Καλόμαθα από το αραλίκι των διακοπών και έχω βγει εκτός ρυθμού. Μου φαίνεται πολύ δύσκολο να καταλήξω στα κυριότερα αθλητικά γεγονότα της περιόδου που η εφημερίδα δεν κυκλοφόρησε. Στο γραφείο μου ήταν από μέρες αραδιασμένες αθλητικές εφημερίδες και αποκόμματα από διάφορα θέματα αλλά δεν μπορούσα να στρωθώ και να γράψω ούτε γραμμή. Από αναβολή σε αναβολή, έχω μέρες μπροστά μου σκεφτόμουν, άστο για αύριο μήπως και προκύψει γκανιάν θέμα, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, στενέψανε τα όρια και δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια, κάθισα (με πολύ ζόρι και κάνοντας την καρδιά μου πέτρα), να γράψω τη στήλη.
Είχα ενδοιασμούς αν έπρεπε να ξεκινήσω με ένα τέτοιο πρόλογο, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος (προσοχή στο επίπεδο), να καταργήσει ο αρχισυντάκτης τις διακοπές. Αποφάσισα όμως να μην τον αλλάξω, γιατί κατάφερα να γεμίσω μερικές αράδες από το πλάνο της στήλης. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι χρειάζεται και ο αρχισυντάκτης λίγη ξεκούραση, οπότε εκτός σοβαρού απρόοπτου το καλοκαίρι θα αράξουμε και πάλι.
Προσπαθώ να γράψω το σημείωμα βραδάκι Τετάρτης. Η κούραση βαραίνει το κορμί, αλλά έχω πολύ καλή διάθεση. Οχι βέβαια για να γράψω την αθλητική στήλη, αλλά από τα όσα έζησα τις προηγούμενες ώρες της μέρας. Αρχίζω να ψάχνω τα χαρτιά μου σχεδόν μηχανικά και με πολύ κόπο καταφέρνω να καταλήξω στα θέματα με το οποία θα ασχοληθώ. Φτιάχνω ένα καφέ, παίζω και κάνα – δυο πασιέντζες για χαλάρωμα και ξεκινάω να γράψω. Τζίφος. Κοιτάζω την οθόνη του υπολογιστή με το βλέμμα της αγελάδας που κοιτάζει το τρένο να απομακρύνεται. Αρνηση του ίππου να υπερπηδήσει το εμπόδιο. Σηκώνομαι, παίζω για λίγο με τον πιτσιρίκο και ξαναρχίζω την μάταιη προσπάθεια.
Το μυαλό γυρίζει αλλού και νομίζω ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό. Πώς να ασχοληθείς με την μιζέρια και το αποκρουστικό πρόσωπο του επαγγελματικού αθλητισμού, όταν έχεις ζήσει τη μοναδική εμπειρία της συμμετοχής στον γιορτασμό της Πρωτομαγιάς στο Πέραμα; Πώς να γράψεις για τις ίντριγκες και τις λυκοφιλίες στο χώρο του ποδοσφαίρου, όταν έχεις νιώσει τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη σε όλο τους το μεγαλείο; Πώς να περιορίσεις το βλέμμα και τη σκέψη σου στις 17 ίντσες της οθόνης του υπολογιστή, όταν μέχρι πριν από λίγο έβλεπες τις σημαίες του αγώνα να ανεμίζουν και η συγκίνηση από την πρωτομαγιάτικη εκδήλωση σε έπειθε ότι εμείς θα είμαστε στο τέλος οι νικητές;
Προσπαθείς να σκεφτείς τις αποφάσεις της ΟΥΕΦΑ για το μέλλον του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και τα όσα διαδραματίστηκαν στο πρόσφατο συνέδριό της, να βρεις τι θέλουν να πετύχουν πίσω από τις μεγαλοστομίες και τις βαρύγδουπες διακηρύξεις τους, όμως η σκέψη γυρίζει συνεχώς στις φτωχογειτονιές του Πειραιά (ο οποίος για μένα είναι μια πόλη που ξέρω μόνο ότι υπάρχει) και στους κατοίκους τους, που κοίταζαν απορημένοι καθώς περνούσαμε. Ισως γιατί για πρώτη φορά κάποιοι αποφάσισαν να μη κάνουν την πορεία τους στο κέντρο της πόλης, αλλά να περάσουν έξω από τα σπίτια τους και να τους μεταφέρουν σε πρώτο πρόσωπο το κάλεσμα για αντίσταση και αγώνα, να τους καλέσουν να πάρουν την υπόθεσή τους στα δικά τους χέρια και να μην αφήνουν να διαχειρίζονται το δίκιο τους οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές.
Προσπαθώ να αναλύσω την κατάσταση για το ποιος θα κατακτήσει τον τίτλο του πρωταθλήματος στο ποδόσφαιρο και να μπω στην ψυχολογία του ντέρμπι της Λεωφόρου ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, που ίσως κρίνει και τον τίτλο του πρωταθλητή, όμως ξαναβλέπω μπροστά μου, το χαρούμενο πρόσωπο του Αλβανού εργάτη και το ξάφνιασμά του ακούγοντας το σύνθημα «Ο καπιταλισμός γεννά την ανεργία και όχι οι εργάτες από την Αλβανία». Ισως γιατί ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε Ελληνες εργάτες να τον αποκαλούν αδελφό τους και να μη φορτώνουν στις δικές του πλάτες τη μιζέρια και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους.
Ξεκινάω να μελετήσω την κατάσταση στην δεύτερη Εθνική, όπου επτά ομάδες παλεύουν για την άνοδο, και να βρω τις ισορροπίες (γεωγραφικές και πολιτικές) που θα κρίνουν τις ομάδες που θα ανέβουν, όμως νιώθω και πάλι ένα σφίξιμο στην καρδιά, όπως τη στιγμή που ξεπρόβαλαν μπροστά μας τα καζάνια στο Πέραμα και δίπλα τους χτισμένα στην ξερή και κακοτράχαλη πλαγιά του βουνού κάτι κουτιά που τα ονομάζουν σπίτια. Σφίγγεσαι όταν καταλαβαίνεις ότι σε αυτόν τον άχαρο τόπο στεγάζουν τα όνειρα, τους καημούς και τις ελπίδες τους δεκάδες εργατικές οικογένειες, που η καπιταλιστική βαρβαρότητα δεν τους άφησε περιθώρια άλλης επιλογής. «Παρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…»
Σκέφτομαι το πόσο γρήγορα ο Ντέμης έγινε από ποδοσφαιριστής ίνδαλμα, κύριος Νικολαΐδης και ένας ακόμη «ανιδιοτελής εργάτης» του ποδοσφαίρου μας και παρουσιάζεται μπροστά μια ταμπέλα στην είσοδο της πόλης του Περάματος. Μια ταμπέλα σε μισοτελειωμένη οικοδομή που διαφήμιζε ότι πωλούνται πολυτελή διαμερίσματα, σε μια περιοχή που δεν μπορούσες να σταθείς από την μπόχα που έφερνε ο θαλασσινός αέρας από τον «βιολογικό» καθαρισμό στην Ψυτάλλεια.
Αρχισα να ψάχνω τις σημειώσεις μου, αλλά το μυαλό γύρισε ξανά στη στιγμή που έφτασε η πορεία στο χώρο της Ζώνης. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου, ίδια με αυτή όταν το στεφάνι από τα κόκκινα γαρύφαλλα, έπεσε στην θάλασσα, φόρος τιμής στους νεκρούς συντρόφους που δολοφονήθηκαν στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους και όρκος ότι η θυσία τους δεν θα πάει χαμένη και η πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση θα συνεχιστεί μέχρι την τελική νίκη. Ετσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη.
Ηταν πλέον κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν μπορώ να γράψω αθλητικό σημείωμα και ξαναέφερα στο μυαλό μου το γλέντι που στήσαμε. Τα πάντα έμοιαζαν με σκηνικό για μια θεατρική μπρεχτική παράσταση. Η ορχήστρα ανεβασμένη σε μια σκαλωσιά, στην οποία τοποθετήθηκαν μερικές σανίδες και για την ανάγκη της στιγμής βαφτίστηκε πάλκο. Το φόντο σκουριασμένες λαμαρίνες που σχημάτιζαν ένα καράβι, στο οποίο κρεμάστηκαν τα πανό και οι σημαίες και οι μουσικοί έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό με τον ήλιο να τους χτυπάει κατάματα. Το πλάνο συμπληρώνανε οι κόκκινες και μαυροκόκκινες σημαίες που κυμάτιζαν και τα καράβια με τους ναύτες τους, ακουμπισμένους στα κάγκελα της πρύμης, να παρακολουθούν με έκπληξη το γλέντι που είχε στηθεί. Μοναδικές στιγμές που δύσκολα τις ξαναζείς.
Τα λόγια του Βαγγέλη Κορακάκη, για το πώς έγραψε πριν μερικά χρόνια το «Πέραμα», ύμνος για την εργατική τάξη του Περάματος, αλλά κυρίως τα λίγα, μα σταράτα και αληθινά λόγια του, στο κλείσιμο της συναυλίας, έγιναν ένα με τους αγωνιστικούς χαιρετισμούς και τα συνθήματα πριν την έναρξή της. Ενιωσα ότι ο Βαγγέλης, γέννημα θρέμμα της Καισαριανής, βρέθηκε στο χώρο από μια παράξενη συγκυρία, όχι για να πει μερικά τραγούδια, αλλά για να ενώσει τις γειτονιές της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Υμηττού, με αυτές στα Ταμπούρια, στα Μανιάτικα, στη Δραπετσώνα, στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στο Πέραμα, για να ενώσει τους νεκρούς της Πρωτομαγιάς του ’44 στο Σκοπευτήριο με τους δολοφονημένους εργάτες της Ζώνης, για να δείξει ότι η καρδιά της εργατικής τάξης χτυπάει το ίδιο δυνατά και περήφανα σε κάθε γειτονιά.
«Πρωτομαγιά στο Πέραμα. Αντίσταση – Αλληλεγγύη – Αξιοπρέπεια» έλεγε το σύνθημα στο πανό και έγιναν ένα τα συνθήματα με τα τραγούδια, ο αγώνας έγινε γλέντι και το γλέντι αγώνας. Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να γλεντήσει με τέτοιο τρόπο και το απέδειξε στο Πέραμα.
Κος Πάπιας