπερντ, Μαλόουν, Στόκτον, Γιούιν, Ρόμπινσον, Μπάρκλεϊ, Ντρέξλερ, Μάλιν.
Η Γιουγκοσλαβία, ως ομάδα, επιστρέφει στις διεθνείς διοργανώσεις με τον ίδιο όνομα, αλλά αποτελούμενη μόνο από Σέρβους και Μαυροβούνιους παίκτες (οι διεθνείς κυρώσεις που της είχαν επιβληθεί σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της FIBA δεν της επέτρεψαν να συμμετάσχει στους ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, στο Ευρωμπάσκετ του 1993 στη Γερμανία και στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1994 στον Καναδά), στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το ’95, όπου κερδίζει το χρυσό μετάλλιο απέναντι στη Λιθουανία.
Οι Ελληνες φίλαθλοι έζησαν τον Ντούσαν Ιβκοβιτς από κοντά για ένα μεγάλο μέρος της καριέρας του, έχουν σίγουρα πολλές αναμνήσεις από τα διαδοχικά «περάσματά» του από το ελληνικό πρωτάθλημα και παρά το γεγονός ότι δούλεψε σε αρκετές ομάδες, χαίρει της εκτίμησης της πλειοψηφίας του μπασκετικού κοινού της Ελλάδας.
Τη διετία 1980-1982 βρίσκεται στον πάγκο του Αρη, προωθεί νέους παίκτες (όπως ο Φιλίππου και ο Ρωμανίδης) και προσπαθεί να οργανώσει τα τμήματα υποδομής του συλλόγου. Ορισμένοι βέβαια παλιοί φίλοι του Αρη μπορεί να θυμηθούν την κόντρα του με τον Γκάλη αλλά και τον μπον βιβέρ Χάρη Παπαγεωργίου, για να υποστηρίξουν ότι έχασαν δύο πρωταθλήματα από τον Παναθηναϊκό. Θα μας επιτρέψετε να πούμε ότι ήταν η άφιξη του Γιαννάκη στην ομάδα το καλοκαίρι του ’84 αυτή που μετέτρεψε τον Αρη, από απλό διεκδικητή του τίτλου, στον απόλυτο κυρίαρχο εντός των συνόρων (πήρε εφτά πρωταθλήματα σερί!), φέρνοντας παράλληλα και την ευρωπαϊκή καταξίωση με τη συμμετοχή του σε τρία διαδοχικά φάιναλ φορ (1988, 1989 και 1990) του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Το καλοκαίρι του 1991, μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, αυτή τη φορά για λογαριασμό του ΠΑΟΚ, με στόχο να εκθρονίσει τον Αρη και να καταξιώσει την ομάδα στην Ευρώπη.
Διαδέχεται τον Ντράγκαν Σάκοτα, με τον οποίο ο ΠΑΟΚ είχε κερδίσει το κύπελλο Κυπελλούχων (με αντίπαλο τη Σαραγόσα στη Γενεύη το 1990), όμως χάνει το πρωτάθλημα στις λεπτομέρειες από τον Αρη. Ο Ιβκοβιτς διατηρεί το υπάρχον ρόστερ, προσθέτοντας σε αυτό τον Νίκο Φιλίππου, και κατορθώνει να φτάσει και πάλι στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, χάνοντας ωστόσο από τη Ρεάλ Μαδρίτης ύστερα από ολέθριο λάθος του Φασούλα. Παρολαυτά, ανασυντάσσει την ομάδα και κατορθώνει στο τέλος της σεζόν να σηκώσει το τρόπαιο του πρωταθλητή Ελλάδας. Αυτό είναι το τελευταίο, μέχρι σήμερα, πρωτάθλημα της ομάδας του ΠΑΟΚ.
Την επόμενη σεζόν (1992-1993) φτάνει στην ομάδα ο Κλιφ Λέβινγκστον κατευθείαν από τους δις (μέχρι εκείνη τη στιγμή) πρωταθλητές Σικάγο Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν και συνθέτει ένα ασταμάτητο δίδυμο ψηλών με τον Κένεθ Μπάρλοου. Μαζί με τους Κόρφα, Πρέλεβιτς, Φασούλα, Μπουντούρη, ο ΠΑΟΚ παίζει το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη, φτάνει για πρώτη ( και μοναδική ως τώρα) φορά στο φάιναλ φορ της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ηττάται ωστόσο στις λεπτομέρειες από την Μπενετόν του παιχταρά Κούκοτς και του Ρουσκόνι.
Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ ίσως πουν ότι θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα τον ημιτελικό, δίνοντας εντολή στους περιφερειακούς του να πασάρουν περισσότερο στους ψηλούς της ομάδας και ειδικά στον εκρηκτικό Λέβινγκστον, ενώ ίσως ακόμα του χρεώσουν στη συνέχεια και την κατάρρευση στους ημιτελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος και τον αποκλεισμό με 1-3 νίκες από τον ανερχόμενο Ολυμπιακό του Ιωαννίδη.
Στον Πανιώνιο, τη διετία 1994-1996, προπονεί δίχως άγχος και πίεση, η ομάδα παίζει ελκυστικά με πρωταγωνιστές τους Χριστοδούλου, Ντίνκινς και Πάσπαλι, δεν μπορεί όμως να ανταγωνιστεί τους δύο μεγάλους της Αθήνας και του Πειραιά, που έχουν μετατρέψει πλέον σε δική τους υπόθεση το πρωτάθλημα και τα φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Ο ερχομός του στον Ολυμπιακό τη σεζόν 1996-1997 θα συνοδευτεί με την απόλυτη καταξίωση. Πετυχαίνει το λεγόμενο triple crown, κερδίζοντας όλους τους τίτλους που διεκδικεί (πρωτάθλημα, Κύπελλο Ελλάδας, Κύπελλο Πρωταθλητριών), παρά το άσχημο ξεκίνημα στο πρώτο μισό της σεζόν και τη σύγκρουση με τον ΝΒΑερ Ουίλι Αντερσον που οδήγησε στην απομάκρυνση του τελευταίου και άφησε την ομάδα με έναν μόνο Αμερικανό, τον Ντέιβιντ Ρίβερς.
Οι επόμενες δύο χρονιές στον Ολυμπιακό δεν είναι το ίδιο επιτυχημένες. Στο ξεκίνημα της σεζόν 1996-1997 (χωρίς πλέον τον Ρίβερς, που δεν ήθελε να πληρώσει καλά ο Σ. Κόκκαλης, τον Σιγάλα και τον Παπανικολάου, αλλά με τον Ρότζερς και τον Καρνισόβας) σαρώνει τα πάντα μέχρι που γκρεμίζεται από την Παρτιζάν, πρόωρα στη φάση των 16 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, λόγω τραυματισμών σημαντικών παικτών, ενώ χάνει και τα εγχώρια σκήπτρα μένοντας έξω από τον τελικό του πρωταθλήματος, από το ξερό σουτ του Πέτζα Στογιάκοβιτς στο ΣΕΦ. Η επόμενη σεζόν (1997-1998) θα είναι και η τελευταία της πρώτης θητείας του στον Ολυμπιακό. Η ομάδα, παρόλο που είναι το φαβορί για όλες τις διοργανώσεις, αιφνιδιάζεται και χάνει στον ημιτελικό από την υπερηχητική Ζαλγκίρις του Καζλάουσκας, ενώ στο εσωτερικό, παρά το πλεονέκτημα έδρας, θα χάσει τον τίτλο από τον Παναθηναϊκό.
Με την ΑΕΚ, τη διετία 1999-2001, κατακτά το κύπελλο Σαπόρτα (πρώην Κυπελλούχων) απέναντι στην Κίντερ Μπολόνια, με την ομάδα να στηρίζεται στους Κορωνιό, Ντικούδη, Τσακαλίδη, Μπούι και στη χρυσή φουρνιά των εφήβων του ’95 (Χατζής, Κακιούζης). Δεν καταφέρνει ωστόσο να φτάσει στον τελικό του πρωταθλήματος, χάνοντας και τις δύο χρονιές στον ημιτελικό από τον Παναθηναϊκό του κουμπάρου του Ζ. Ομπράντοβιτς.
Φεύγει για τη Ρωσία και την ΤΣΣΚΑ Μόσχας (2002-2005) με την οποία φτάνει, αλλά χάνει, τρεις σερί φορές στον ημιτελικό του φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας (πρόκειται ουσιαστικά για το παλιό Κύπελλο Πρωταθλητριών). Η τελευταία μάλιστα, το 2005 από την Ταού Κεράμικα (σήμερα Μπασκόνια), ήταν μακράν η χειρότερη ήττα της προπονητικής του καριέρας.
Επειτα από ένα σύντομο πέρασμα από τη Δυναμό Μόσχας (2005-2007), με την οποία κατακτά το Uleb Cup (σήμερα EuroCup), επιστρέφει για δεύτερη φορά στον Ολυμπιακό των Αγγελόπουλων το 2010. Αυτή η δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό είναι ακόμα πιο συναρπαστική από την πρώτη. Παραλαμβάνει μια ομάδα με μπάτζετ 38 εκατομμυρίων ευρώ, με πρωταγωνιστή τον νεοαφιχθέντα Σπανούλη, δεν καταφέρνει ωστόσο να ξεπεράσει το εμπόδιο της Σιένα (παρά το θρίαμβο στο πρώτο παιχνίδι και τη νίκη με 48 πόντους διαφορά!) στη φάση των 8 της Ευρωλίγκας, ενώ χάνει και το πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό.
Η δεύτερη ωστόσο χρονιά είναι αυτή που θυμούνται, όχι μόνο όλοι οι φίλοι του Ολυμπιακού, αλλά και αυτοί του μπάσκετ. Υστερα από τα φεύγουμε-μένουμε των Αγγελόπουλων, ο προϋπολογισμός πέφτει στα 7 εκατομμύρια ευρώ, η ομάδα αλλάζει δραματικά, νέοι παίχτες εμφανίζονται στο προσκήνιο, όπως ο Μάντζαρης και ο Σλούκας, ενώ οι άγνωστοι ή ξεπεσμένοι ξένοι όπως ο Χάινς, ο Ντόρσεϊ και ο Λο αποδεικνύονται «λαχεία». Η ομάδα δείχνει αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα και σκληράδα, φτάνει καθαρά στον τελικό της Ευρωλίγκας, όπου κερδίζει τη λούζερ ΤΣΣΚΑ του Καζλάουσκας και του αυτοκαταστροφικού Τεόντοσιτς, ανατρέποντας διαφορά 19 πόντων στα τελευταία 11 λεπτά του παιχνιδιού. Ακόμα και σήμερα, 11 χρόνια μετά, οι φίλοι του Ολυμπιακού δεν μπορούν να παρακολουθήσουν με ψυχραιμία το συγκεκριμένο παιχνίδι σε επανάληψη.
Αποτιμώντας το προπονητικό του έργο, θα λέγαμε ότι οι ομάδες του διακρίνονταν από νεύρο, ένταση, αθλητικότητα, πειθαρχία και ισορροπία σε άμυνα και επίθεση. Στο πέρασμά του από τη χώρα μας κατάφερε να μπολιάσει τον ταλαντούχο αλλά και απείθαρχο έλληνα μπασκετμπολίστα με την οργάνωση και το σχεδιασμό της γιουγκοσλαβικής σχολής.
Πολιτικά, αν και ποτέ δεν συνέβαλε με δηλώσεις του στο να φουντώσει το μίσος ανάμεσα στις εθνότητες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεν διαχώρισε ποτέ τη θέση του από τον μεγαλοσέρβικο εθνικισμό και δέχτηκε να υπηρετήσει από τη θέση του προπονητή της εθνικής ομάδας την κλίκα του Μιλόσεβιτς (μετά το εμπάργκο, όπως γράψαμε πιο πάνω), η οποία αναζητούσε εναγωνίως μια αθλητική επιτυχία για να συσπειρώσει το σέρβικο στοιχείο και να βγει από το περιθώριο.
Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ξεφύγει από τον κανόνα, ότι η χρόνια ενασχόληση με τον επαγγελματικό αθλητισμό σκοτώνει την υγιή και διεισδυτική ματιά στην κοινωνική πραγματικότητα.
Γ.Ρ.