25/1/1995. Στο «Σέλχαρστ Παρκ», στο νότιο Λονδίνο, η Κρίσταλ Πάλας υποδέχεται την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο αγώνα είναι κρίσιμος για τους φιλοξενούμενος που διεκδικούν το πρωτάθλημα. Από το πρώτο λεπτό του αγώνα ο αμυντικός της Πάλας, Ρίτσαρντ Σο, προσπαθεί να βγάλει εκτός παιχνιδιού τον Ερίκ Καντονά, παίζοντας σκληρά και βρώμικα τον επιθετικό της Γιουνάιτεντ.
Στη λήξη του πρώτου ημίχρονου ο Αλεξ Φέργκιουσον έχει έντονη αντιπαράθεση με τον διαιτητή του αγώνα, για την ανοχή που δείχνει στο σκληρό παιχνίδι του Σο. Ο προπονητής της Γιουνάιτεντ, γνωρίζοντας τον εκρηκτικό χαρακτήρα του Καντονά, φοβάται ότι αν συνεχιστούν τα χτυπήματα του Σο, θα υπάρξει αντίδραση.
Οι φόβοι του Φέργκιουσον γίνονται πραγματικότητα λίγο μετά την έναρξη του δεύτερου ημίχρονου. Στο 48ο λεπτό ο Σο κλοτσάει τον Καντονά και αυτός ανταποδίδει το χτύπημα εκτός φάσης. Ο επόπτης βλέπει την κίνηση τον γάλλου επιθετικού και ενημερώνει τον διαιτητή, ο οποίος δείχνει στον επιθετικό των φιλοξενούμενων την κόκκινη κάρτα. Μετά την αποβολή του ο Καντονά, κατευθυνόμενος προς τα αποδυτήρια, γύρισε ξάφνικά προς την εξέδρα και με μια κλοτσιά Kung Fu χτύπησε τον 20χρονο Μάθιου Σίμονς, οπαδό των γηπεδούχων, που τον έβρισε από την εξέδρα.
Στη δίκη που ακολουθεί ο Καντονά κατηγορείται για βιαιοπραγία, κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε 8 μήνες αποκλεισμό από την αγωνιστική δράση, 120 μέρες κοινωνική εργασία και οικονομικό πρόστιμο. Ο Σίμονς υποστήριξε ότι είπε «έξω, έξω, έξω, τέλος το παιχνίδι για εσάς, κ. Καντονά», ενώ ο παίχτης υποστήριξε ότι τον έβρισε χυδαία λέγοντας «άντε γαμήσου, τράβα πίσω στη Γαλλία, γάλλε μπάσταρδε» και ότι αποκάλεσε τη μητέρα του «γαλλίδα πουτάνα».
Αν κρίνουμε από το παρελθόν του Σίμονς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δίκιο είχε ο Καντονά. Τρία χρόνια πριν από το περιστατικό, σε ηλικία 17 ετών, ο Σίμονς κατέβαινε σε παρελάσεις του Βρετανικού Εθνικιστικού Κόμματος και του Εθνικού Μετώπου, δύο νεοναζιστικών μορφωμάτων της βρετανικής πολιτικής σκηνής, και καταδικάστηκε για απόπειρα ληστείας μετά βιαιοπραγίας σε πρατήριο βενζίνης στο Κρόιντον, επειδή τραυμάτισε σοβαρά με ένα μεγάλο σιδερένιο εργαλείο τον άτυχο εργαζόμενο του πρατήριου, που ήταν μετανάστης από τη Σρι Λάνκα.
Οταν ο Καντονά κλότσησε τον Σίμονς δεν γνώριζε ότι ήταν φασίστας. Είχε όμως, εκτός από σπάνιο ποδοσφαιρικό ταλέντο, κοινωνική δράση και πολιτική συγκρότηση, που δεν του επέτρεπαν να αποδεχτεί τη λογική «ο οπαδός μπορεί να βρίζει τους παίχτες χωρίς τιμωρία, ενώ ο παίχτης που θα αντιδράσει, επειδή δεν ανέχεται τη λεκτική και σωματική βία, θα πρέπει να τιμωρείται παραδειγματικά». Δεν μπορούσε να το «βουλώσει» μπροστά στην αδικία και το ρατσισμό της εξέδρας, που εκείνη την περίοδο ήταν έντονος και ανεκτός από τη ΦΙΦΑ και τις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, που για να μην «αμαυρώσουν» το ποδοσφαιρικό προϊόν, τα έκρυβαν «κάτω από το χαλί». Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, αντέδρασε στην πρόκληση του Σίμονς και του απάντησε με τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζεται κάθε ρατσιστική και φασιστική συμπεριφορά.
Επίσης, γνωρίζοντας την πολιτική συγκρότηση του Καντονά, θεωρείται αυτονόητη η ανάληψη της «πολιτικής ευθύνης». Ο Ερίκ, απαντώντας στους επικριτές του και στο επιχείρημα ότι είναι πρότυπο και δεν έπρεπε να αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο, απάντησε ότι δεν έχει μετανιώσει ούτε για μια στιγμή γι’ αυτό που έκανε και δήλωσε: «μια από τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα μου ήταν εκείνη η κλοτσιά. Προσπάθησα να τον χτυπήσω ξανά, γιατί δεν προσγειώθηκα στα πόδια μου. Δεν έβαλα πολλή δύναμη. Επρεπε να το κάνω πιο δυνατά. Ηταν μια δραματική σκηνή κι εγώ ήμουν ηθοποιός… Παίρνω τα πράγματα πολύ σοβαρά, χωρίς να παίρνω στα σοβαρά τον εαυτό μου. Δεν σκέφτηκα ποτέ την ευθύνη ή το ποιος ήμουν ή το ότι ήμουν ποδοσφαιριστής και έπρεπε να είμαι πρότυπο. Δεν με ένοιαξε ποτέ να είμαι πρότυπο ή κάποια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ηθελα να κάνω αυτό που ήθελα. Αν ήθελα να κλοτσήσω κάποιον, θα τον κλοτσούσα. Κάποια άλλη μέρα ίσως τα πράγματα να ήταν τελείως διαφορετικά και ν’ αντιμετώπιζα αυτό τον τύπο με διαφορετικό τρόπο».
Σε άρθρο του στον «Independent», λίγες μέρες μετά το περιστατικό και ενώ είχε γίνει γνωστό ότι ο Σίμονς ήταν νεοναζί, ο έμπειρος αθλητικός συντάκτης, Ρίτσαρντ Γουίλιαμς έγραψε: «Δεν χρειαζόταν να ψάξεις πολύ ή να κάνεις δύσκολη έρευνα για τον κ. Μάθιου Σίμονς του Θόρντον Χιθ για να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι το μόνο λάθος του Ερίκ Καντονά ήταν ότι σταμάτησε να τον χτυπάει. Οσο περισσότερα ανακαλύπτονται για τον κ. Σίμονς τόσο περισσότερο η επίθεση του Καντονά μοιάζει με ενστικτώδη έκφραση αλάνθαστου ηθικού κινήτρου».
Την ορθότητα της άποψής του αποδεικνύει το γεγονός ότι στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των φιλάθλων, η κλοτσιά του Κing Eric στο «Σέλχαρστ Παρκ» θεωρείται μια γερή κλοτσιά στο ρατσισμό και τους φασίστες.
Κος Πάπιας
ΥΓ1. Ο τίτλος του σημειώματος είναι μέρος από το σύνθημα των οπαδών της Νέας Ιωνίας στον αγώνα κόντρα στον Ολυμπιακό Λιοσίων: «Ιων σημαίνει για πάντα προσφυγιά, στ’ αρχίδια μας τον γράφουμε τον κάθε βασιλιά. Εναν αναγνωρίζουμε εμείς για βασιλιά, κλότσαγε φασίστες, τον λέγαν Καντονά».
ΥΓ2. Ο Ερίκ Καντονά αυτοβιογραφούμενος σε επιστολή του στο Τhe Players’ Tribune το 2018:
«Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στη ζωή σου. Αλήθεια το πιστεύω αυτό. Αλλά η ζωή σου, η ιστορία σου, η ουσία σου, επίσης δίνουν νόημα στο ποδόσφαιρo. Θα μιλήσω για κάποια πράγματα για τα οποία δεν συζητάω σχεδόν ποτέ. Θέλω να σας πω μια ιστορία που διαμόρφωσε όλα όσα είμαι. Συνέβη πριν καν γεννηθώ.
Πρέπει να πάμε πίσω στο 1939, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου. Ο παππούς (από την πλευρά της μητέρας μου) ήταν από τη Βαρκελώνη και πολέμησε κατά του δικτάτορα Φράνκο μέχρι τέλους. Στο τέλος του πολέμου ήταν καταζητούμενος και είχε μόνο λίγα λεπτά για να αποδράσει προτού καταλάβει την πόλη ο στρατός των εθνικιστών. Επρεπε να περάσει τα Πυρηναία με τα πόδια για να φτάσει στη Γαλλία και δεν είχε χρόνο για κανονικούς αποχαιρετισμούς. Αυτό ήταν το τέλος. Ζωή ή θάνατος. Ετσι, λίγο προτού φύγει, πήγε και βρήκε το κορίτσι του, και τη ρώτησε, “είσαι έτοιμη να με ακολουθήσεις;” Ηταν 28 ετών. Εκείνη 18. Επρεπε να αφήσει πίσω την οικογένεια, τους φίλους της, τα πάντα. Αλλά του είπε, “Ναι, φυσικά!” Αυτή ήταν η γιαγιά μου.
Εζησαν στα στρατόπεδα προσφύγων στη γαλλική ακτογραμμή. Εκεί υπήρχαν πάνω από 100.000 ισπανοί πρόσφυγες. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα τους συνέβαινε αν δεν τους δέχονταν οι Γάλλοι; Αλλά όχι, έδειξαν συμπόνια. Η ανθρωπότητα πρέπει να δείχνει πάντα συμπόνια σε αυτούς που υποφέρουν. Οι παππούδες μου δεν είχαν τίποτα όταν έφτασαν. Επρεπε να αρχίσουν τις ζωές τους από την αρχή. Αλλά μετά από λίγο καιρό δόθηκε η ευκαιρία στους πρόσφυγες να δουλέψουν στην κατασκευή ενός φράγματος στο Saint-Etienne-Cantales. Αυτή είναι η ζωή του πρόσφυγα. Πας εκεί που πρέπει και κάνεις αυτό που πρέπει. Και έτσι πήγαν. Και έφτιαξαν τη ζωή τους. Η μητέρα μου γεννήθηκε εκεί μετά από λίγα χρόνια και τελικά η οικογένεια μετακόμισε στη Μασσαλία.
Αυτή η ιστορία τρέχει στο αίμα μου. Με διαμόρφωσε σαν άνθρωπο. Αλλά υπήρχε στο μυαλό μου μόνο σαν όνειρο. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες αυτής της μάχης, μόνο ιστορίες. Δεν υπήρχε κάτι που μπορούσες να αγγίξεις, να δεις, από εκείνη την εποχή. Αλλά το 2007, η διάσημη “Μεξικάνικη Βαλίτσα“ του φωτογράφου Robert Capa βρέθηκε σε ένα σπίτι στο Μέξικο Σίτι. Μέσα στα παλιά κουτιά υπήρχαν 4.500 αρνητικά από τον Ισπανικό Εμφύλιο, τα οποία αγνοούνταν για πάνω από 60 χρόνια. Κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκαν στο Μεξικό.
Ημουν πολύ περίεργος, κι έτσι όταν έγινε μια έκθεση αυτών των φωτογραφιών στη Νέα Υόρκη, πήγα με τη γυναίκα μου. Οι περισσότερες φωτογραφίες ήταν απλά μικροσκοπικά αρνητικά. Χιλιάδες από αυτά. Επρεπε να τα δεις κάτω από μεγεθυντικό φακό. Αλλά μερικές φωτογραφίες στη μέση της έκθεσης ήταν τεράστιες. Σχεδόν τρία μέτρα. Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες ήταν στο πραγματικό τους μέγεθος, ήταν λες και θα τους έπιανες αν άπλωνες το χέρι σου. Και τότε είδα τον παππού μου. Ηταν αδύνατον, όχι; Αλλά ήταν εκεί, νέος. Ενιωθα πως ήταν αυτός, αλλά δεν ήμουν απόλυτα σίγουρα γιατί δεν τον είχα δει ποτέ τόσο νέο. Ετσι, όταν η έκθεση ήρθε στη Γαλλία λίγους μήνες μετά, πήρα τη μητέρα μου για να δει τη φωτογραφία. Και ήταν πάλι εκεί, νέος. Είπα, “είναι στα αλήθεια αυτός;” Και η μητέρα μου είπε, “ναι, είναι αυτός. Είναι από τη στιγμή που έφευγαν στα βουνά”. Ηταν απίστευτο. Φανταστείτε να μην τα κατάφερνε ο παππούς μου. Φανταστείτε να μην τον ακολουθούσε η γιαγιά μου. Ισως τότε, η μητέρα μου να μην υπήρχε ποτέ. Ισως ούτε εγώ να υπήρχα. Ομως, αυτή είναι η μισή ιστορία μας.
Υπάρχει άλλη μια φωτογραφία που καθορίζει τη ζωή μου. Οι παππούδες του πατέρα μου ήταν επίσης πρόσφυγες. Ηρθαν στη Γαλλία από τη Σαρδηνία για να γλιτώσουν από τη φτώχια το 1911. Τρία χρόνια μετά, ο προπάππους μου κλήθηκε να υπηρετήσει στον Α’ Παγκόσμιο και εισέπνευσε τόσα αέρια που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του καπνίζοντας ευκάλυπτο για να μπορέσει να αναπνεύσει καλύτερα.
Ο γιος του, ο παππούς μου, πολέμησε με τους Γάλλους στον Β’ Παγκόσμιο και όταν επέστρεψε από τον πόλεμο, δούλεψε ως οικοδόμος. Αποταμίευσε αρκετά λεφτά ώστε να αγοράσει ένα κομμάτι γης στο λόφο της Μασσαλίας όταν ο πατέρας μου ήταν έφηβος. Το οικόπεδο είχε μια μικρή σπηλιά. Επρεπε να ζήσουν κάπου όσο ο παππούς μου έχτιζε το σπίτι, άρα τι έκαναν; Απλό. Ζούσαν μέσα στη σπηλιά για δύο χρόνια. Το μόνο που είχαν για να ζεστάνουν τη σπηλιά ήταν ένας φούρνος. Μοιάζει με αυτές τις ιστορίες που λένε οι οικογένειες “για τα παλιά χρόνια“, αλλά υπάρχει μια φωτογραφία από το χειμώνα του 1956 με τους παππούδες και τον πατέρα μου στη σπηλιά, σκεπασμένους με κουβέρτες για να ζεσταθούν.
Ο παππούς μου έχτισε το σπίτι σιγά σιγά και στο τέλος έχτισε κι ένα σπίτι για τους γονείς μου. Αυτό είναι το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα. Αυτό κληρονόμησα. Αυτό είναι το αίμα μου. Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να κουβαλάω δέκα σακιά με άμμο μέχρι το σπίτι πάνω στον λόφο, που φτιαχνόταν ακόμα. Μόνο μετά από αυτό, με άφηναν να παίξω ποδόσφαιρο.
Κατά τη διάρκεια της μέρας, ο πατέρας μου έφτιαχνε το σπίτι και κατά τη διάρκεια της νύχτας εργαζόταν ως νοσοκόμος σε ψυχιατρική κλινική. Αλλά ακόμα κι αυτό το κομμάτι της ιστορίας έχει ένα ιδιαίτερο νόημα. Υπήρχε λόγος που ο πατέρας μου έγινε νοσοκόμος και δούλεψε στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Εγινε γιατί ο νονός του ήταν ασθενής εκεί. Το όνομά του ήταν Sauveur και ήταν ο αδερφός του παππού μου. Είχε πιαστεί αιχμάλωτος για πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου και μετά από αυτήν την τραυματική εμπειρία, εισήχθη στο νοσοκομείο Edouard Toulouse. Ο πατέρας μου ήταν υπερβολικά κοντά με τον Sauveur και αυτός ήταν ο λόγος που θέλησε να γίνει νοσοκόμος σε ψυχιατρείο. Κατέληξε να δουλεύει στη μονάδα που νοσηλευόταν ο νονός του και τον περιποιούνταν κάθε βράδυ.
Αυτή είναι η οικογένειά μου. Αυτή είναι η ιστορία μου. Εχω ζήσει σε όλο τον κόσμο. Για την ακρίβεια, την περασμένη χρονιά αγόρασα μια αγροτική έκταση στη Σαρδηνία για να επανενωθώ με την ιστορία της οικογένειάς μου. Θα αγαπώ όμως για πάντα τη Μασσαλία με όλη μου την καρδιά χάρη σε αυτές τις αναμνήσεις που με διαμόρφωσαν. Θα είναι για πάντα η πόλη μου. Οταν με ρωτούν γιατί έπαιξα ποδόσφαιρο με αυτόν τον τρόπο, αυτή είναι η απάντηση. Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στη ζωή, ναι, αλλά και η ζωή δίνει νόημα στο ποδόσφαιρο.
Σχεδόν ποτέ δεν λέω αυτές τις προσωπικές ιστορίες, ειδικά αυτή για το νονό του πατέρα μου. Είναι πολύ δύσκολο. Οταν μιλάω γι’ αυτό, είναι λες και μου μιλάνε οι άγγελοι. Μοιράζομαι όμως ένα μέρος από την ιστορία μου για έναν σημαντικό λόγο. Ζούμε σε μια εποχή φτώχειας, πολέμου και μετανάστευσης. Υπάρχουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι που δεν μπορούν να αγοράσουν μια μπάλα ποδοσφαίρου από αυτούς που μπορούν να πληρώσουν 200 ευρώ για να δουν ένα ματς της Premier League ή 400 ευρώ το χρόνο για να τη δουν στην τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο είναι ένας από τους μεγάλους δασκάλους της ζωής. Μια από τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις. Αλλά το τρέχον business model του ποδοσφαίρου αγνοεί τεράστιο κομμάτι του κόσμου. Οι φτωχές γειτονιές χρειάζονται το ποδόσφαιρο όσο και το ποδόσφαιρο χρειάζεται τις φτωχές γειτονιές. Πρέπει να στηρίξουμε ένα ποδόσφαιρο πιο θετικό, που περιλαμβάνει τους πάντες και θα κάνω τα πάντα για να βοηθήσω. Γι’ αυτό συμμετέχω στο κίνημα Common Goal ως ο πρώτος μέντορας. Η αποστολή του Common Goal είναι να δώσει το 1% της παγκόσμιας βιομηχανίας ποδοσφαίρου σε ποδοσφαιρικές φιλανθρωπίες, και ήδη πάνω από 60 ποδοσφαιριστές έχουν προσφέρει το 1% του μισθού τους. Το πιο ωραίο είναι ότι πρόκειται για παίκτες από τις μεγάλες ομάδες, άντρες και γυναίκες, από πρωταθλήματα απ’ όλο τον κόσμο.
Το ποδόσφαιρο είναι για τους ανθρώπους. Κι αυτό δεν πρέπει να είναι μια ουτοπία. Ολοι μας, πλούσιοι ή φτωχοί, μετανάστες ή πολίτες δέκατης γενιάς, βρίσκουμε την ίδια χαρά στο παιχνίδι που λέγεται ποδόσφαιρο. Μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε το ίδιο αίσθημα. Με ρωτάνε όλη την ώρα τις ίδιες ερωτήσεις για την καριέρα μου. “Πώς είναι να παίζεις σε αυτή τη Γιουνάιτεντ; Γιατί τα πήγες τόσο καλά;” Ο κόσμος περιμένει κάποια περίπλοκη απάντηση. Θέλουν κάποιο μυστικό νομίζω. Αλλά η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο Sir Alex Ferguson ήταν εξπέρ σε ένα πράγμα. Κάθε φορά που μπαίναμε στο γήπεδο για ένα ματς, μετά από ώρες και ώρες δουλειάς, μας άφηνε να είμαστε ελεύθεροι. Νιώθαμε απόλυτη ελευθερία να κινηθούμε και να παίξουμε όπως θέλουμε. Δεν θα μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο με άλλο τρόπο. Τι είναι το ποδόσφαιρο αν όχι ελευθερία;
Αρα επιτρέψτε μου παρακαλώ να κάνω αυτή την απλή ερώτηση σε αυτούς που “τρέχουν“ το παιχνίδι. Στους παίκτες, τους ατζέντηδες, τους χορηγούς και τις επιτροπές… Τι είναι το ποδόσφαιρο αν όχι ελευθερία; Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε πως όλοι μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για την ανθρωπότητα.
Τώρα ξέρετε την ιστορία μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια μεταναστών, επαναστατών, στρατιωτών και εργατών. Δεν είχαμε πολλά όταν ήμουν παιδί, αλλά για μένα, η αλήθεια της ζωής είναι ότι βρίσκαμε την έκσταση στις μικρές στιγμές. Μπορεί ένα μικρό πικ-νικ με την οικογένειά μας. Τρία ζευγάρια κάλτσες γυρισμένα σε μορφή μπάλας και δεμένα με ένα κορδόνι. Παίζαμε ποδόσφαιρο κάτω από τον ήλιο και μετά ξαπλώναμε στο χορτάρι. Εντυπωσιαζόμασταν με τα πάντα και με το τίποτα. Οταν αποσύρθηκα από το ποδόσφαιρο στα 30 μου, ξέρετε τι έκανα; Εκανα κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Πήγα να ζήσω στην πόλη που έπρεπε να εγκαταλείψουν οι παππούδες μου το 1939. Πήγα να ζήσω στη Βαρκελώνη».