-
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τώρα που η αγροτιά διεκδικεί για μια ακόμη χρονιά την επιβίωσή της, προσφέρει άχυρα νομίζοντας ότι απευθύνεται σε Χαχόλους.
-
Εκπρόσωποι της αγροτιάς τής απάντησαν εύστοχα ότι δεν τρώνε άχυρα αλλά παράγουν άχυρα.
-
Από το 2008 μέχρι το 2021, η καλλιεργούμενη έκταση στη χώρα μας μειώθηκε κατά 5.497.594 στρέμματα και η αρδευόμενη έκταση κατά 2.045.474 στρέμματα.
Εδώ και χρόνια, δείχνουμε με την αρθρογραφία μας ότι ο αγροτικός τομέας της χώρας μας επλήγη διπλά από το ευρωπαϊκό και ιδιαίτερα από το γερμανικό και γαλλικό κεφάλαιο, που διαφεντεύουν την ΕΕ και διαγουμίζουν όχι μόνο τον ελληνικό λαό, αλλά το ευρωπαϊκό προλεταριάτο και την ευρωπαϊκή αγροτιά.
Η αγροτική παραγωγή στη χώρα μας -και κατά συνέπεια η αγροτιά- επλήγη από τη μαζική εισροή των ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) αγροτικών προϊόντων, σε τιμές σημαντικά υψηλότερες από τις διεθνείς. Η λογιστική προσέγγιση των κοινοτικών επιδοτήσεων, χωρίς να συνυπολογίζεται το εμπορικό ισοζύγιο, είναι μια τακτική συγκάλυψης της πραγματικότητας.
Επλήγη, ακόμα, γιατί από τη δεκαετία του 1990 το ευρωπαϊκό κεφάλαιο άλλαξε τη στρατηγική του και επέτρεψε την ελεύθερη είσοδο των αγροτικών προϊόντων από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, σε σημαντικά μικρότερες τιμές, ως πρώτη ύλη για τη μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλαξε τη στρατηγική του το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, γιατί ήθελε να διεισδύσει και να κυριαρχήσει στην καπιταλιστική αγορά αυτών των χωρών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
-
-
Η μεγάλη εικόνα: Το χτύπημα της αγροτικής παραγωγής είναι στρατηγική πολιτική του ευρωπαϊκού κεφαλαίου
-
Στρατηγική επιλογή του ευρωπαϊκού κεφάλαιου το χτύπημα της αγροτικής παραγωγής
-
Η αλήθεια για τις αγροτικές επιδοτήσεις
-
Νέα κοροϊδία με τη φέτα
-
Γιορτάζουν τα μνημόνια και την αποικιοκρατική υποδούλωση
-
Οι αγρότες αγωνίζονται για την επιβίωση
-
Το μεγάλο πλήγμα που υπέστη ο αγροτικός τομέας, από τη μια από την είσοδο της χώρας μας το 1981 στην τότε ΕΟΚ (νυν ΕΕ) και από την άλλη από τη νέα στρατηγική του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, αποτυπώνεται στα στοιχεία που καταγράφει και παρουσιάζει η ΕΛΣΤΑΤ. Σ’ αυτό το άρθρο ασχολούμαστε με το φυτικό τομέα της αγροτικής παραγωγής, έχοντας επεξεργαστεί στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που συγκεντρώσαμε στους έντεκα Πίνακες που παρουσιάζουμε.
Οπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα 1, από το 2008 μέχρι και το 2021 η καλλιεργούμενη έκταση στη χώρα μας μειώθηκε κατά 5.497.594 στρέμματα και η αρδευόμενη έκταση κατά 2.045.474 στρέμματα!
Το 2008, η γη που μπορούσε να καλλιεργηθεί ανερχόταν σε 36.465.700 στρέμματα, ενώ σε αγρανάπαυση μπήκαν 4.472.400 στρέμματα. Επομένως, το 2008 καλλιεργήθηκαν 32.465.700 στρέμματα.
Το 2021, η γη που μπορούσε να καλλιεργηθεί ανερχόταν σε 28.419.963 στρέμματα, ενώ σε αγρανάπαυση μπήκαν 1.451.857 στρέμματα. Επομένως, το 2021 καλλιεργήθηκαν 26.968.106.
Συνολικά, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 5.497.594 στρέμματα.
Το 2008, από την συνολικά καλλιεργηθείσα έκταση των 32.465.700 στρεμμάτων μόνο τα 14.236.300 στρεμμάτων αρδεύονταν. Δηλαδή το 43,85%.
Αυτές οι αρδευόμενες εκτάσεις κατανέμονταν ως εξής:
- 8.900.400 στρέμματα αροτραίες (το 44.38%),
- 1.000.500 στρέμματα κηπευτικές (σχεδόν το 100%),
- 4.335.400 στρέμματα μόνιμες καλλιέργειες (δενδρώδεις, αμπέλια, σταφιδάμπελα) (το 38,1%).
Και έχεις τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που μέχρι το 2008 είχαν διαχειριστεί την καπιταλιστική εξουσία, να ισχυρίζονται με θράσος ότι με τις πολιτικές τους βοήθησαν δήθεν στην ανάπτυξη του φυτικού τομέα της αγροτικής παραγωγής.
Από το 2008 μέχρι το τέλος του 2021 πέρασαν 13 ολόκληρα χρόνια. Τι εξέλιξη προέκυψε στην άρδευση των καλλιεργούμενων γεωργικών εκτάσεων και στις συνολικά καλλιεργούμενες εκτάσεις;
- Στις αροτραίες καλλιέργειες, με τις οποίες παράγονται σημαντικά αγροτικά προϊόντα, όπως μαλακό, αγροτικό σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, καπνός, πατάτες, καρπούζια, πεπόνια και άλλα, οι αρδευόμενες εκτάσεις μειώθηκαν από 8.900.400 σε 7.341.048 στρέμματα.
- Στα κηπευτικά, οι αρδευόμενες εκτάσεις μειώθηκαν από 1.000.500 σε 479.196 στρέμματα.
- Στις δενδρώδεις καλλιέργειες, αμπέλια και σταφιδάμπελα, οι αρδευόμενες εκτάσεις, από 4.335.400 στρέμματα το 2008, αυξήθηκαν σε 4.370.572 στρέμματα το 2021. Δηλαδή, αυξήθηκαν μόνο κατά 35.172 στρέμματα.
Συνολικά, οι αρδευόμενες εκτάσεις το 2021 μειώθηκαν σε σχέση με το 2008 κατά 2.045.474 στρέμματα!
Την περίοδο 2008 – 2021 το σύνολο των αροτραίων καλλιεργειών μειώθηκε κατά 3.877.672 στρέμματα, γεγονός που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είχε σημαντικές επιπτώσεις σε πολλά αγροτικά προϊόντα, όπως καπνό, βαμβάκι, σκληρό και μαλακό σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, καρπούζια, πεπόνια και άλλα,
Η κηπευτική γη μειώθηκε κατά 534.936 στρέμματα, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη πτώση στην παραγωγή δεκάδων κηπευτικών προϊόντων.
Τέλος, η μείωση στις μόνιμες καλλιέργειες (δενδρώδεις, αμπέλια και σταφιδάμπελα) ήταν 1.084936 στρέμματα.
Βαμβάκι, καπνός και ηλίανθος (βιομηχανικά φυτά)
Χαρακτηρίζονται βιομηχανικά φυτά, γιατί διαχρονικά παράγονται για να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία. Στους Πίνακες 2 και 3 παρουσιάζονται τα σχετικά στοιχεία. Στον Πίνακα 2 στοιχεία για τις λεγόμενες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και για τις καλλιεργηθείσες εκτάσεις και στον Πίνακα 3 στοιχεία για τις καλλιεργηθείσες εκτάσεις και την παραγωγή σύσπορου βαμβακιού σε τόνους.
Βαμβάκι
Διαπιστώνουμε ότι από το 2000 μέχρι και το 2021 υπάρχει συνεχής μείωση στις καλλιεργηθείσες εκτάσεις και στην παραγωγή σύσπορου βαμβακιού. Συγκεκριμένα, το 2000 καλλιεργήθηκαν 3.827.976 στρέμματα και το 2021 καλλιεργήθηκαν 2.628.209 στρέμματα και παρήχθησαν 847.389 τόνοι σύσπορου βαμβακιού. Δηλαδή, την περίοδο 2000-2021 οι καλλιεργηθείσες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 1.199.767 στρέμματα.
Πρέπει να θυμίσουμε, για να είναι ολοκληρωμένη η σύγκριση, ότι παλιότερα είχαν καλλιεργηθεί 4.400.000 στρέμματα και είχαν παραχθεί 1.300.000 τόνοι σύσπορου βαμβακιού.
Πρέπει, ακόμα, να θυμίσουμε ότι σύσπορο βαμβάκι παράγεται μόνο στην Ελλάδα και στην Ισπανία και καλύπτει μόνο το 20% των αναγκών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Παρολαυτά, η Κομισιόν, το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επέβαλαν την παραπέρα συρρίκνωση της παραγωγής σύσπορου βαμβακιού.
Καπνός
Το 2000 είχαν καλλιεργηθεί 562.341,9 στρέμματα ενώ το 2021 καλλιεργήθηκαν 101.824 στρέμματα και παρήχθησαν μόλις 20.965 τόνοι καπνού σε φύλλα! Στο παρελθόν, η καπνοπαραγωγή στη χώρα μας είχε ξεπεράσει τους 130.000 τόνους.
Για να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι γι’ αυτή τη δραστική περικοπή στην παραγωγή αυτών των δύο βασικών προϊόντων για την αγροτιά και τη χώρα μας, παραθέτουμε απόσπασμα από άρθρο μας με τίτλο: Να καταργηθεί το πρόστιμο (8.1.2005):
Nα θυμίσουμε μερικές αλήθειες γύρω από την παραγωγή του σύσπορου βαμβακιού στην EE που τα κυβερνητικά κόμματα τις ξεχνούν όταν αναλαμβάνουν την διαχείριση της εξουσίας για λογαριασμό του μεγάλου κεφαλαίου.
Aνέκαθεν η παραγόμενη ποσότητα σύσπορου βαμβακιού στην EE δεν κάλυπτε ούτε το 20% των αναγκών της βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, η Kομισιόν και το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας έβγαζαν κανονισμούς με τους οποίους έβαζαν πρόστιμο στους αγρότες, προφασιζόμενοι μεγάλες αποδόσεις και παραγωγές βαμβακιού στην Eλλάδα και την Iσπανία.
Eιδικά με τον τελευταίο κανονισμό (1051/2001) το πρόστιμο (συνυπευθυνότητα) αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Στην περίπτωση που στην Eλλάδα παραχθούν 1.500.000 τόνοι σύσπορου βαμβακιού το πρόστιμο «τρώει» όλη την κοινοτική ενίσχυση.
O κανονισμός αυτός ήταν κοινή πρόταση του πρώην υπουργού Γεωργίας Γ. Aνωμερίτη και του ισπανού ομολόγου του. Mετά την τρίχρονη εφαρμογή του κανονισμού αυτού μειώθηκαν σημαντικά τόσο η καλλιεργούμενη έκταση όσο και η παραγόμενη ποσότητα σύσπορου βαμβακιού. Mε το νέο κανονισμό, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται από την καλλιεργητική περίοδο του 2006, η κατάσταση θα γίνει πιο δραματική. Δεκάδες χιλιάδες βαμβακοπαραγωγοί θα εγκαταλείψουν την βαμβακοκαλλιέργεια.
H Kομισιόν, στα πλαίσια της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της νέας πολιτικής να εισάγει όλο και περισσότερο βαμβάκι, εφαρμόζει ολοένα και περισσότερα περιοριστικά μέτρα μείωσης της παραγωγής βαμβακιού. Στην πραγματικότητα, αποδέκτες της κοινοτικής ενίσχυσης στο βαμβάκι είναι οι μεγαλοβιομήχανοι παραγωγής νήματος και υφασμάτων που έτσι εξασφαλίζουν φτηνή πρώτη ύλη. Oι χαμηλές διεθνείς εμπορικές τιμές ήταν και είναι απόρροια της ασκούμενης πολιτικής ντάμπινγκ από τις αμερικάνικες κυβερνήσεις προς όφελος των αμερικάνων φάρμερ και της αμερικάνικης βιομηχανίας και όχι απόρροια της παγκόσμιας υπερπαραγωγής.
Αυτά γράφαμε πριν από περίπου μια εικοσαετία. Πέντε χρόνια αργότερα, στις 16.1.2010, γράφαμε σε άρθρο με τίτλο: Τετραετία ραγδαίου ξεκληρίσματος της φτωχής αγροτιάς:
Αναβρασμός και πάλι στον αγροτικό κόσμο. Τα τρακτέρ ξαναβγαίνουν στους εθνικούς δρόμους. «Αυτές οι κινητοποιήσεις είναι και ένα εθιμοτυπικό σύνδρομο», δήλωσε αλαζονικά η υπουργός Γεωργίας Κ. Μπατζελή, που ξέχασε όσα έλεγε ως ευρωβουλευτής, περί καρτέλ που εκμεταλλεύονται τους αγρότες. Ούτε μπήκε στον κόπο να εξηγήσει, γιατί βγαίνουν τόσο νωρίς οι αγρότες στο δρόμο απέναντι στην τόσο φρέσκια κυβέρνηση. Ομως, ανεξάρτητα από τη μορφή και την ένταση που θα πάρουν οι φετινές κινητοποιήσεις, σημασία έχουν τα χοντρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η φτωχή αγροτιά.
Η τετραετία 2006-9 ήταν μια περίοδος στη διάρκεια της οποίας το βίαιο ξεκλήρισμά της επιταχύνθηκε. Είναι η πρώτη τετραετία εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, που στηρίζεται στην πλήρη αποδέσμευση της κοινοτικής ενίσχυσης από τα παραγόμενα προϊόντα (μόνο στο βαμβάκι και σε ελάχιστα άλλα προϊόντα διατηρήθηκε μια μικρή σύνδεση. Στόχος του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφάλαιου είναι η μείωση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων στην Ευρώπη, επειδή έχει ανοίξει διάπλατα τις πόρτες σε εισαγωγές από τρίτες χώρες. Αγροτικά προϊόντα εισάγονται χωρίς δασμούς και ποσοστώσεις, ως αντάλλαγμα της διείσδυσης του ευρωπαϊκού κεφάλαιου στις αγορές αυτών των χωρών και του ελέγχου των κρατικών παραγγελιών τους από τα μονοπώλια των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών χωρών, πολιτική που καθορίστηκε από το γαλλογερμανικό άξονα. Αυτή η πολιτική οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Πλήττει ακόμη και τμήματα της πλούσιας αγροτιάς, όμως για τη φτωχή αγροτιά του ευρωπαϊκού νότου είναι σκέτη καταστροφή. Ξεκλήρισμα.
Στην Ελλάδα, από την πρώτη κιόλας χρονιά της νέας ΚΑΠ συρρικνώθηκε δραματικά η καπνοκαλλιέργεια, που έχει πέσει κατά 90%! Αρχισε να συρρικνώνεται και η καλλιέργεια σύσπορου βαμβακιού, άλλου βασικού προϊόντος της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Από 4.400.000 στρέμματα που καλλιεργούνταν πριν τη νέα ΚΑΠ και παραγωγή 1.300.000 τόνων, φτάσαμε το 2009 στην καλλιέργεια περίπου 2.600.000 στρεμμάτων και παραγωγή μόλις 600.000 τόνων σύσπορου βαμβακιού!
Αροτραίες καλλιέργειες
Μαλακό σιτάρι
Σύμφωνα με τον Πίνακα 6, το 2000 καλλιεργήθηκαν 1.574.225 στρέμματα. Το 2021, σύμφωνα με τον Πίνακα 7, καλλιεργήθηκαν 934.700 στρέμματα. Δηλαδή οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 629.525 στρέμματα.
Για την περίοδο 2000-2007 η ΕΛΣΤΑΤ δεν παρουσίασε στοιχεία για τις παραχθείσες ποσότητες των πέντε αυτών προϊόντων. Αρχισε να δημοσιεύει στοιχεία για την παραγωγή τους το 2011, που παρήχθησαν.
441.475 τόνοι. Το 2021 παρήχθησαν 287.416 τόνοι.
Σκληρό σιτάρι
Το 2000 (Πίνακας 6) καλλιεργήθηκαν 5.871.904 στρέμματα, ενώ το 2021 (Πίνακας 7) καλλιεργήθηκαν 3.127.819 στρέμματα. Δηλαδή, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 2.744.085 στρέμματα.
Το 2011 (Πίνακας 7) παρήχθησαν 1.415.954 τόνοι, ενώ το 2021 παρήχθησαν 934.551 τόνοι. Δηλαδή, η παραγωγή μειώθηκε κατά 481.403 τόνους.
Καλαμπόκι
Το 2011 (Πίνακας 7) καλλιεργήθηκαν 2.125.441 στρέμματα, ενώ το 2021 καλλιεργήθηκαν 904.551 στρέμματα. Δηλαδή, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 1.220.890 στρέμματα.
Το 2011 παρήχθησαν 2.286.898 τόνοι, ενώ το 2021 παρήχθησαν 1.088.430 τόνοι. Μείωση παραγωγής κατά 1.198.468 τόνους.
Από τους Πίνακες 6 και 7 διαπιστώνεται ότι στο κριθάρι και το ρύζι οι καλλιεργηθείσες εκτάσεις και οι παραχθείσες ποσότητες κινήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα, με μικρές αποκλίσεις. Ομως οι παραχθείσες ποσότητες απέχουν πολύ από το να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας. Αυτό ισχύει περισσότερο για την παραγωγή στο μαλακό και σκληρό σιτάρι καθώς και στο καλαμπόκι, που υπολείπονται κατά πολύ των αναγκών της χώρας μας.
Πατάτες και Πεπονοειδή
Πατάτες
Το 2011 καλλιεργήθηκαν 446.424 στρέμματα, ενώ το 2021 καλλιεργήθηκαν 123.176 στρέμματα. Δηλαδή, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 323.248 στρέμματα (ποσοστό μείωσης της παραγωγής 72%)!.
Το 2011 παρήχθησαν 902.493 τόνοι, ενώ το 2021 παρήχθησαν 352.714 τόνοι, δηλαδή 549.779 τόνοι λιγότερο (ποσοστό μείωσης της παραγωγής πάνω από 72%)!
Καρπούζια
Το 2011 καλλιεργήθηκαν 167.063 στρέμματα, ενώ το 2021 καλλιεργήθηκαν 77.270 στρέμματα. 89.793 λιγότερα στρέμματα.
Το 2011 παρήχθησαν 639.216 τόνοι και το 2021 παρήχθησαν 346.814 τόνοι, δηλαδή παρήχθησαν 286.502 τόνοι λιγότερο (ποσοστό μείωσης της παραγωγής 45%).
Πεπόνια
Το 2011 καλλιεργήθηκαν 85.100, ενώ το 2021 καλλιεργήθηκαν 33.563 στρέμματα. Δηλαδή καλλιεργήθηκαν 51.537 λιγότερα στρέμματα.
Το 2011 παρήχθησαν 176.600 τόνοι, ενώ το 2021 παρήχθησαν 71.983 τόνοι, δηλαδή παρήχθησαν 104.617 τόνοι λιγότερο (ποσοστό μείωσης της παραγωγής σχεδόν 60%)!
Κηπευτικά αγροτικά προϊόντα
Στους Πίνακες 8-11 καταγράφονται 27 κηπευτικά προϊόντα και η κατηγορία «λοιπά λαχανικά». Σε αυτή την κατηγορία είχαν παραχθεί το 2011 440.448 τόνοι περισσότεροι σε σχέση με το 2021!
Από τα 27 κηπευτικά που κατονομάζονται τα τέσσερα (ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες και πιπεριές) παράγονται και στην ύπαιθρο και σε θερμοκήπια.
Το 2021 σε σχέση με το 2011 παρήχθησαν στα θερμοκήπια 9.407 τόνοι ντομάτας περισσότεροι, αλλά συνολικά σε ύπαιθρο και θερμοκήπια το 2011 είχαν παραχθεί 331.478 τόνοι περισσότεροι σε σχέση με το 2021.
Το 2011 είχαν παραχθεί αγγούρια στα θερμοκήπια 18.003 τόνοι περισσότεροι από το 2021, ενώ συνολικά (σε ύπαιθρο και θερμοκήπια) το 2011 η παραγωγή αγγουριών ήταν 35.789 τόνοι περισσότεροι από την παραγωγή του 2021.
Το 2021 είχαν παραχθεί στα θερμοκήπια 6.526 περισσότεροι τόνοι μελιτζάνας σε σχέση με το 2011, όμως συνολικά (σε ύπαιθρο και θερμοκήπια) το 2011 είχαν παραχθεί 31.300 τόνοι περισσότεροι από το 2021.
Το 2021 σε σχέση με το 2016 παρήχθησαν στα θερμοκήπια 27.469 περισσότεροι τόνοι πιπεριών, αλλά η συνολική παραγωγή πιπεριών (σε ύπαιθρο και θερμοκήπια) το 2016 ήταν 6.912 τόνοι περισσότεροι σε σχέση με το 2021.
Από τα 27 κηπευτικά μόνο η παραγωγή στο σπανάκι και στις φράουλες ήταν περισσότερη το 2021 σε σχέση με το 2011 (70.896 και 70.337 τόνοι, αντίστοιχα).
Από τα υπόλοιπα 17 κηπευτικά προϊόντα, στα 14 η σύγκριση γίνεται για την περίοδο 2011 με 2021 και στα 3 για την περίοδο 2016 με 2021. Οι μειώσεις της παραγωγής το 2021 (σε σύγκριση είτε με το 2011 είτε με το 2016) κυμαίνονται από μικρές μέχρι μεγάλες.
Για τα 14 κηπευτικά προϊόντα οι μειώσεις ήταν (σε τόνους):
- Βιομηχανική ντομάτα: 303.324
- Φασολάκια: 17.502
- Λάχανα: 117.444
- Κουνουπίδια: 59.872
- Κολοκυθάκια: 46.181
- Κρεμμύδια ξερά: 104.998
- Σκόρδα ξερά: 5.268
- Αγκινάρες: 21.338
- Ραδίκια-αντίδια: 18.413
- Αρακάς: 5.243
- Μπάμιες: 10.753
- Πράσα: 29.442
- Μαρούλια: 53.693
- Σπραράγγια: 5.052.
Στα 3 κηπευτικά προϊόντα οι μειώσεις ήταν (σε τόνους):
- Μπρόκολο: 11.846
- Κρεμμύδια χλωρά: 8.406
- Καρότα: 6.470
Συμπέρασμα: Με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που παρουσιάσαμε καταδείχτηκε με απόλυτο τρόπο η μεγάλη καταστροφή που υπέστη ο φυτικός τομέας της αγροτικής παραγωγής στη χώρα μας (που ήταν καπιταλιστική και πριν την ένταξή της στην ΕΕ), ως συνέπεια της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στη συνέχεια της αλλαγής στρατηγικής του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που επέτρεψε την ελεύθερη εισαγωγή στην ευρωπαϊκή αγορά των αγροτικών προϊόντων από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, προκειμένου να διεισδύσει και να κυριαρχήσει στις αγορές τους.
Γεράσιμος Λιόντος