Την αύξηση του επιτρεπόμενου χρόνου για τη διανομή στην κατανάλωση του φρέσκου-παστεριωμένου γάλακτος προωθεί ο υπουργός Ανάπτυξης Δ. Σιούφας, σε συνεργασία με τις γαλακτοβιομηχανίες, που θέλουν να μονοπωλήσουν ακόμα περισσότερο την αγορά. Το αποτέλεσμα θα είναι οι μεν καταναλωτές να πίνουν ακόμη χειρότερης ποιότητας γάλα, η δε ντόπια παραγωγή να υποστεί νέα, μεγαλύτερα πλήγματα.
Σήμερα, το λεγόμενο φρέσκο γάλα έχει διάρκεια ισχύος 5 μέρες. Αυτό το όριο τέθηκε ύστερα από πιέσεις των μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών, που ήθελαν να έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους, για να μπορούν τα προϊόντα τους να φτάνουν σε κάθε γωνιά της χώρας και να εκτοπίσουν έτσι τις μικρές επαρχιακές γαλακτοβιομηχανίες που έλεγχαν τις τοπικές αγορές. Ο προσδιορισμός «φρέσκο» δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό το γάλα, διότι για να κρατήσει περισσότερες μέρες κάνουν υψηλή παστερίωση, που δεν αντιστοιχεί στο φρέσκο γάλα. Το γάλα αυτό πλησιάζει περισσότερο στο εβαπορέ, για να εξηγούμαστε. Και βέβαια, με την αύξηση του χρόνου κυκλοφορίας στις 8 μέρες, όπως προτείνει το υπουργείο Ανάπτυξης, θα πλησιάσει ακόμα περισσότερο στο εβαπορέ.
Και γιατί ο Σιούφας θέλει να αυξήσει τη διάρκεια του παστεριωμένου γάλακτος; Για να διευκολυνθούν οι εισαγωγές γάλακτος από το εξωτερικό, ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να μειωθούν οι τιμές, όπως λέει. Ο καθένας μπορεί εύκολα να καταλάβει ότι το τελευταίο, η μείωση των τιμών, είναι ψέμα. Η εμπειρία της αγοράς σε όλα τα υπόλοιπα εμπορεύματα το αποδεικνύει. Η αγορά απελευθερώθηκε πλήρως, επειδή -όπως λένε όλες οι κυβερνήσεις- ο ανταγωνισμός θα ρίξει τις τιμές, όμως οι τιμές τραβούν την ανηφόρα.
Ο καταναλωτής, λοιπόν, δεν έχει να ωφεληθεί τίποτα από μια τέτοια ρύθμιση. Οι τιμές δεν πρόκειται να πέσουν. Μπορεί να γίνει κάποιο χτύπημα μεταξύ των ανταγωνιστριών εταιριών, θα πάρουν τα μερίδια που θέλουν και μετά θα συμφωνήσουν στις τιμές. Αλλωστε, η τακτική των «καρτέλ» είναι μόνιμη, όταν η αγορά μονοπωλείται.
Εκείνοι που θα χάσουν, όμως, είναι οι έλληνες κτηνοτρόφοι που θα βρεθούν σε πιο δύσκολη θέση απ’ αυτή που βρίσκονται σήμερα. Με αθρόες εισαγωγές γάλακτος, είτε από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, είτε από χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία, οι τιμές παραγωγού θα πέσουν κι άλλο και η κτηνοτροφία θα γίνει εντελώς ασύμφορη, με αποτέλεσμα να την εγκαταλείψουν περισσότεροι απ’ αυτούς που την έχουν εγκαταλείψει μέχρι τώρα. Αρκεί να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της κοινοτικής αγροτικής πολιτικής η Ελλάδα έχει ποσόστωση 820.000 τόνους. Δηλαδή, μπορεί να παράγει μέχρι αυτή την ποσότητα. Ομως, η εγχώρια παραγωγή ουδέποτε έπιασε αυτό το όριο. Κυμαίνεται σταθερά κάτω απ’ αυτό. Οταν οι τιμές παραγωγού πέσουν κι άλλο, χάρη στους εκβιασμούς των εταιριών που μονοπωλούν τον κλάδο (στο παιχνίδι του «φρέσκου» γάλακτος μπαίνει και η πανίσχυρη «Φρίσλαντ», που είναι πρώτη στο εβαπορέ με το «Νουνού»), το ενδιαφέρον θα μειωθεί ακόμα περισσότερο.
Είναι φανερό ότι ο Σιούφας, που έχει ανοιχτή γραμμή και συνομιλεί με τους εκπροσώπους των γαλακτοβιομηχανιών, παίζει το παιχνίδι τους. Ομως, η υπόθεση «γάλα» είναι πρωτίστως υπόθεση των παραγωγών και όχι των βιομηχανιών. Γιατί, λοιπόν, κάνει το κορόιδο η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας, οι κύριοι Μπασιάκος και Κοντός; Γιατί δεν ασκούν τη συναρμοδιότητα που έχουν;