Με εναλλαγές στην τακτική της αντιμετωπίζει την αγωνιζόμενη αγροτιά η τρικομματική κυβέρνηση. Αρχικά έβαλε τα ΜΑΤ μπροστά και εμπόδισε τους αγρότες να βγουν στο εθνικό δίκτυο. Οι αγρότες, για μια σειρά λόγους, δεν αποτόλμησαν να σπάσουν την κυβερνητική βία και περιορίζονται σε κλεφτοπόλεμο με τις δυνάμεις καταστολής. Αυτή η αδιέξοδη τακτική, εάν συνεχιστεί, θα έχει για μια φορά ακόμη καταστροφικές συνέπειες στον αγώνα τους. Η δική μας άποψη είναι ότι θα πρέπει οι αγρότες να εξετάσουν πολύ σοβαρά τον επανακαθορισμό της τακτικής και τις μορφές πάλης που θα χρησιμοποιούν. Από τη στιγμή που η τρικομματική κυβέρνηση χρησιμοποιεί ευρέως την πολιτική επιστράτευση και τα αστικά δικαστήρια για να αντιμετωπίσει αγωνιζόμενα τμήματα του προλεταριάτου, οι αγρότες δεν πρέπει να κινούνται αποκλειστικά στα στενά πλαίσια της αστικής νομιμότητας, αλλά πρέπει να βγουν έξω απ’ αυτά.
Τις τελευταίες μέρες και ιδιαίτερα από το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, η τρικομματική κυβέρνηση συμπλήρωσε την τακτική του κνούτου με την τακτική της «αναγνώρισης» των δίκαιων αιτημάτων της αγροτιάς και της «ικανοποίησης» μερικών απ’ αυτά (στο πλαίσιο των «δημοσιονομικών δυνατοτήτων»), που θα δώσει τη δυνατότητα στην αγροτιά να συνεχίσει να καλλιεργεί και να παράγει! Βέβαια, όχι μόνο η αγωνιζόμενη αγροτιά, αλλά και η αγροτιά που για διάφορους λόγους δεν βγήκε στους δρόμους δεν εξαπατώνται απ’ αυτές τις κυβερνητικές επιθέσεις φιλίας.
Και η κυβέρνηση δεν έχει αυταπάτες, ότι με χάντρες και καθρεφτάκια προς ιθαγενείς, σαν αυτά που προσφέρει στους αγρότες, θα μπορέσει να τους εξαπατήσει και να τους πείσει να επιστρέψουν στα χωριά τους και να ετοιμάσουν τη νέα καλλιεργητική περίοδο. Με την επίθεση φιλίας η συγκυβέρνηση στοχεύει τους εργαζόμενους των πόλεων. Επιδιώκει να τους πείσει, ότι δήθεν οι αγρότες είναι αδιάλλακτοι και τα θέλουν όλα δικά τους, με στόχο, να επικροτήσουν οι εργαζόμενοι τη βίαιη καταστολή των αγροτικών κινητοποιήσεων, αν οι αγωνιζόμενοι αγρότες ανεβάσουν την ένταση της κινητοποίησής τους.
Θα το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά. Είναι ψευδέστατοι οι ισχυρισμοί του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και όλων των κυβερνητικών αξιωματούχων, ότι με την πολιτική τους στοχεύουν δήθεν στην ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας, η οποία μάλιστα θα αποτελέσει το μοχλό για την ανάπτυξη της λεγόμενης εθνικής οικονομίας. Ιστορικά, η αγροτική οικονομία –όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλης της ΕΕ– μπήκε από τα τέλη τις δεκαετίας του ‘80 στο στόχαστρο του γαλλογερμανικού άξονα που χαράσσει την ευρωπαϊκή πολιτική. Από τότε πέρασαν περίπου 25 χρόνια, έγιναν τρεις σημαντικές αναθεωρήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και από το 2014 θ’ αρχίσει να εφαρμόζεται η τέταρτη αναθεώρησή της. Ποια ήταν η στόχευση του γαλλογερμανικού άξονα;
Πρώτον, η δραστική συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής της ΕΕ και η αύξηση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, μέσω της κατάργησης των ποσοστώσεων και των δασμών. Το αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ (συνακόλουθα και στην Ελλάδα), να αυξηθούν οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται και ως πρώτη ύλη στη μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανία, να πέσουν κατακόρυφα οι χοντρικές τιμές των αγροτικών προϊόντων και να καταστεί ασύμφορη η αγροτική παραγωγή για τη συντριπτική πλειοψηφία της αγροτιάς στην Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι η πλούσια αγροτιά αποτελεί τη μειοψηφία της αγροτιάς. Η τρικομματική κυβέρνηση, με τα νέα μέτρα που πήρε για τους αγρότες, έβαλε στο στόχαστρο και τμήμα της πλούσιας αγροτιάς, για το οποίο επίσης θα καθίσταται ασύμφορη η αγροτική παραγωγή με τα μέτρα αυτά..
Δεύτερη στόχευση του γαλλογερμανικού άξονα ήταν να κερδίσει τις αγορές των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, με αντάλλαγμα φυσικά την ελεύθερη είσοδο των αγροτικών προϊόντων στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Γι’ αυτό και η αγωνιζόμενη αγροτιά (στις τάξεις της οποίας συμμετέχει και τμήμα της πλούσιας αγροτιάς) έχει έναν επιπλέον λόγο να επανακαθορίσει την τακτική του αγώνα της. Διαφορετικά, θα μετρά αγώνες αναποτελεσματικούς και θύματα δεκάδες χιλιάδες αγρότες που θα εγκαταλείπουν την αγροτική παραγωγή και το χωριό και θα πυκνώνουν τις γραμμές των εξαθλιωμένων. Εξαθλιωμένων που θα καταφεύγουν στη φιλανθρωπία του κεφαλαίου και της Εκκλησίας.