Με μελανά χρώματα εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής περιγράφουν την κατάσταση που επικρατεί στα Ειδικά Σχολεία, τα οποία η κυβέρνηση κρατά ανοιχτά. Η δραματική κατάσταση περιγράφεται σε επιστολή που οι εκπαιδευτικοί απέστειλαν στο υπουργείο Παιδείας.
Σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς:
«Στα σχολεία Ειδικής Αγωγής είναι αδύνατον να εφαρμοστούν τα τρία βασικά μέτρα που υποδεικνύονται από τους ειδικούς για την αποφυγή της μετάδοσης της νόσου. Είναι διαπιστωμένο ότι στη σχολική πραγματικότητα:
- Δεν είναι εφικτή ούτε και υποχρεωτική η χρήση της μάσκας και δεν εφαρμόζεται στο συντριπτικό ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού.
- Δεν είναι εφικτό να τηρηθούν οι αποστάσεις, να αποφευχθεί η σωματική επαφή και ο συνωστισμός. Επιπλέον, τα κτίρια και οι διαθέσιμοι χώροι είναι πολύ περιορισμένοι σε σχέση με τον αριθμό των παρευρισκόμενων, και σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει εξωτερική αυλή για προαυλισμό στο διάλειμμα, με αποτέλεσμα οι μαθητές να συνωστίζονται σε διαδρόμους, υπόγεια ή μικρές αίθουσες σε όλη την διάρκεια του σχολικού προγράμματος. Ακόμα, δεν υπάρχουν επιπλέον χώροι για την τήρηση αίθουσας covid 19, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΥΠΑΙΘ.
- Παρά τις συστηματικές προσπάθειες του ειδικού βοηθητικού και εν γένει προσωπικού των μονάδων, δεν είναι εφικτή η επαναλαμβανόμενη εφαρμογή της αντισηψίας, παρόλο που είναι απαραίτητη.
- Η μεταφορά των μαθητών γίνεται με ταξί ή λεωφορεία. Για τον γενικό πληθυσμό έχει οριστεί ένας επιβάτης σε κάθε ταξί. Στα σχολικά ταξί επιτρέπονται τέσσερις μαθητές, δηλαδή 100% πληρότητα, ενώ στα λεωφορεία επιτρέπεται η πληρότητα στο 50% του μαθητικού πληθυσμού, κάτι που δεν εφαρμόζεται σε όλα τα ειδικά σχολεία.
Επιπρόσθετα, μεγάλος αριθμός μαθητών και εκπαιδευτικών ανήκει σε ευπαθείς ομάδες με υποκείμενα νοσήματα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εγκυκλίους της 22.09.2020 με αρ.πρωτ.: ΔΔΑΔ Α 1112804 ΕΞ 2020 και της 13.11.2020 με αρ.πρωτ.: ΔΙΔΑΔ/Φ.69/134/οικ 21190, οι εκπαιδευτικοί που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες αλλά εργάζονται δια ζώσης, θα έπρεπε να βρίσκονται “back office’’, μη ερχόμενοι σε επαφή με το προσωπικό και τους μαθητές, κάτι που στις περισσότερες μονάδες είναι ανέφικτο. Επιπλέον, θα έπρεπε να ληφθεί μέριμνα και για τους μαθητές με σοβαρά προβλήματα υγείας, ώστε να μπορούν να παρακολουθούν τα μαθήματα μέσω τηλεκπαίδευσης, για να αποφύγουν τον κίνδυνο έκθεσης στον ιό. Παρόλα αυτά, οι εκπαιδευτικοί έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με την πρόκληση του να προστατεύσουν τους μαθητές, τους ίδιους αλλά και τις οικογένειές τους από μια πιθανή επαφή με τον ιό, που για αυτούς ενδεχόμενα να αποβεί μοιραία.
Απο τις 16/11/2020, με την καθολική αναστολή λειτουργίας των σχολείων τυπικής εκπαίδευσης, μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικού προσωπικού θα λάβει άδεια ειδικού σκοπού λόγω ανήλικων τέκνων, με αποτέλεσμα να έρθουμε αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα υποστελεχομένων ειδικών σχολείων, όπου παρά τις τεράστιες προσπάθειες του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας, είναι αδύνατον τα σχολεία να λειτουργήσουν στα πρότυπα, τις οδηγίες και τις συστάσεις που δίνονται καθημερινά από τους ειδικούς για την αποφυγή της εξάπλωσης του ιού.
Αδυνατούμε να κατανοήσουμε τη λογική με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις αναστολής λειτουργίας των σχολείων, καθώς τα Δημοτικά σχολεία κλείνουν για να περιοριστούν οι μετακινήσεις του πληθυσμού, η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση κλείνει προληπτικά και για λόγους μεταδοτικότητας, ενώ τα Ειδικά σχολεία παραμένουν ανοιχτά παρόλο που, ειδικότερα στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Ε.Ε.Ε.Ε.Κ. ΕΝ.Ε.Ε.ΓΥ.Λ, Δημόσια Ειδικά, κ.α.), φοιτούν:
– μαθητές με συνοδά προβλήματα υγείας
– μαθητές που ανήκουν σε ηλικιακές ομάδες που – σύμφωνα με τους επιδημιολόγους και τους λοιμωξιολόγους – μεταδίδουν τον ιό όπως και οι ενήλικες, και
– μαθητές που δεν είναι σε θέση να εφαρμόζουν τα βασικά μέτρα κατα της μετάδοσης.
Ολα τα παραπάνω ζητήματα οδηγούν μοιραία στη σκέψη, ότι οι όροι λειτουργίας των σχολείων αποτελούν μια εκπαιδευτική εκδοχή της πολιτικής ανοσίας της αγέλης».
Θα περίμενε κανείς ότι μετά την παράθεση των δραματικών συνθηκών υπό τις οποίες εξακολουθούν να λειτουργούν τα Ειδικά Σχολεία, οι εν λόγω εκπαιδευτικοί θα απαιτούσαν δραστικά μέτρα, που θα αναχαιτίσουν τη μετάδοση του ιού σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και τις οικογένειές τους. Τέτοιο μέτρο, σε αυτήν τη φάση, με την πανδημία να καλπάζει ανεξέλεγκτα, είναι μόνο η αναστολή λειτουργίας και των Ειδικών Σχολείων, κάτι που η κυβέρνηση εξαναγκάστηκε να εφαρμόσει για τα Δημοτικά και Νηπιαγωγεία, άσχετα εάν το «επιχείρημα» που προέβαλε για να δικαιολογήσει την εγκληματική πολιτική της ήταν «ο περιορισμός της κινητικότητας των ενηλίκων».
Πλην, όμως, οι εκπαιδευτικοί των Ειδικών Σχολείων προτείνουν ημίμετρα (π.χ. επαναλαμβανόμενα τεστ, πραγματοποίηση αναγκαίων προσλήψεων αναπληρωτών και προσωπικού καθαριότητας, τακτικές απολυμάνσεις, κ.λπ.), εγκλωβισμένοι στη λογική ότι τα σχολεία γενικά πρέπει να παραμένουν ανοιχτά, ειδικά τα σχολεία ειδικής αγωγής, με μαθητές που έχουν αυξημένες μορφωτικές ανάγκες και ανάγκες προσαρμογής και ένταξης. Μόνο που αυτήν τη στιγμή οι ανάγκες ιεραρχούνται και προέχει η προστασία της ζωής και της δημόσιας υγείας.
Οταν επιμένεις, ακόμη και τώρα, τα σχολεία να μείνουν ανοιχτά, ουσιαστικά διευκολύνεις την κυβερνητική πολιτική και ενισχύεις την εγκληματική της προπαγάνδα, που συνεπικουρείται από την επιτροπή των ενσωματωμένων λοιμωξιολόγων, ότι στα σχολεία «δεν κολλάει». Πολιτική που έχει στόχο τον περιορισμό των δαπανών που απαιτούνται για τη χορήγηση αδειών ειδικού σκοπού.
ΥΓ. Απόδειξη ότι και στις σχολικές μονάδες Ειδικής Αγωγής γίνεται ο χαμός από κρούσματα (το υπουργείο Παιδείας και ο ΕΟΔΥ δεν ανακοινώνουν πόσα από αυτά είναι σε μαθητές και πόσα σε εκπαιδευτικούς) είναι το γεγονός ότι στις 18 Νοέμβρη 31 Ειδικά Σχολεία όλων των βαθμίδων ήταν σε αναστολή λειτουργίας (τα 26 ολοκληρωτικά κλειστά). Το μέγεθος είναι εξαιρετικά μεγάλο αν λάβουμε υπόψη ότι ο αριθμός των ειδικών σχολείων πανελλαδικά είναι σχετικά μικρός.
Γιούλα Γκεσούλη