Με διακηρύξεις για κατάργηση νομοθετημάτων που έχουν συγκεντρώσει την μήνη της εκπαιδευτικής κοινότητας (π.χ. κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, κατάργηση της διάταξης για την ανώτατη χρονική διάρκεια σπουδών ν+ν/2, αποκατάσταση του Ασύλου και αναδιατύπωση της έννοιας των Ακαδημαϊκών ελευθεριών) επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποσιωπήσει την ουσία αυτών που επαγγέλλεται όταν ξαναπάρει στα χέρια του τη διακυβέρνηση της χώρας, δηλαδή το σχολείο των ταξικών φραγμών και το πανεπιστήμιο συνδεδεμένο με την καπιταλιστική παραγωγή, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Τούτο αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις θέσεις και τις προτάσεις που αποτελούν τα συλλογικά συμπεράσματα της 4ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης των Πανεπιστημιακών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (Οργανώσεις Μελών ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων, με τη συμμετοχή της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ) που δόθηκαν στη δημοσιότητα, στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου.
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να βάλει φρένο στην υπεραισιοδοξία των μελών του, ειδικά της νεολαίας, για ριζικές ανατροπές στα όσα έχει νομοθετήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αναφέροντας χαρακτηριστικά στο κείμενο για την Παιδεία του προσυνεδριακού διαλόγου: «Κατάργηση των αντι-εκπαιδευτικών νομοθετημάτων της παρούσας κυβέρνησης και ριζική βελτίωση όσων έχουν καταστεί αναντίστρεπτα».
Σημειώνουμε ότι πολλές από αυτές τις προτάσεις αποτέλεσαν νομοθετήματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, άσχετα αν κάποια από αυτά δεν πρόφθασαν να εφαρμοστούν και στην πράξη ή να ξεδιπλωθούν σε όλη τους την έκταση. Τέτοια, π.χ. ήταν τα νομοθετήματα για το νέο Λύκειο, την καρικατούρα της «ελεύθερης πρόσβασης» στα ΑΕΙ, την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, κ.λπ.
Χαρακτηριστικές προτάσεις που αποδεικνύουν αυτά που ισχυριστήκαμε παραπάνω είναι οι εξής:
- «Καθιέρωση της δυνατότητας ελεύθερης πρόσβασης σε Πανεπιστημιακά Τμήματα στα οποία η ζήτηση και οι προσφερόμενες θέσεις το επιτρέπουν. Πιλοτικό πρόγραμμα ελεύθερης εισαγωγής από το Λύκειο για μία 5ετία, με επαναξιολόγηση του θεσμού».
- «Καθιέρωση διαδικασιών ριζικής αναβάθμισης του απολυτηρίου με τη διδασκαλία λίγων μαθημάτων σε πολλές ώρες στην Γ’ Λυκείου και συνολική εξασφάλιση και αξιοποίηση του ενδιαφέροντος των μαθητών».
Το περιεχόμενο αυτών των δύο θέσεων-προτάσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, το έκανε σαφές με το νόμο 4610/2019. Θυμίζουμε τί προβλέπει:
Εισάγεται ένα νέο Λύκειο, αυστηρά προσανατολισμένο στην ειδίκευση και όχι στη γενική μόρφωση, στο οποίο οι ταξικές ανισότητες, με τη βούλα του νόμου, αποθεώνονται, ενώ ενισχύονται και οι εξεταστικοί φραγμοί.
Διατηρούνται οι δυο τύποι Λυκείου (ΓΕΛ και ΕΠΑΛ), ώστε να ξεχωρίζει η ήρα από το σιτάρι και να λειτουργεί ο αυστηρός κανόνας του ταξικού διαχωρισμού. Για τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που φοιτούν στα ΕΠΑΛ, η διέξοδος προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι οι διετείς δομές στα Πανεπιστήμια ή οι σπουδές σε κάποια Τμήματα ΤΕΙ κατόπιν πανελλαδικών, στην καλύτερη περίπτωση.
Η Γ΄ Τάξη μόνο τυπικά ανήκει στον ενιαίο κορμό του Λυκείου. Ουσιαστικά αποκόπτεται από το Λύκειο και μετατρέπεται σε τάξη φροντιστήριο προετοιμασίας για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τα όποια ψήγματα γενικής μόρφωσης έχουν απομείνει στο σχολείο, περιορίζονται κατά πολύ στη Β΄ Λυκείου και εξαφανίζονται στη Γ΄ Τάξη, που έχει ένα μάθημα γενικής Παιδείας (Νεοελληνική Γλώσσα και Γραμματεία) και τα υπόλοιπα τρία επιλογής.
Το σλόγκαν των συριζαίων είναι το μότο της καπιταλιστικής αγοράς: Ανθρωποι – μερικά εργαλεία, με γνώσεις στενές που απαιτεί η αγορά, φθηνοί και «ευέλικτοι».
Η απόκτηση του απολυτήριου του Λυκείου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το απολυτήριο «αναβαθμίζεται» μέσω μίνι πανελλαδικών εξετάσεων στα τέσσερα εξάωρα μαθήματα των πανελλαδικών, που βαφτίζονται ενδοσχολικές εξετάσεις. Το 40% του βαθμού του απολυτήριου θα προκύπτει από τις εξετάσεις αυτές, στις οποίες τα θέματα δεν μπαίνουν από τον καθηγητή του σχολείου που γνωρίζει το επίπεδο γνώσης των μαθητών του, αλλά από τους καθηγητές της ομάδας σχολείων, ανά Δήμο ή Νομό.
Πρόκειται, δηλαδή για πρόσθετο εξεταστικό ταξικό φραγμό.
Οι μαθητές από τη Β΄Λυκείου μαθαίνουν να εσωτερικεύουν «τη μοίρα» τους, να αποδέχονται «το ριζικό» τους. Αυτόν το χαρακτήρα έχει η συμπλήρωση του πρώτου μηχανογραφικού στο τέλος της Β΄ Τάξης και μάλιστα σε πολύ περιορισμένο αριθμό επιλογών (10 επιλογές). Τέρμα τα όνειρα. Οι μαθητές κατηγοριοποιούνται και ο τελικός διαχωρισμός επέρχεται στη Γ΄ Λυκείου.
Με τη βοήθεια της ανασυγκρότησης της όλης μορφωτικής διαδικασίας και στη Β΄Λυκείου (εκτεταμένα δοκίμια, εξετάσεις, κ.λπ.) και μπροστά στο μηχανογραφικό στο τέλος της Β΄ Τάξης, κάποιοι θα αποδεχθούν (;) ότι είναι «άχρηστοι» και δε θα συμπληρώσουν το πρώτο μηχανογραφικό των 10 επιλογών, κάποιοι θα το συμπληρώσουν με στόχο στο δεύτερο μηχανογραφικό να επιλέξουν οριστικά ένα Τμήμα που ήδη βρίσκεται στα αζήτητα (με τα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεδομένα) και το οποίο με βάση την αγοραία λογική της προσφοράς και ζήτησης θα ορισθεί σε Τμήμα ελεύθερης πρόσβασης και να εισαχθούν σε αυτό και κάποιοι θα επιλέξουν να δώσουν πανελλαδικές εξετάσεις, ξανά στα 4 εξάωρα μαθήματα (κοινά και για το απολυτήριο, με την προϋπόθεση ότι θα το έχουν πάρει), δηλώνοντας σχολές όπως σήμερα. Ο βαθμός του απολυτήριου συμμετέχει στη διαμόρφωση του βαθμού πρόσβασης στα ΑΕΙ σε ποσοστό 10%. Το υπόλοιπο 90% του βαθμού πρόσβασης στα ΑΕΙ διαμορφώνεται από τους βαθμούς στα 4 πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα χωρίς συντελεστές βαρύτητας.
Οι Σχολές, τα Τμήματα κατηγοριοποιούνται με τη βούλα του νόμου και σύμφωνα με την αγοραία λογική της προσφοράς και ζήτησης. Κατατάσσονται σε σχολές πρώτης (υψηλής ζήτησης με πανελλαδικές) και δεύτερης κατηγορίας (χαμηλής ζήτησης και άρα ελεύθερης πρόσβασης).
Ο διαχωρισμός αυτός σίγουρα θα έχει ανάλογο αντίχτυπο και στην αγορά εργασίας.
Το νέο σύστημα εισαγωγής των συριζαίων, εκτός από σκληρά ταξικό, ένα παιχνίδι survivor για τους μαθητές, με σχολές και τμήματα που θα αλλάζουν κατηγορία, αφού κάθε φορά θα αλλάζει ο χωρισμός τους σε τμήματα υψηλής ζήτησης και χαμηλής ζήτησης -με βάση τον αριθμό των προσφερόμενων θέσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ (σ.σ. ακόμη τα ΤΕΙ δεν είχαν ενσωματωθεί στα πανεπιστήμια) και τις δηλώσεις των μαθητών στο μηχανογραφικό των δέκα επιλογών στο τέλος της Β΄ Λυκείου-, έχει και πολλά προβλήματα εφαρμογής, γιατί δεν γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων πώς θα συμπεριφερθούν οι μαθητές στις επιλογές τους με βάση τα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπα, τους ασφυκτικούς περιορισμούς της οικονομικά εξαντλημένης εργαζόμενης οικογένειας, τις διεξόδους στην αγορά εργασίας.
- Μετά το Λύκειο και τον τρόπο πρόσβασης στα ΑΕΙ με την καρικατούρα της «ελεύθερης πρόσβασης», ο ΣΥΡΙΖΑ περιγράφει το σχέδιό του για τα Πανεπιστήμια. Ενα σχέδιο που στις βασικές του γραμμές ταυτίζεται με αυτό της ΝΔ, καθώς η κόκκινη κλωστή που το διαπερνά είναι η σύνδεση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με την καπιταλιστική παραγωγή και τις ανάγκες της «αγοράς» και η λειτουργία με κριτήρια ιδιωτικοοικονομικά και δυνατότητας αποκόμισης πρόσθετης χρηματοδότησης από «τρίτους».
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «οι θεσμικές δυνατότητες των δημόσιων πανεπιστημίων μένουν ανεκμετάλλευτες ως προς τη συμβολή τους στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας». Και ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με τη συμβολή των πανεπιστημίων και των παραγωγικών φορέων θα συνδιαμορφώσουν την παραγωγική ανασυγκρότηση στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδιασμού». Προτείνεται δε, η «συστηματική μελέτη και συζήτηση για το πώς τα πανεπιστήμια θα εμπλακούν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και τι αυτό σημαίνει για τη δομή και τη λειτουργία τους».
Για το σκοπό αυτό, στο σχεδιασμό περιλαμβάνεται και η επαναφορά των Περιφερειακών Ακαδημαϊκών Συμβουλίων (όπως είχε προβλέψει ο ν.4485). Τα Ακαδημαϊκά Περιφερειακά Συμβούλια αντικατέστησαν τα Συμβούλια Ιδρύματος του νόμου Διαμαντοπούλου και ανέλαβαν το σκέλος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ (εξ ου και η συμμετοχή σε αυτά των καπιταλιστών). Σε αυτά συνυπάρχουν τα Πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα και ανά περιφέρεια το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.
Από τις δραστηριότητες αυτές ωφελημένες είναι οι επιχειρήσεις που αξιοποιούν το «συγκριτικό πλεονέκτημα» των ιδρυμάτων (υποδομές, γνωστικό υπόβαθρο, ερευνητικό προσωπικό, τσάμπα εργασία υποψήφιων διδακτόρων, κ.λπ.), αλλά ωφελημένο είναι επίσης και το πανεπιστημιακό κατεστημένο, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει μπίζνες με επιχειρηματίες, που θα χρηματοδοτούν την εν λόγω έρευνα για ίδιον όφελος. Ενώ ανακουφισμένο είναι και το αστικό κράτος που απαλλάσσεται από την πίεση που προκαλεί η υποχρέωσή του να ενισχύει τα δημόσια Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα με επαρκή χρηματοδότηση.
Την εικόνα του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου συμπληρώνουν
α) τα «διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης σε όλα τα ΑΕΙ» στα οποία εισάγονται χωρίς εξετάσεις οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ. «Η λειτουργία τους προϋποθέτει συμφωνίες των Πανεπιστημίων με τοπικούς παραγωγικούς φορείς».
β) κάποια ξενόγλωσσα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών, που διατηρούνται («Ειδική εξαίρεση με ειδικό νόμο»), «για πολιτιστικούς και ιστορικούς λόγους», γιατί, λέει τα υπόλοιπα καταργούνται.
Θυμίζουμε ότι οι Τσιπροκαμμένοι με πρόσχημα την πλήρη λειτουργία του Διεθνούς Πανεπιστήμιου Ελλάδας (ΔΙΠΑΕ) (προγράμματα σπουδών και των τριών κύκλων) και τη δημιουργία «κρίσιμης μάζας» προώθησαν και αυτοί τα ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου για το ΔΙΠΑΕ μάλιστα αναφέρεται: «Επιδιώκεται η δημιουργία ενός μεγάλου Πανεπιστημίου, στο πλαίσιο του υφιστάμενου ΔΙΠΑΕ. Το νέο Πανεπιστήμιο θα απευθύνεται στο ελληνικό αλλά και στο διεθνές περιβάλλον και θα παρέχει ελληνικά και ξενόγλωσσα προγράμματα προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, καθώς και διετή και διά βίου προγράμματα κατάρτισης και επικαιροποίησης των γνώσεων αντίστοιχα…».
γ) ταχύρρυθμα γενικώς προγράμματα κατάρτισης, πιστοποίησης, διά βίου εκπαίδευσης, προφανώς με δίδακτρα. Π.χ. προτείνεται «Εθνικό πρόγραμμα εκλαΐκευσης της Επιστήμης μέσω των Κέντρων Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ.)», «Εθνικό πρόγραμμα θερινών σχολείων».
Το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο βέβαια συμβαδίζει και με τη μετρημένη κρατική χρηματοδότηση, με την αξιολόγηση με όρους «ανταγωνιστικότητας» και «αποτελεσματικότητας» και με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Γι’ αυτό προτείνονται μεταξύ άλλων:
α) Η αυστηρή τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των μνημονιακών δεσμεύσεων, αφού η κρατική χρηματοδότηση, που έτσι κι αλλιώς είναι ελλειπέστατη, προβλέπεται να διπλασιαστεί (αποφεύγεται ο όρος γενναία χρηματοδότηση σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες) σε …βάθος τετραετίας: «Σε βάθος τετραετίας, διπλασιασμός του αριθμού μελών ΔΕΠ —2000 διορισμοί ανά έτος». «Σε βάθος τετραετίας, διπλασιασμός της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων».
β) Η αξιολόγηση των ΑΕΙ, σύμφωνα με το μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ: «Ριζικός επανασχεδιασμός των διαδικασιών αξιολόγησης των πανεπιστημίων με τη σύνταξη ενός δημοκρατικού σχεδίου νόμου. Ανασυγκρότηση και αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και του ρόλου της ΕΘΑΑΕ».
Εξ ου και οι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το πανεπιστήμιο της αγοράς αλά ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτό οφείλει να είναι «βιώσιμο» με «συστηματική χρηματοδότηση και ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πόρων», «αξιοκρατικό», «αποτελεσματικό» με «ολοκλήρωση των σπουδών στον προβλεπόμενο χρόνο, υψηλότερο ποσοστό αποφοίτησης, καταγραφή πορείας αποφοίτων», «διεπιστημονικό» με «ώσμωση ανάμεσα στα διάφορα επιστημονικά πεδία,…με το Τμήμα να αποτελεί την ακαδημαϊκή μονάδα», «εξωστρεφές» με «κινητικότητα διδασκόντων και φοιτητών, διεθνείς συνεργασίες για διδασκαλία και έρευνα, συμμετοχή στις ευρωπαϊκές συμπράξεις πανεπιστημίων».
Η ομοιότητα με τους όρους που χρησιμοποιεί και η ΝΔ είναι προφανής.
γ) Η «θέσπιση βαθμίδας Εκτακτου Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΕΔΕΠ)». Εχουμε δηλαδή διατήρηση των επισφαλών ελαστικών μορφών εργασίας, παρόλο που στην αρχή σημειώνεται υποκριτικά ότι «στα πανεπιστήμια υπάρχουν πολλές κατηγορίες εργαζομένων και ο αριθμός όσων είναι με επισφαλείς συμβάσεις αυξάνεται επικίνδυνα. Είναι επιτακτική ανάγκη για μία δραματική αύξηση μόνιμων θέσεων με κατοχύρωση του δικαιώματος της ελευθερίας στη διδασκαλία και έρευνα».
Η προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία και στην περικοπή δαπανών αποτυπώνεται και στην κατάργηση των δωρεάν έντυπων συγγραμμάτων. Αναφέρονται χαρακτηριστικά: «Ενίσχυση του προγράμματος ανοικτών ακαδημαϊκών ηλεκτρονικών συγγραμμάτων (Πρόγραμμα Κάλλιππος)». «Ριζικός εμπλουτισμός και ενίσχυση των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών και σπουδαστηρίων (με ειδικό τμήμα πολλαπλών αντιτύπων για τα εγχειρίδια που προτείνονται για τα μαθήματα) καθώς και αξιοποίηση των νέων ψηφιακών δυνατοτήτων για την αντικατάσταση του μοναδικού (και υπερ-δαπανηρού) συγγράμματος. Τα έγχαρτα συγγράμματα σήμερα κοστίζουν τουλάχιστον 50 εκ/έτος, συνδέονται με το ‘’εξεταστικο-κεντρικό’’ μοντέλο, ενώ συχνά δεν παραλαμβάνονται και δεν αξιοποιούνται από τους φοιτητές».
- Η μπαχαλοποίηση των πανεπιστημιακών σπουδών και τα πτυχία πολλών ταχυτήτων, σύμφωνα με τις περιστασιακές ανάγκες της αγοράς (χαρακτηριστική η ομοιότητα με τις κατευθύνσεις Κεραμέως που θα πάρουν σάρκα και οστά στο νέο νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ της ΝΔ): «Θεσμοθέτηση στο ΠΠΣ της δυνατότητας εσωτερικής φοιτητικής μετακίνησης (κατά το πρότυπο του Erasmus) και μερικής επιλογής περιορισμένου αριθμού μαθημάτων από άλλο Τμήμα/Πανεπιστήμιο, …Εθνικό πρόγραμμα Erasmus Εσωτερικού για μεταπτυχιακούς φοιτητές/τριες».
- Μέσα στις προτάσεις των συριζαίων επίσης είναι και η «Αποκατάσταση του Ασύλου και αναδιατύπωση της έννοιας των Ακαδημαϊκών ελευθεριών».
Εμείς απλά θυμίζουμε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε το θέμα της «παραβατικότητας», προκειμένου να γίνει αρεστή σε συντηρητικούς ψηφοφόρους, και δημιούργησε την Επιτροπή Παρασκευόπουλου για «τη μελέτη ζητημάτων ακαδημαϊκής ειρήνης και ελευθερίας». Είναι επίσης αυτή που νομοθέτησε την ψευδεπίγραφη επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου. Η ρύθμιση που έκαναν οι συριζαίοι είναι η εξής: Το άσυλο ορίζεται ως «ακαδημαϊκό» και αναγνωρίζεται «για την κατοχύρωση… των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και τη διδασκαλία… την προστασία του δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει (σ.σ. ο «οποιοσδήποτε» μπορεί να είναι κάθε διαμαρτυρία και μαχητική εκδήλωση των φοιτητών, κάθε απεργία των εργαζόμενων του πανεπιστήμιου, εφόσον με αυτές τις πράξεις παρεμποδίζονται η διεξαγωγή της έρευνας και της διδασκαλίας). Επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους των Α.Ε.Ι. επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής και ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση» (σ.σ. όχι μόνον τα κακουργήματα και τα εγκλήματα κατά της ζωής μπορούν να αποτελέσουν αιτία για την αυτεπάγγελτη επέμβαση των δυνάμεων καταστολής. Ολες οι πράξεις διαμαρτυρίας και αντίστασης μπορούν να θεωρηθούν «έκνομες», να θεωρηθούν πλημμελήματα και να επιβάλλουν τη σύγκληση του Πρυτανικού Συμβουλίου, που θα αποφασίσει να δώσει το πράσινο φως για την εισβολή των δυνάμεων καταστολής).
- Τέλος γίνεται λόγος για «κατάργηση της ισοτιμίας πτυχίων Πανεπιστημίων και Κολλεγίων».
Πόση υποκρισία πια! Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που κατήργησε ακόμη και το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων γιατί, λέει, «δεν υλοποιούσε αυστηρά τις επιταγές της ευρωπαϊκής οδηγίας» (δήλωση Γαβρόγλου). Αντικατέστησε τον τίτλο «Συγκρότηση και λειτουργία του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων» με τον τίτλο «Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του π.δ. 38/2010» και όρισε το «Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (Α.Τ.Ε.Ε.Ν.)» να αποφαίνεται επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων κολλεγίων.
Δεν ξεχάσαμε δα, τις σχετικές δηλώσεις Γαβρόγλου. Σύμφωνα με αυτόν, οι απόφοιτοι κολλεγίων προσκομίζουν το «πτυχίο» του κολλεγίου και επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των κολλεγίων συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, προσκομίζουν και ένα έγγραφο από την Αρχή Πιστοποίησης της χώρας του Πανεπιστημίου με το οποίο συνεργάζεται το κολλέγιο. Μόλις το φέρουν και αυτό, το υπουργείο θα πει ότι «δεν είναι ένα πλαστό χαρτί, πάρτε το και είτε ασκήστε το επάγγελμα είτε πηγαίνετε στο αντίστοιχο επιμελητήριο για να σας δώσει άδεια ασκήσεως εργασίας. Είναι τόσο απλό και με τόσο απλό τρόπο θα γίνει».
Γιούλα Γκεσούλη