Η περασμένη Κυριακή ξεκίνησε αισιόδοξα. Νωρίς το πρωί μίλησα με το μπάρμπα μου στο χωριό και όλα τα δεδομένα τη συγκεκριμένη στιγμή έδειχναν ότι τα χωριά γύρω από την Αρχαία Ολυμπία (ανάμεσα τους και το χωριό μου, ο Πλάτανος) θα γλίτωναν από τις φλόγες και δεν θα είχαν την τύχη της υπόλοιπης Ηλείας. «Ο καιρός είναι καλός, ο αέρας έχει κόψει, σχεδόν δεν φυσάει, υπάρχουν δυο ελικόπτερα που κάνουν ρίψεις και έχουν σταματήσει την ορμή της φωτιάς, ελπίζουμε ότι αν κάτι δεν αλλάξει δραματικά η φωτιά θα σταματήσει εδώ». «Αντε, καλό κουράγιο. Θα τα πούμε αργότερα». Ο Ερμής έκανε το θαύμα του, σκέφτηκα. Είμαστε τυχεροί που είμαστε κοντά στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας και θα τη γλιτώσουμε.
Στην τηλεόραση όλα τα κανάλια μιλούσαν για το ειδικό σχέδιο που είχε εκπονήσει η Πυροσβεστική για να σωθεί η Ολυμπία. Το κινητό χτύπησε πολλές φορές. Φίλοι απ’ όλη την Ελλάδα έπαιρναν για να μάθουν νέα. Ολοι συμφωνούσαμε ότι η Αρχαία Ολυμπία δεν υπήρχε περίπτωση να καεί. Ηταν η πρώτη φορά από τη μέρα που ξεκίνησαν οι πυρκαγιές που αισθάνθηκα λίγο καλύτερα. Με την Κατερίνα πήραμε τα παιδιά για να τα πάμε μια βόλτα. Παντού μύριζε καμένο, οι καπνοί και οι στάχτες από τη φωτιά στην Εύβοια έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Η διάθεση άρχισε και πάλι να χαλάει. Δε θ’ αφήσουν τίποτα. Σκέφτηκα το χωριό και παρηγορήθηκα με το γεγονός ότι σε μερικές μέρες που θα κατεβαίναμε για τις εκλογές (όχι βέβαια για να ψηφίσουμε, αλλά για να προπαγανδίσουμε την αποχή στα καφενεία της περιοχής) όλα αυτά που ζήσαμε τις τελευταίες μέρες θα ήταν απλά και μόνο ένα κακό όνειρο.
Γυρίζοντας στο σπίτι άνοιξα και πάλι την τηλεόραση. Η κατάσταση είχε αλλάξει. Ο αέρας είχε δυναμώσει, τα ελικόπτερα είχαν φύγει, η φωτιά είχε φουντώσει και όλα έδειχναν ότι είναι θέμα χρόνου να περάσει από το Πελόπιο στον Πλάτανο και από εκεί στην Αρχαία Ολυμπία. Προσπάθησα να πιάσω επαφή με το χωριό, αλλά μάταια. Προσπάθησα να κρατήσω τον πανικό μου. Ψάχνω να μάθω νέα και τελικά μιλάω με το Μπάμπη στην Αθήνα. «Τι γίνεται, μίλησες με το χωριό»; «Τα πράγματα είναι δύσκολα. Η φωτιά πέρασε το συνοικισμό και έχει φτάσει στα πρώτα σπίτια. Μίλησα με το Γιώργη, μου είπε καιγόμαστε και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν την γλιτώσαμε, κάηκε και το δικό μας χωριό». Στην τηλεόραση η δημοσιογράφος φωνάζει: «Η φωτιά έχει φτάσει στον Πλάτανο. Δεν υπάρχει ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα. Οι κάτοικοι μάταια προσπαθούν να σώσουν τα σπίτια τους». Η εικόνα γροθιά στο στομάχι. Καίγεται η Παναγίτσα και τα πρώτα σπίτια. Δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυα μου και κλαίω μπροστά στην τηλεόραση. Καίγεται το χωριό και ό,τι αυτό συμβολίζει. Αναμνήσεις, χαρές, πίκρες, όμορφες και άσχημες στιγμές. Προσπαθώ ξανά να μιλήσω με κάποιον από το χωριό. Βρίσκω το Νίκο. «Τι γίνεται, είσαστε καλά»; «Το χωριό καίγεται. Είμαι καλά. Σε κλείνω γιατί γίνεται χαμός».
Η εικόνα από τη φωτιά να καίει τα δέντρα γύρω από το χωριό και τα πρώτα σπίτια χαράζεται στη μνήμη. Ο χρόνος μοιάζει να σταματάει. Κοιτάζω την τηλεόραση, χωρίς να μπορώ να βάλω το μυαλό μου σε μια σειρά. Με έχει κυριεύσει ένα παράξενο συναίσθημα. ιώθω «άδειος». Δεν μπορώ να θυμώσω, να λυπηθώ, να σκεφτώ. Νιώθω τάσεις φυγής. Θέλω να φύγω από το σπίτι και να κατέβω στο χωριό μου. Να βρεθώ στα μέρη που αγάπησα. Στο σπίτι του χωριού (γλίτωσε τελικά από τις φλόγες), στην αγορά, στον Αι-Λια, στο Ζαγκίλι, στο Χέρωμα, στα Ολύμπια, στα λιοστάσια που πριν μερικά χρόνια κυνηγούσα το δάκο δουλεύοντας για πρώτη φορά σαν γεωπόνος, στα βουνά που περπάτησα, κοντά στους δικούς μου ανθρώπους και τους φίλους. Εβαλα τα κλάματα, βλέποντας να καίγεται ένα ξωκλήσι του χωριού, εγώ ο άθεος που θέλω να γκρεμίσω και να κάψω όσες εκκλησίες υπάρχουν στον πλανήτη.
Δε μπορώ να πιστέψω αυτό που έδειχνε η τηλεόραση. Λέτε ψέματα, κουφάλες, δε μπορεί να έχουν καεί τα μέρη που αγάπησα και που φιλοδοξούσα να αγαπήσουν και να παίξουν τα πιτσιρίκια μου. Ενιωθα την ανάγκη να βρεθώ εκεί και να ξεναγήσω τους φίλους απ’ όλη την Ελλάδα, με τους οποίους επισκεπτόμαστε την περιοχή. Να περπατήσω μαζί τους στο αρχαίο στάδιο, να τους δείξω το χώρο, να δούμε το παλιό και το νέο μουσείο, να πάμε στο Φράγμα του Αλφειού, να ανεβούμε στην Καπέλη και το δρυοδάσος της Φολόης, να χορτάσει το μάτι μας πράσινο, να γεμίσουν τα πνευμόνια αέρα και μετά να πιούμε τα κρασιά μας και να φάμε σέσκλα γιαχνιστά και κόκορα με χυλοπίτες στην Καυκάνια, στη Μίρακα στου Φλόκα ή όπου αλλού τραβάει η ψυχή μας. Ενιωθα την ανάγκη να είμαι και εγώ εκεί, να νιώσω τα ίδια συναισθήματα με τους ανθρώπους που έβλεπαν από την Εθνική να καίγεται το χωριό μας, ανήμποροι να κάνουν το παραμικρό. Να νιώσω λύπη, οργή, πόνο, απογοήτευση, θυμό και όποιο άλλο συναίσθημα ζούσαν εκείνη τη στιγμή. Ενιωθα ότι τους πρόδωσα, ότι δεν ήμουν εκεί την κρίσιμη στιγμή της μάχης…
Συναισθήματα πρωτόγνωρα, δυνατά. Δεν πίστευα και δεν το πιστεύω και τώρα που έχουν περάσει μερικές μέρες, ότι θα ένιωθα τόσο έντονα για το χωριό, για την περιοχή μου. Δεν θεωρώ ότι είμαι τόσο πολύ δεμένος με αυτό τον τόπο, άλλωστε δεν γεννήθηκα, ούτε έζησα εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εχουν περάσει μερικές μέρες και προσπαθώντας να βρω τους λόγους για τους οποίους αντέδρασα με αυτό τον τρόπο, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η συναισθηματική φόρτιση από την τεράστια καταστροφή σε όλες της περιοχές που καίγονται σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις και τις όμορφες στιγμές που έχω ζήσει στο χωριό (αλήθεια, γιατί στις δύσκολες καταστάσεις να έρχονται πάντα στο μυαλό μας οι όμορφες στιγμές που έχουμε ζήσει και να τις κάνουν ακόμη πιο δύσκολες;) δημιούργησαν αυτό το βουβό συναισθηματικό ξέσπασμα. Ολοι όσοι ελπίζουμε και παλεύουμε για έναν καλύτερο κόσμο νιώθουμε αυτές τις μέρες άβολα. Δεν μας έφταναν η ακρίβεια, η ανεργία, η καταστολή, η φτώχεια, η αβεβαιότητα για το μέλλον, οι συνέπειες που ζει ο λαός και η νεολαία με την επέλαση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ζούμε πλέον και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Μας έχουν καταστρέψει τη ζωή, μας στερούν τώρα και το οξυγόνο που αναπνέουμε και δυστυχώς δεν έχουμε βρει ακόμη τον τρόπο να αντιδράσουμε. Νιώθουμε οργή για όλα αυτά που ζούμε και ακόμη μεγαλύτερη οργή που δε μπορούμε να ξεφορτωθούμε μια και καλή όλους αυτούς που καταστρέφουν και δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας, που δε μπορούμε να στείλουμε μια και καλή στο διάολο όλους αυτούς που καίνε την ζωή και τα όνειρά μας. Νομίζω ότι πλέον ένα από τα κύρια καθήκοντά μας στην καθημερινή μάχη που δίνουμε με την καπιταλιστική βαρβαρότητα είναι να αναδείξουμε τα ζητήματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ1: Λίγη ώρα μετά την καταστροφή της περιοχής και της Αρχαίας Ολυμπίας, ο ανεκδιήγητος υπουργός Πολιτισμού Γιώργος Βουλγαράκης, έχοντας δίπλα του ένα παχύδερμο που παρουσιάζεται σαν γενικός γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και τρέμοντας από φόβο, μήπως και προλάβουν να φτάσουν οι κάτοικοι της περιοχής που τον περίμεναν με άγριες διαθέσεις (ο δημοσιογραφικός εσμός έπνιξε την είδηση, ότι στο μέρος που είχε αρχικά σχεδιαστεί για να δώσει συνέντευξη τύπου είχαν μαζευτεί κάτοικοι και τον περίμεναν για να του δώσουν ένα καλό μάθημα) κάνει δηλώσεις και πανηγυρίζει ότι με υπεράνθρωπες προσπάθειες του κρατικού μηχανισμού σώθηκαν το παλιό, το νέο μουσείο και ο αρχαιολογικός χώρος και οι ζημιές περιορίστηκαν στο να καούν μερικά δέντρα πλησίον του αρχαιολογικού χώρου. Ρε Χατζηαβάτη, ο Κρόνιος Λόφος κάηκε, το ομορφότερο σημείο του κόσμου καταστράφηκε και αυτό για σένα είναι «μερικά δέντρα»; Κακό ψόφο να ‘χεις.
ΥΓ2: Τις προηγούμενες μέρες ήμουν σε συνεχή επικοινωνία με γνωστούς και φίλους από τις περιοχές της Πελοποννήσου, από τις οποίες πέρασε η φωτιά. Η αίσθηση που έχω είναι ότι ακόμη δεν έχουν συνειδητοποιήσει αυτό που θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η Πελοπόννησος έχει υποστεί μια τεράστια καταστροφή και θα περάσουν πολλά χρόνια για να ανασυγκροτηθεί ο παραγωγικός, οικονομικός και κοινωνικός ιστός. Τα δύσκολα έπονται για τις περιοχές αυτές (όπως και για την Εύβοια), αφού είναι μαθηματικά βέβαιο ότι με τις πρώτες βροχές οι πλημμύρες και οι κατολισθήσεις θα αποτελούν την πρώτη είδηση στα δελτία ειδήσεων.
Πολλοί είναι αυτοί που θέλοντας να δώσουν μια νότα αισιοδοξίας για την επόμενη μέρα υποστηρίζουν ότι ο τόπος αυτός έχει το δικό του «μέταλλο» και ότι θα βρει ξανά τους ρυθμούς του. Δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία τους. Η καταστροφή κυρίως των ορεινών χωριών είναι μη αναστρέψιμη για τον απλούστατο λόγο ότι τα γερόντια που ήταν οι κάτοικοί τους δεν θα μπορέσουν να τα ξαναφτιάξουν. Η ζωή θα συνεχιστεί, όμως τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Οσο για τον κόσμο που ζει σ’ αυτές τις περιοχές, η μοναδική βοήθεια που μπορούμε να τους προσφέρουμε είναι να μην τους ξεχάσουμε όταν σβήσουν τα φώτα της ράμπας.
ΥΓ3: Κλείνοντας θα προσπαθήσω να απαλύνω λίγο την ατμόσφαιρα. Με αφορμή την καταστροφή της Πελοπονήσου και την εγκατάλειψή της από το ελληνικό κράτος, θα πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια που έχει ξεκινήσει δειλά – δειλά για τη δημιουργία ανεξάρτητου Πελοπονησιακού κράτος. Τόσα χρόνια βιώνουμε την εγκατάλειψη και την καταλήστευση του ομορφότερου νησιού της Μεσογείου από τους Ελληνες κατακτητές, χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Οι πουλημένοι πολιτικοί της Πελοπονήσου είχαν καταφέρει να μας αποκοιμίσουν με το σύνθημα «Ελλάς εστί Μωρέας». Ας τους απαντήσουμε: «Φτάνει πια η ελληνική καταπίεση, εδώ και τώρα λευτεριά στην Πελοπόνησο».