«24 χρόνια, 8.828 μέρες, 291 μήνες, 1.261 εβδομάδες, 211.871 ώρες, 12.712.260 λεπτά. Δεν κλαίω επειδή σταματάς, χαμογελάω γιατί υπήρξες. Υπάρχουν ζωές απλές και ζωές σαν αρχηγός. Τιμή σε σένα, βασιλιά της Ρώμης…». Αυτό είναι το μήνυμα που επέλεξαν οι οπαδοί της Ρόμα για να δείξουν την αγάπη και την αφοσίωσή τους στον αρχηγό της ομάδας τους, Φραντσέσκο Τότι, ο οποίος αποφάσισε στα σαράντα ένα χρόνια του να σταματήσει την ποδοσφαιρική του καριέρα.
Ο τελευταίος αγώνας του capitano ήταν απόλυτα λογικό να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας. Η στήλη για μια ακόμη φορά θα βρεθεί «κόντρα στο ρεύμα» και θα καταθέσει τη δική της «αιρετική» άποψη για την αποχαιρετιστήρια βραδιά του Τότι. Αν και στις αναλύσεις των δημοσιογράφων, τις δηλώσεις των αντιπάλων του και τις αναρτήσεις των απλών φιλάθλων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυριαρχούσε η ρομαντική διάσταση της υπόθεσης και όλοι τόνιζαν το μεγαλείο του Τότι και την αφοσίωσή του στη Ρόμα, η άποψη της στήλης είναι ότι αν κάποιος προσπαθήσει να αξιολογήσει τα δεδομένα στην πραγματική και όχι στην επιφανειακή τους διάσταση, θα καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα.
Οσα διαδραματίστηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά την ολοκλήρωση του αγώνα, αξιοποιήθηκαν στο έπακρο από το σταρ σίστεμ και τους επικοινωνιολόγους για να προβληθεί η χολιγουντιανή εκδοχή του αρχηγού της Ρόμα και κατ' επέκταση η επαγγελματική διάσταση του ποδοσφαίρου, σε βάρος αυτού που ένοιωθαν οι οπαδοί των «τζιαλορόσι» και της αυθεντικής διάστασης του λαϊκότερου των αθλημάτων. Αρκεί μια προσεκτική παρακολούθηση του σαρανταπεντάλεπτου σχετικού βίντεο (βρίσκεται ευκόλα στο διαδικτύο) για να αποδειχτεί η άποψη της στήλης. Ο Φραντζέσκο Τότι αποφάσισε να ακολουθήσει την παράδοση της πόλης, που είναι συνδεδεμένη με τους αυτοκρατορικούς θριάμβους και να κρατήσει την τελευταία φράση από το μήνυμα των οπαδών της ομάδας. Αποφάσισε να γευτεί την τελευταία ποδοσφαιρική βραδιά του στη διάσταση του Βασιλιά της Ρώμης και όχι στη διάσταση του αντισυμβατικού ποδοσφαιρικού ινδάλματος. Δυστυχώς, ακύρωσε με τον τρόπο του πολλά από αυτά που τον έκαναν να ξεχωρίζει στα μάτια της πλειοψηφίας των φιλάθλων.
Αρκεί να συγκρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο αποχαιρέτησε τους οπαδούς της Μπαρτσελόνα ο Κάρλες Πουγιόλ, ο εμβληματικός αρχηγός της Μπάρτσα, στον τελευταίο αγώνα της ποδοσφαιρικής του καριέρας, για να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα σε έναν πραγματικό αρχηγό, σε έναν πραγματικό ηγέτη και σε ένα χαρισματικό ποδοσφαιρικά παίχτη, που άρχισε και τελείωσε την καριέρα του στην ίδια ομάδα.
Ο Πουγιόλ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χαρισματικός και με βάση την ποδοσφαιρική του αξία η θέση του στην εντεκάδα της Μπαρτσελόνα θα ήταν επισφαλής. Είχε όμως σιδερένια θέληση, ψυχή, απίστευτη φυσική δύναμη, ίδρωσε όσο κανείς άλλος τη φανέλα της ομάδας και ξεπέρασε τον εαυτό του για να μπορέσει να καθιερωθεί στην ενδεκάδα, βασιζόμενος κυρίως στην τεράστια αγάπη που είχε για την Μπάρτσα και λιγότερο στο ταλέντο του (σε κάποια άλλη από τις πρωτοκλασάτες ευρωπαϊκές ομάδες, το πιθανότερο είναι να γυάλιζε τον πάγκο). Και όταν βρέθηκε στην κορυφή και στη θέση του αρχηγού, έθετε τον εαυτό του στην υπηρεσία του συνόλου, λειτουργώντας σαν πρώτος μεταξύ ίσων, προκειμένου να κρατήσει την αγωνιστική συνοχή και τις αρχές της ομάδας. Εχοντας αυτή την κουλτούρα και επειδή ήταν πραγματικά τεράστιος, στον τελευταίο του αγώνα δε χρειάστηκε περισσότερο από πέντε λεπτά για να ευχαριστήσει τους οπαδούς της Μπάρτσα που τον αποθέωναν, για να μοιραστεί μαζί τους τα έντονα συναισθήματα του τελευταίου χειροκροτήματος και να αποχωρήσει από τη σκηνή βάζοντας το χέρι στη θέση της καρδιάς.
Αντίθετα, ο Τότι μπορεί να χαρακτηριστεί σαν χαρισματικός παίχτης και έφτασε πολύ πιο εύκολα στην θέση του αρχηγού, εξαργυρώνοντας περισσότερο την ποδοσφαιρική του αξία και λιγότερο τις ηγετικές του ικανότητες. Θα μπορούσε να παίξει σε οποιαδήποτε πρωτοκλασάτη ευρωπαϊκή ομάδα, όμως επέλεξε να μείνει στη Ρόμα, λειτουργώντας με τη λογική του «καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη», ασχέτως αν πλάσαρε αυτή την επιλογή του ως αιώνια αγάπη και αφοσίωση στην ομάδα. Κατά συνέπεια, ήταν απόλυτα λογικό να θέλει να ζήσει όσο το δυνατό για περισσότερη ώρα τον τελευταίο προσωπικό του θρίαμβο. Ισως για κάποιους η άποψη της στήλης να ακούγεται σκληρή για τον Τότι. Οταν όμως πρέπει να ξεχωρίσουμε τους πραγματικούς αρχηγούς και ηγέτες, σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες που κάνουν το ποδόσφαιρο το πιο λαϊκό άθλημα και όχι με τα στάνταρ του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, τότε θα πρέπει τα κριτήρια να είναι συγκεκριμένα και η κρίση πολύ αυστηρή, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε τους ποδοσφαιρικούς «βασιλιάδες» από τους βασιλιάδες της Ρώμης…
Κος Πάπιας
papias@eksefersi.gr
Μια ιστορία που αποδεικνύει πως όσο κι αν κερδίζει συνεχώς έδαφος η προσπάθεια των καπιταλιστών να μετατρέψουν το ποδόσφαιρο σε μπίζνα που γεμίζει με φράγκα τις τσέπες τους, αυτό συνεχίζει να αντιστέκεται και καταφέρνει να παραμένει το λαϊκότερο των αθλημάτων.
Ο Λεονάρντο Μπονούτσι είναι παίχτης της Γιουβέντους. Εχει δυο γιους που συμμετείχαν στη φιέστα της ομάδας για την κατάκτηση του πρωταθλήματος Ιταλίας, φορώντας τη φανέλα με το όνομα και το νούμερο του πατέρα τους. Αν κάποιος παρατηρούσε προσεκτικά τη φωτογραφία του Μπονούτσι με τους γιους του, θα διέκρινε ότι ο μεγαλύτερος από τους δυο πιτσιρικάδες ήταν εμφανώς μουτρωμένος. Ο Λορέντσο Μπονούτσι είναι «άρρωστος» οπαδός της Τορίνο και η παρουσία του στη φιέστα της Γιουβέντους ήταν γι' αυτόν κάτι περισσότερο από καταναγκαστικά έργα.
Εντελώς αντίθετη ήταν η εικόνα του, όταν ο πατέρας του, προφανώς για να «εξιλεωθεί» για το χουνέρι που του έκανε, κανόνισε μια συνάντηση με τον Αντρέα Μπελότι, παίχτη της Τορίνο και ίνδαλμα του μικρού Λορέντσο. Ο μικρός πόζαρε όλο καμάρι στη φωτογραφία, με το πρόσωπό του να λάμπει από χαρά και το χαμόγελό του να φτάνει μέχρι τα αυτιά. Αξίζει να αναζητηθούν οι δυο φωτογραφίες στο διαδίκτυο για να φανεί με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το κοντράστ των συναισθημάτων του πιτσιρίκου.
Οι μη μυημένοι με το ποδόσφαιρο ίσως να απορήσουν για την επιλογή του Λορέντσο, αφού το φυσιολογικό θα ήταν να υποστήριζε την ομάδα στην οποία αγωνίζεται ο πατέρας του, η οποία πρωταγωνιστεί εντός και εκτός Ιταλίας, παίρνει τίτλους και έχει πολύ μεγαλύτερη προβολή από την Τορίνο. Ομως, αυτοί που γνωρίζουν την ποδοσφαιρική ιστορία στην πόλη του Τορίνο είναι σίγουρο ότι θα θεωρήσουν απόλυτα φυσιολογική την επιλογή του γιου Μπονούτσι.
Η «Γκρανάτα» υπήρξε το καμάρι της πόλης και της πολυάριθμης εργατικής τάξης. Τη δεκαετία του '40 πρωταγωνιστούσε στο ιταλικό ποδόσφαιρο κατακτώντας πέντε πρωταθλήματα και αποτελούσε ένα από τα μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Η ομάδα ξεκληρίστηκε σε αεροπορικό ατύχημα στις 4 Μάη του 1949 και έκτοτε δεν κατάφερε να ξαναγίνει μεγάλη όπως τη δεκαετία του '40. Ομως, ήταν, είναι και θα είναι η ομάδα με τους περισσότερους οπαδούς στο Τορίνο σε σχέση με τη συμπολίτισσά της Γιουβέντους, που είναι η ομάδα του Τζιοβάνι Ανιέλι, αφεντικού της ΦΙΑΤ. Η Τορίνο αντιπροσωπεύει τις αγωνιστικές παραδόσεις της πόλης και συνεχίζει να έχει στέρεους δεσμούς με την εργατική τάξη και τη νεολαία, που τη στηρίζουν και τη θεωρούν το καμάρι τους, ανεξάρτητα από τις αγωνιστικές της επιδόσεις. Η Γιουβέντους μπορεί να έχει τους περισσότερους οπαδούς στην Ιταλία, στην εργατούπολη του Τορίνο, όμως, έρχεται δεύτερη και καταϊδρωμένη.
Η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β' είναι η νικήτρια στη μάχη της επιβίωσης κόντρα στον Μητσοτάκη. Ομως, όσοι είχαν στοιχηματίσει υπέρ της έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον μέχρι την ταφή του για να πληρωθούν από τις στοιχηματικές εταιρίες, οι οποίες φοβούνταν την ανάστασή του. Για να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες της στήλης, εξετάστηκε το ενδεχόμενο να ταφεί μπρούμυτα, ώστε αν βρικολακιάσει και αρχίσει να σκάβει να βγει στη Βραζιλία, στα δάση του Αμαζόνιου.