Σερφάροντας στις αθλητικές ιστοσελίδες πέσαμε πάνω σε ένα ενδιαφέρον θέμα, σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των ποδοσφαιρικών ακαδημιών και τη φιλοσοφία πάνω στην οποία έχει στηθεί το ελληνικό ποδόσφαιρο. Στο άρθρο γίνεται αναφορά στη διαφορά νοοτροπίας που έχουν οι ποδοσφαιρικές ακαδημίες στην Ελλάδα, σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας στον ευρωπαϊκό χώρο και ειδικότερα σε συλλόγους που έχουν συνεχή «παραγωγική» διαδικασία και έχουν σημαντικά έσοδα από πωλήσεις παιχτών που προέρχονται από τις υποδομές τους. Στο άρθρο δεν υπήρχαν αναφορές για τις διαφορές στις εγκαταστάσεις και τις υποδομές ανάμεσα σε Ελλάδα και Ευρώπη που αποτελούν μια βασική παράμετρο για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των ακαδημιών, αλλά επικεντρωνόταν κυρίως στη διαφορά νοοτροπίας, με αφορμή τις πολύ μεγάλες διαφορές στο σκορ (10, 12, 15 γκολ) σε αγώνες ακαδημιών ποδοσφαίρου.
Η ουσιαστική διαφορά στην προσέγγιση είναι ο «πρωταθλητισμός» που αποτελεί αυτοσκοπό για τις περισσότερες ελληνικές ποδοσφαιρικές ακαδημίες. Χαρακτηριστικό είναι απόσπασμα από οδηγό του εκπαιδευτικού συμβουλίου της ΕΠΟ για τις αναπτυξιακές ηλικίες στο ποδόσφαιρο, που απαριθμεί τους κινδύνουςαπό την πίεση για νίκη σε αγώνες μικρών ηλικιών. «Η πίεση για νίκη σε κάθε ηλικία από παράγοντες, προπονητές και γονείς, η έλλειψη κατάλληλης για κάθε ηλικιακό επίπεδο μεθοδολογίας, η υπερφόρτωση με αγώνες, ο σχεδιασμός των προπονητικών μονάδων χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψη τα χαρακτηριστικά ανάπτυξης των παιδιών, η έλλειψη επιμόρφωσης των προπονητών, είναι μερικοί παράγοντες που αποπροσανατολίζουν από τον στόχο».
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τη χαρακτηριστική εικόνα από τους παιδικούς αγώνες, με τους γονείς να είναι κρεμασμένοι στα κάγκελα και στα σύρματα, να δίνουν οδηγίες διαφορετικές από αυτές του προπονητή, να λογομαχούν και να τσακώνονται με τους γονείς της αντίπαλης ομάδας, με τους παράγοντες να θέλουν τη νίκη προκειμένου να προσελκύσουν νέους πελάτες στην ομάδα, αλλά και να προσπαθούν να βγάλουν τα απωθημένα τους και να πάρουν τη ρεβάνς για την ήττα της ανδρικής ομάδας, με προπονητές που την έχουν δει Γουαρδιόλα ή Μουρίνιο και συμπεριφέρονται λες και κοουτσάρουν στο Καμπ Νόου ή στο Ανφιλντ, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η ελληνική ποδοσφαιρική «παραγωγική» διαδικασία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Στην αντίπερα όχθη είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουν οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι με αναπτυγμένες ακαδημίες. Σύμφωνα με τον Ερνστ Τάνερ, πρώην διευθυντή Ακαδημιών της Ζάλτσμπουργκ (η αυστριακή ομάδα είναι στο top-5 των ομάδων με έσοδα από πωλήσεις παικτών που προέρχονται από τα τμήματα υποδομής) και πλέον τεχνικό διευθυντή των Philadelphia Union, είναι πολύ σημαντικό για τη φιλοσοφία των ακαδημιών να αφήνουν το παιδί να δοκιμάσει και να κάνει λάθος. Οι προπονητές στις αναπτυξιακές ηλικίες θα πρέπει να μην ενδιαφέρονται για το αποτέλεσμα, αλλά να επικεντρώνονται στο πώς το παιδί θα μάθει και μέσω της προπόνησης και της παιδαγωγικής διαδικασίας, που κινείται παράλληλα στις ακαδημίες, θα εξελιχθεί, θα μάθει ποδόσφαιρο και θα ωφεληθεί ως άνθρωπος από τις αξίες του. Οι ακαδημίες που λειτουργούν σωστά θα πρέπει να δίνουν, στο πλαίσιο της λογικής, βάση στο αποτέλεσμα, χωρίς ωστόσο να το κάνουν αυτοσκοπό, χωρίς να σμπαραλιάζουν την ψυχολογία και τη δίψα για παιχνίδι των παιδιών στην αντίπαλη ομάδα. Χωρίς να βγάζουν απωθημένα.
Βλέπουμε ότι ανάλογα με τους στόχους που βάζουν οι ομάδες, οδηγούμαστε σε εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, μολονότι μιλάμε για το ίδιο άθλημα. Ο τρόπος με τον οποίο έχουν δομήσει τη λειτουργία των ακαδημιών τους οι ομάδες τύπου Ζάλτσμπουργκ δεν αναιρεί το βασικό αξίωμα ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός είναι μπίζνα με σκοπό το κέρδος. Απλά, έχουν ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της «παραγωγικής» διαδικασίας στις υποδομές τους, που με βάση το τελικό αποτέλεσμα τους εξασφαλίζει περισσότερα κέρδη σε σχέση με τη λογική της «αρπαχτής».
Εδώ βρίσκουμε και μια ακόμα αιτία που εξηγεί την απαξίωση του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου, πέρα από τη λογική της αρπαχτής, του εύκολου κέρδους και της εξυπηρέτησης των επιχειρηματικών συμφερόντων των καπιταλιστών που δραστηριοποιούνται στο ποδόσφαιρο. Η ΕΠΟ και οι «ανιδιοτελείς εργάτες του ελληνικού ποδοσφαίρου» θα πρέπει να καταλάβουν ότι το παιδικό δεν είναι ποδόσφαιρο ενηλίκων, όπως το βλέπουν. Είναι διασκέδαση και υπάρχει κίνδυνος, όταν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα σκορ, κάποια παιδιά να σταματήσουν τον αθλητισμό, επειδή απλά δεν το χαίρονται, δε διασκεδάζουν όσο θα έπρεπε, αφού μπαίνουν στη διαδικασία να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ενηλίκων και όχι να διασκεδάσουν και να περάσουν καλά.
Ενας εύκολος τρόπος για να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες του «πρωταθλητισμού» στα παιδικά πρωταθλήματα, σύμφωνα με τον Μιχάλη Παπαδάκη, προπονητή στα τμήματα υποδομής του Νηρέα Νάουσας Πάρου, είναι η αλλαγή στην προκήρυξη για τα παιδικά πρωταθλήματα. Σύμφωνα με τον έμπειρο τεχνικό, θα πρέπει να πάψουν οι προκηρύξεις για τις ακαδημίες να είναι πιστά αντίγραφα αυτών για τα ανδρικά πρωταθλήματα, και στην περίπτωση ισοβαθμίας δυο ομάδων να γίνεται μπαράζ. Σήμερα, ο πρωταθλητής μεταξύ δυο ομάδων με ίδιους βαθμούς και ίδια μεταξύ τους αποτελέσματα κρίνεται από την καλύτερη επίθεση και τη μεγαλύτερη διαφορά τερμάτων και αυτό οδηγεί τις ομάδες να «κανιβαλίζουν» τις ασθενέστερες. Αυτή η λογική έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να αγαπούν τη νίκη και όχι το άθλημα, με συνέπεια να απογοητεύονται και να σταματούν μετά από διαδοχικές ήττες.
Τα λεγόμενά του επιβεβαιώνει και η έρευνα της Εθνικής Συμμαχίας για τον Παιδικό Αθλητισμό στις ΗΠΑ, από την οποία προκύπτει ότι το 70% των παιδιών-αθλητών εγκαταλείπουν τα σπορ (η έρευνα αφορά συνολικά τα αθλήματα και όχι μόνο το ποδόσφαιρο) στην ηλικία των 13 χρόνων, γιατί πλέον δεν αντλούν καμία χαρά από αυτά. Στη συγκεκριμένη έρευνα υπάρχει αναφορά και σε μια άλλη πτυχή του θέματος «ακαδημίες και πρωταθλητισμός». Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι «κάθε χρόνο, περισσότερα από 3,5 εκατομμύρια παιδιά ως 15 ετών χρειάζονται θεραπεία από τραυματισμούς, οι μισοί εκ των οποίων προέρχονται από την πίεση να κάνουμε τα παιδιά μας τους αυριανούς σουπερστάρ, ωθώντας τα πέρα από τα φυσικά και συναισθηματικά τους όρια». Για να αντιμετωπιστεί αυτό το δυσάρεστο γεγονός, σύμφωνα με τον Μαρκ Χάιμαν, καθηγητή Αθλητικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον στις ΗΠΑ, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι των αθλητικών ακαδημιών και να τεθεί στο επίκεντρο της προσοχής πώς θα μάθει το παιδί να παίζει σωστά και να αγαπάει το άθλημα που έχει επιλέξει και όχι το αποτέλεσμα και η νίκη.
Με τις διαπιστώσεις του Παπαδάκη και του Χάιμαν δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε, αφού στις παιδικές ηλικίες προέχει η χαρά της συμμετοχής και η κοινωνικοποίηση των αθλητών και όχι το αποτέλεσμα. Ομως, δεν είμαστε αισιόδοξοι ότι μπορεί να αλλάξει εύκολα η φιλοσοφία και η νοοτροπία που διέπει την πλειοψηφία των ακαδημιών και ιδιαίτερα των ποδοσφαιρικών, σε καθεστώς ακραίας επαγγελματοποίησης του αθλητισμού. Οταν ο σκοπός αυτών που επενδύουν στον αθλητισμό είναι το μέγιστο κέρδος και η προώθηση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων, όταν οι αθλητές αντιμετωπίζονται σαν ανθρώπινες «μηχανές» που παράγουν κέρδη, όταν η επιτυχία κρίνεται από το αποτέλεσμα και όχι από την προσπάθεια, είναι λογικό να κυριαρχεί η λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και ο «κανιβαλισμός» της ασθενέστερης ομάδας από την ισχυρή. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η οργάνωση και λειτουργία του αθλητισμού, του πολιτισμού, της παιδείας στον καπιταλισμό είναι δομημένες με τρόπο που εξυπηρετεί την αναπαραγωγή και τη διαιώνιση του συστήματος.
Θα κλείσουμε με μια αισιόδοξη νότα. Σε μια συζήτηση του προπονητή με τους αθλητές του τμήματος under 14 του Νηρέα Νάουσας Πάρου, οι μικροί ποδοσφαιριστές ρωτήθηκαν αν έχουν σκεφτεί ποτέ πώς θα αισθάνονται αν κερδίσουν ένα παιχνίδι με 19-0 ή αν χάσουν με το ίδιο σκορ. Ενας 12χρονος απάντησε: «Δεν ξέρω, κύριε, αλλά δεν έχω σκεφτεί ποτέ να κερδίσω μια άλλη ομάδα με τόσο μεγάλο σκορ». Τελικά, ίσως να υπάρχει ελπίδα!
Κος Πάπιας
papias@eksegersi
