Δύο χιλιάδες είκοσι
δεν έχει τέλος η ύπνωση;
Εικονικές θα είναι οι φετινές “γιορτές”, με στοιχειωμένους δρόμους που ολόφωτοι θα γιορτάζουν την απουσία ζωής, με διαδικτυακές συνευρέσεις και ασχολίες, με γονατισμένους ανθρώπους της δουλειάς και τσακισμένο κόσμο τυλιγμένο στη μαύρη κατάθλιψη…
“Ο ποσαπαίρνεις με τον θεσιθήρα / για την πατρίς καυγά στους καφενέδες” (Κωστής Παλαμάς).
Και νέο λόγο για να αισθάνεται περήφανη βρήκε η στήλη. Μπορεί να έχουμε απολύτως ανεπαρκή αριθμό νοσηλευτικού και εκπαιδευτικού προσωπικού, αλλά έχουμε υπερεπάρκεια σε παπάδες και μπάτσους. Η Ελλάδα, αυτή η χώρα με τις τόσες πρωτιές (ας είναι και θλιβερές, αρκεί να είναι πρωτιές), παραμένει πρώτη σε αριθμό παπάδων στην Ευρώπη! Εχει 87,7 ανά εκατό χιλιάδες κατοίκους, την ώρα που η τελευταία στη σχετική κατάταξη –και βαλκανική- Βουλγαρία έχει μόλις δώδεκα! Ευλογημένος τόπος, καλά λένε οι εκπρόσωποι του απρόσωπου και οι πεφωτισμένοι άρχοντες.
“Αν αρνηθείς να πληρώσεις άδικους φόρους, η περιουσία σου θα κατασχεθεί. Αν προσπαθήσεις να υπερασπιστείς την περιουσία σου θα συλληφθείς. Αν αντισταθείς στη σύλληψη θα σε χτυπήσουν με ρόπαλα. Αν προσπαθήσεις να αμυνθείς στις ροπαλιές, θα σε σκοτώσουν με όπλο. Οι διαδικασίες αυτές είναι γνωστές ως κράτος δικαίου” (Edward Abbey).
Η στήλη εξακολουθεί να δέχεται σωρεία παραπόνων (έτσι δε λένε όταν πρόκειται για ένα ή κανένα παράπονο κι απλά θέλουν να δώσουν συνέχεια ή να πουν τα δικά τους;) για το ότι μνημονεύει συγκεκριμένα γεγονότα του επετειολογίου. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι αφ’ ενός και οι μ@λ@κίες είναι εξέχον τμήμα του αντικειμένου της, αφ’ ετέρου δε -στο κάτω-κάτω- μας αφορούν όλους.
“Μπορούμε άραγε να πούμε ότι η βία που συνεπάγεται ο σημερινός αγώνας είναι από κάθε άποψη καταδικαστέα; Ασφαλώς όχι. Δεν επιλέγουμε εσκεμμένα τη βία για τη βία, αλλά μας αναγκάζουν να το κάνουμε οι ιδιαίτερες συνθήκες του αγώνα. Στη σημερινή κοινωνία η βία υπάρχει παντού και κάθε πόρος μας απορροφά την επίδραση και την προκλητικότητά της. Συχνά πρέπει να καταβροχθίσουμε κι εμείς με τη σειρά μας, μόνο και μόνο για να μη μας καταβροχθίσουν. Από τη στιγμή που δε θέλουμε να είμαστε μόνο μία σχολή φιλοσοφικών συζητήσεων αλλά και ένα επαναστατικό κίνημα, πρέπει να χρησιμοποιούμε τις μεθόδους που μας επιβάλλονται από την κατάσταση και που μας ωθούν να χρησιμοποιήσουμε οι πράξεις των εχθρών μας, μεθόδους που χρησιμοποιούν οι ίδιοι” (Luigi Fabbri).
Τόση εμμονή με τα σχολειά της πανδημίας την ώρα
τι ‘ναι ρε φίλε όλοι αυτοί που κυβερνούν τη χώρα;
Και το χειρότερο και χοιρότερο είναι ότι η χειροτέρευση όλο και χειροτερεύει…
«Ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν ανήκουν στο γουρουνοστάσιο όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή για λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια εσάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων; Δεν ανήκουν εκείνοι οι ακόμα πιο αξιολύπητοι, που για να απολαμβάνουν το προνόμιο της αργομισθίας ή για να φανούν κάπως πιο σημαντικοί μετατρέπονται δίχως τύψεις σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις παρακάμαρες των υπουργών ή στις τραπεζαρίες των πλούσιων; (…) Ξεπουλημένα γουρούνια είναι όλα εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε παρίσταναν τους ενθουσιώδεις ή τους σκληρούς και τους άκαμπτους, που επιδείκνυαν την υποτιθέμενη ανεξαρτησία και εκκεντρικότητά τους, ενώ κάποιο ωραίο πρωί εντελώς αδειασμένοι, διαλυμένοι, αποκαμωμένοι, τελειωμένοι, έδεσαν σφιχτά ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, πρόσθεσαν στο κεφάλι τους ένα τετράγωνο καπελίνο όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών και, τελικά, στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας, περπάτησαν αυτόβουλα προς το χοιροστάσιο της χυδαιότητας… Θεωρούν τους εαυτούς τους προστατευόμενους κάποιου υπουργού ή εθελοντές μιας κάποιας πολύ σπουδαίας υπόθεσης! Δεν είναι όμως εθελοντές, αλλά ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν διατρέχουν κανέναν άλλον κίνδυνο πέραν του να σκεπαστούν είτε από μία βροχή φτυσιμάτων είτε από την ανουσιότητα των λιβανισμάτων» (Jules Vallès).
Κοκκινοσκουφίτσα