Χρόνια είχαν οι αγρότες να βγουν στο δρόμο με μια κινητοποίηση σαν τη φετινή. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, σημαντικές ανακατατάξεις έγιναν στο χωριό και την αγροτική παραγωγή, με κύριο χαρακτηριστικό τους το μαζικό ξεκλκήρισμα φτωχών αγροτών, που οδήγησε στη μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Εκείνο που έβγαλε φέτος τους αγρότες στο δρόμο είναι η κατρακύλα των τιμών στα βασικότερα αγροτικά προϊόντα. Ομως, αυτό το φαινόμενο, που παρουσιάζεται σαν συγκυριακό και αντιμετωπίζεται με φιλανθρωπικά βοηθήματα σαν το «πακέτο των 500 δισ.» της κυβέρνησης Καραμανλή, κάθε άλλο παρά συγκυριακό είναι. Αντανακλά τις βαθύτερες τάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, οι οποίες προδιαγράφουν ένα ακόμη πιο σκοτεινό, ένα απόλυτα καταστροφικό μέλλον για τη φτωχή αγροτιά. Ενα μέλλον από το οποίο κανένα γιατροσόφι δε μπορεί να τη γλιτώσει. Υπάρχει μέλλον και ποιο είναι αυτό;
Η κατρακύλα των τιμών των αγροτικών προϊόντων-εμπορευμάτων το 2008 δεν οφείλεται στα επιπλέον καλλιεργηθέντα στρέμματα και στις δήθεν μεγαλύτερες παραγωγές σε σχέση με το 2007 (βλέπε σε διπλανή στήλη), όπως θέλουν να το παρουσιάζουν οι διάφοροι απολογητές της κυβέρνησης. Οφείλεται βασικά στις αθρόες εισαγωγές από τρίτες χώρες, σε χαμηλότερες διεθνείς τιμές, χωρίς να μπαίνουν δασμοί και περιορισμοί στον όγκο των εισαγόμενων στις χώρες της ΕΕ προϊόντων. Οι εισαγωγές αυτές γίνονται σε χαμηλότερες τιμές, γιατί οι παραγωγές το 2008 ήταν μεγαλύτερες, ενώ μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, εφαρμόζουν πολιτική «ντάμπινγκ» (τεχνητά χαμηλές τιμές) στη διαμόρφωση των διεθνών τιμών, με σκοπό να εξασφαλίζουν στη δική τους βιομηχανία τις απαραίτητες ποσότητες αγροτικών προϊόντων (πρώτων υλών) σε πολύ χαμηλές τιμές. Για να πετύχουν σ’ αυτή την πολιτική οι ΗΠΑ ενισχύουν εσωτερικά τους μεγάλους φάρμερ από τον κρατικό τους προϋπολογισμό. Για να είναι δε «σύννομη» αυτή η ενίσχυση στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), την παρουσιάζουν ως ενίσχυση για την αγροτική ανάπτυξη και όχι ως ενίσχυση στις τιμές (που δήθεν νοθεύει τον περιβόητο ανταγωνισμό). Μόνο για την ενίσχυση των αμερικάνων φάρμερ-βαμβακοπαραγωγών δίνονται γύρω στα 10 με 15 δισ. δολάρια το χρόνο.
Το 2007 ήταν η εξαίρεση στον κανόνα της μεγάλης παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων στις βασικές παραγωγικές χώρες ήταν μειωμένη, γεγονός που σε συνδυασμό με τις αυξημένες εσωτερικές ανάγκες τους σε αγροτικά προϊόντα, οδήγησε στην ανάγκη μείωσης των εξαγωγών, που με τη σειρά της οδήγησε στο «τσίμπημα» των διεθνών τιμών και κατά συνέπεια και στην αύξηση των τιμών που πήραν και οι έλληνες αγρότες.
Ο κανόνας ήταν και θα είναι, οι τιμές που δίνει το μεγάλο κεφάλαιο στους αγρότες να διατηρούνται χαμηλά. Οσα αναθέματα κι αν κάνουν οι διάφοροι κολαούζοι της κυβέρνησης και των αντιπολιτευόμενων αστικών κομμάτων κατά των μεσαζόντων, όσο μελάνι κι αν χύσουν υπερασπιζόμενοι δήθεν την καλύτερη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η κυρίαρχη τάση θα είναι ο μονοπωλιακός καθορισμός των τιμών των αγροτικών προϊόντων από το μεγάλο κεφάλαιο σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Εδώ και μερικά χρόνια, άρχισαν οι «διαπραγματεύσεις» των μεσογειακών χωρών με την ΕΕ, με σκοπό από τη μια την πλήρη απελευθέρωση των εισαγωγών των αγροτικών προϊόντων των χωρών αυτών στις χώρες της ΕΕ και από την άλλη την πλήρη ελευθερία κινήσεων του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις χώρες αυτές, σ’ όλους τους τομείς και τις οικονομικές τους δραστηριότητες: επενδύσεις ξένων κεφαλαίων, εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων, κρατικές προμήθειες κ.λπ. Τα επόμενα χρόνια, θα εισάγονται ελεύθερα στην ΕΕ το λάδι και άλλα αγροτικά προϊόντα από την Τυνησία, το Μαρόκο, το Ισραήλ και άλλες χώρες και η εμπορική τιμή που θα εισπράττουν οι ελαιοπαραγωγοί στην ΕΕ θα πάει κατά διαόλου. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι θα πληρώνουν πιο ακριβά το λάδι στα σούπερ-μάρκετ.
Την ίδια περίοδο, οι τιμές των αγροτικών εφοδίων αυξάνονταν με πολύ γρήγορους ρυθμούς, αυξάνοντας έτσι το κόστος παραγωγής. Προσθέστε σ’ αυτό το κόστος του δανεισμού, το μεγάλο κόστος από την αγορά των μέσων παραγωγής, την Κοινή Αγροτική Πολιτική της πλήρους κυριαρχίας της καπιταλιστικής αγοράς και την επίθεση των κλασικών αγροτοπατέρων και των νέων αγροτοπατέρων των λεγόμενων Ενώσεων Νέων Αγροτών (ΕΝΑ) ενάντια στους λεγόμενους εταιροεπαγγελματίες και θα έχετε την πλήρη εικόνα του ασφυκτικού πλαισίου μέσα στο οποίο καλείται να δράσει η φτωχή αγροτιά. Ενός πλαισίου που επιταχύνει τη διαδικασία προλεταριοποίησης της φτωχής αγροτιάς και του πετάγματός της στον εφεδρικό στρατό των ανέργων, μιας και δεν υπάρχουν δυνατότητες απασχόλησής της ως προλεταριάτου σε άλλους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας.
Οι αγροτοσυνδικαλιστές της ΠΑΣΥ, που εμφανίζονται ως οι γνήσιοι εκπρόσωποι της φτωχής αγροτιάς, σαν απάντηση σ’ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο δράσης προτείνουν την αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, την εναντίωση στις αποφάσεις της Κομισιόν και τη συγκρότηση παραγωγικών συνεταιρισμών στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής Ελλάδας που θα παραμένει ακόμη ενταγμένη στην ΕΕ.
Στο ιδεολόγημα αυτό της ΠΑΣΥ προστέθηκε το ιδεολόγημα της «εθνικής στρατηγικής», το χάραγμα της οποίας ζητά το νέο αστικό ρεύμα που διαμορφώθηκε στις πρόσφατες κινητοποιήσεις της αγροτιάς. Αναφερόμαστε στις Ενώσεις Νέων Αγροτών, που πρωτοστάτησαν σε μερικά μπλόκα, συγκρότησαν την Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή και αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία των κλασικών αγροτοπατέρων, χωρίς να διαφοροποιούνται σε κανένα βασικό ζήτημα αγροτικής πολιτικής. Πίσω από τις ωραίες και χωρίς περιεχόμενο λεξούλες, όπως αυτές της «εθνικής στρατηγικής» κρύβονται οι επιδιώξεις ενός τμήματος της νεολαίας της πλού-σιας αγροτιάς να ενισχύσει την οικονομική της θέση στην αγροτική οικονομία. Οι εκπρόσωποι αυτής της μερίδας της πλούσιας αγροτιάς, όπως και οι εκπρόσωποι των κλασικών αγροτοπατέρων, αμφισβήτησαν ανοιχτά την ύπαρξη της φτωχής αγροτιάς στην αγροτική παραγωγή. Τη χαρακτήρισαν ως ετεροεπαγγελματική, ζήτησαν το διαχωρισμό της από τους λεγόμενους «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες» και απαίτησαν να μειωθούν δραστικά οι κρατικές ενισχύσεις προς αυτή. Η κυβέρνηση, προφανώς για λόγους ψηφοθηρικούς, αν και προς στιγμήν προσχώρησε σ’ αυτή την απαίτηση των αγροτοπατέρων-εκπροσώπων της πλού-σιας αγροτιάς, έκανε πίσω. Ο διαχωρισμός, όμως, έμεινε με τη μορφή της «μικρής» και «μεγάλης» ζημιάς, που αντιστοιχεί στη μικρή και τη μεγάλη παραγωγή. Με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα θα σφίγγουν και οι φωνές για πέταγμα έξω από κάθε ενίσχυση της φτωχής αγροτιάς θα δυναμώνουν.
Τα περιθώρια για τη φτωχή αγροτιά στένεψαν. Στον καπιταλισμό δεν έχει κανένα μέλλον. Για να υπάρξει ως τάξη, πρέπει να συμμαχήσει με την εργατική τάξη και να αγωνιστεί για την ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στον κομμουνισμό.