Τα ταρατατζούμ που συνόδευσαν το συνέδριο του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ τέλειωσαν. Ο Ανδρουλάκης και η παρέα του, που «τρέχουν» το κόμμα, ξέρουν πολύ καλά ότι το ερώτημα που άφησαν αναπάντητο (με ποιον θα παν και ποιον θ’ αφήσουν) θα εξακολουθεί να τους ταλανίζει, τόσο περισσότερο όσο θα πλησιάζουμε προς τις εκλογές.
Κατά τα άλλα, ήταν εκεί «το όλον ΠΑΣΟΚ» (πλην αυτών που έχουν περάσει στον ΣΥΡΙΖΑ). Οι «δεινόσαυροι» του κόμματος (ακόμα και ο Λαλιώτης), ο Βενιζέλος, ο Σημίτης, ακόμα και η Διαμαντοπούλου που είναι «κώλος και βρακί» με τον Μητσοτάκη. Εκφώνησε και ομιλία, μάλιστα, στο συνέδριο ενός κόμματος που όχι μόνο δεν κούνησε το δαχτυλάκι της για να το βοηθήσει εδώ και μια δεκαετία, αλλά το υπονόμευε κιόλας με τα νταραβέρια της με τον Μητσοτάκη.
Ηταν εκεί και ο Χρυσόγονος και ο Πανούσης, πρώην ευρωβουλευτής και πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα, όμως ουδείς πιστεύει ότι αυτοί μπορούν «να κάνουν τη διαφορά». Σιγά τα στελέχη με τη λαϊκή απήχηση. Σε αντίθεση με άλλους πανεπιστημιακούς (όπως π.χ. ο Λοβέρδος, ο Βενιζέλος και άλλοι), αυτοί δεν έχουν περπατήσει «στο δρόμο», σε επαφή με τους ψηφοφόρους. Ούτε υπήρξαν τίποτα τρανταχτά «ονόματα» για να πεις ότι μπορούν να φέρουν κόσμο.
Από την άλλη, Λοβέρδος, Διαμαντοπούλου και σία είναι ο δούρειος ίππος του Μητσοτάκη και της ΝΔ στο ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ. Ο δικός τους προσανατολισμός είναι καθαρά αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Αν βγει πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πιέζουν να μη συνεργαστεί το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ μαζί του. Αν βγει πρώτη η ΝΔ (η αυτοδυναμία αποκλείεται εξ ορισμού), θα πιέζουν για συνεργασία με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη. Κι αν ο Ανδρουλάκης (με τη σύμφωνη γνώμη και των «δεινόσαυρων») το αρνηθεί, θα σηκωθούν και θα φύγουν.
Ασφαλώς και τα ξέρουν αυτά ο Ανδρουλάκης και ο μέντοράς του Σκανδαλίδης, όμως σήμερα τους ανέχονται όλους και τους έδωσαν βήμα στο συνέδριο, για να ισχυροποιήσουν την προπαγάνδα της δήθεν επανεκκίνησης με συσπείρωση όλων των «φυλών» του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρουλάκης πρέπει να φανεί ότι έχει τις ευλογίες ολόκληρης της «ιστορικής ηγεσίας» του ΠΑΣΟΚ. Μετά, όταν έρθουν τα ζόρια, θα δουν τι θα κάνουν με την πίεση για συνεργασία με τη ΝΔ.
Ο ίδιος ο Ανδρουλάκης, μολονότι διακηρύσσει ότι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ «είναι στην ίδια όψη του νομίσματος, γιατί και ο λαϊκισμός που εκφράζουν και ο ελιτισμός, είναι ίδιες όψεις στο νόμισμα της περιφρόνησης των πραγματικών προβλημάτων του λαού», εκφράζεται με κατηγορηματικότητα ενάντια σε οποιαδήποτε προοπτική συνεργασίας με τη ΝΔ, ενώ σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ περιγράφει ένα θολό τοπίο, με σιβυλλικές εκφράσεις περί «σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης» κτλ.
Οπως όμως είπε και ο Βενιζέλος, «τα πράγματα κρίνονται κατ’ αρχάς εκλογικά». Αρα, το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ υπό τον Ανδρουλάκη θα πρέπει πρώτα να μετρήσει τα «κουκιά» του στις επόμενες εκλογές. Οι κυβερνητικές συνεργασίες θα έρθουν μετά και το εκλογικό αποτέλεσμα θα παίξει αποφασιστικό ρόλο. Ο Ανδρουλάκης έχει κάθε λόγο ν’ αρνείται ν’ απαντήσει στο ερώτημα «με ποιον θα πάει». Ακόμα και ο Γιώργος Παπανδρέου ταυτίστηκε με αυτή την τακτική. «Επιμένουν να μας εγκλωβίζουν σε ένα αδιέξοδο δίλημμα: με ποιον θα πάτε; Θέλουν να μας καταστήσουν στη συνείδηση του λαού κομπάρσους στη διαχείριση της υπάρχουσας εξουσίας, στήριγμα στις πελατειακές ορέξεις των ισχυρών. Ετσι, προσπαθούν να συντηρήσουν έναν μύθο. Οτι τίποτα δεν αλλάζει», είπε με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.
Επειδή αυτοί αρνούνται να πάρουν θέση, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και το ερώτημα. Τσίπρας και Μητσοτάκης εξακολουθούν να το θέτουν με ένταση, ο καθένας από τη δική του σκοπιά. Κι αυτό αποτελεί μεγάλο «βαρίδι» για το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ. Δεν βρισκόμαστε στη Γερμανία, όπου έχει διαμορφωθεί παράδοση κυβερνήσεων συνεργασίας με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και όπου τα μικρότερα κόμματα, όπως π.χ. οι Φιλελεύθεροι, δεν διστάζουν να συγκυβερνήσουν πότε με το ένα και πότε με το άλλο από τα δύο μεγάλα κόμματα (ενίοτε και με τα δύο μαζί). Στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις συνεργασίας θεωρούνταν μέχρι τώρα «πολιτική ανωμαλία».
Για να μην πάμε στο 1980-90 με την κυβέρνηση Τζαννετάκη (ΝΔ και ενιαίος Συνασπισμός, δηλαδή ΚΚΕ και ΕΑΡ) και με την «οικουμενική» κυβέρνηση Ζολώτα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμός), αρκεί να θυμηθούμε τι έχει γίνει από το 2011 και μετά. Την κυβέρνηση Παπαδήμου (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ) την τερμάτισε «πριν την ώρα της» ο Σαμαράς που βιαζόταν να γίνει πρωθυπουργός και ήθελε να σταματήσει την εκλογική κατρακύλα της ΝΔ. Η κυβέρνηση Σαμαρά ξεκίνησε σαν τρικομματική (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), συνέχισε σαν δικομματική (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) και το πρόωρο τέλος της βρήκε πρώτο κόμμα τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ μ’ ένα ποσοστό που μόλις του επέτρεψε να μπει στη Βουλή. Ο Τσίπρας επέλεξε να συνεργαστεί με τον Καμμένο που το έπαιζε αντιμνημονιακός. Και τώρα αυτό του το «κοπανάνε» οι πασόκοι. Με την ίδια ακριβώς λογική, τους «κοπανάνε» τώρα οι συριζαίοι, που παίζουν το παιχνίδι της «προοδευτικής διακυβέρνησης», η οποία δε θα συνιστά «πολιτική ανωμαλία» αφού θα αποκλείει τη ΝΔ.
Γι’ αυτό και είναι εξ ορισμού μεγάλο το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και του Ανδρουλάκη που δεν ξεκαθαρίζουν τι θα κάνουν, παριστάνοντας το μεγάλο κόμμα, ενώ οι ίδιοι οι ψηφοφόροι τους αντιμετωπίζουν σαν κόμμα-τσόντα. Τώρα, λοιπόν, που τέλειωσαν οι φιέστες (αρχηγός εκλέχτηκε, συνέδριο έγινε, ΚΕ εκλέχτηκε), τώρα που όλοι θα ξεχάσουν τους βερμπαλισμούς από το βήμα του συνέδριου και τις φωτογραφίες με τα στελέχη του «όλου ΠΑΣΟΚ», ο Ανδρουλάκης θα πρέπει να κάνει πολιτική. Και μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει τίποτα ιδιαίτερες ικανότητες που να τον κάνουν να θεωρείται όχι ικανότερος αλλά έστω ισάξιος του Τσίπρα. Κι αυτό μετράει σε ένα παθητικοποιημένο εκλογικό σώμα που απλώς παρακολουθεί, έχοντας περιορίσει την όποια συμμετοχή του απλώς σε μια ψήφο, όταν στηθούν κάλπες.