Στις 2 Φλεβάρη, συμπληρώθηκαν 77 χρόνια από τη νίκη του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στη «μάχη του Στάλινγκραντ», όπως πολιτογραφήθηκαν οι πολεμικές επιχειρήσεις ανάμεσα στη ναζιστική Βέρμαχτ και τους συμμάχους της, από τη μια, και στον Κόκκινο Στρατό, από την άλλη, που άρχισαν στις 17 Ιούλη του 1942 και ολοκληρώθηκαν στις 2 Φλεβάρη του 1943, με την παράδοση των υπολειμμάτων της ναζιστικής 6ης στρατιάς και του επικεφαλής της στρατάρχη Φον Πάουλους.
Εχουν γραφεί τόμοι γι’ αυτή τη μάχη και τα διαδοχικά επεισόδιά της δεν μπορούν ούτε επιγραμματικά να αναφερθούν σ’ ένα σύντομο επετειακό αφιέρωμα. Ηταν μια από τις φονικότερες μάχες του Β’ παγκόσμιου πολέμου (800.000 νεκρούς και τραυματίες οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους – 478.741 νεκρούς και 650.000 τραυματίες, στρατιώτες και πολίτες οι σοβιετικοί). Και βέβαια, ήταν η μάχη-καμπή στον πόλεμο. Ο σοβιετικός Κόκκινος Στρατός πήρε την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και έκτοτε δεν την ξαναέχασε ποτέ, μέχρι που ύψωσε την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στον τρούλο του Ράιχσταγκ.
Ο στόχος του Χίτλερ δεν ήταν μόνο συμβολικός: να καταλάβει την πόλη που έφερε το όνομα του ηγέτη των μπολσεβίκων και της Σοβιετικής Ενωσης. Ηταν υπολογιστικός από την άποψη του πολέμου: θα άνοιγε δρόμο προς τα πετρέλαια του Καυκάσου. Για τον ίδιο λόγο, η σοβιετική ηγεσία αποφάσισε να κρατήσει πάση θυσία το Στάλινγκραντ. Και τα κατάφερε χωρίς για καιρό να έχει τη στρατιωτική υπεροχή, χάρη στο πραγματικά μεγαλοφυές πολεμικό σχέδιο που κατέστρωσαν οι Στάλιν και Βασιλιέφσκι με τους επιτελείς τους, αλλά κυρίως χάρη στον ηρωισμό που επέδειξαν οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού και οι πολίτες κάτοικοι του Στάλινγκραντ, εργάτες στην πλειοψηφία τους.
Μπορεί κανείς να πει, χωρίς τον κίνδυνο να κάνει λάθος, ότι η μάχη του Στάλινγκραντ υπήρξε η κορυφαία απόδειξη του σταλινικού στρατιωτικού δόγματος, σύμφωνα με το οποίο αποφασιστικός παράγοντας για την έκβαση ενός πολέμου είναι η ηθικοπολιτική ενότητα λαού και στρατού και η ισχύς των μετόπισθεν που αυτή εξασφαλίζει.
Στις 5 Οκτώβρη του 1942, ο Στάλιν έστειλε στο στρατηγό Γιερόμινκο το εξής μήνυμα: «Ο αντίπαλος μπορεί να περικυκλώσει την 62η, την 64η και άλλες στρατιές αν καταλάβει το κέντρο και περάσει τον Βόλγα. Ο εχθρός μπορεί να το κάνει αυτό καθώς κατέχει διασταυρώσεις και στα βόρεια, και στο κέντρο και στα νότια του Στάλινγκραντ. Για να αποτραπεί αυτή η πιθανότητα, πρέπει να απωθήσετε τον αντίπαλο και να καταλάβετε τα σπίτια και τους δρόμους που πήρε από Εσάς. Για να γίνει αυτό πρέπει να μετατρέψετε το κάθε σπίτι και την κάθε γειτονιά σε οχυρά. Απαιτώ από Εσάς να λάβετε όλα τα κατάλληλα μέτρα για την άμυνα του Στάλινγκραντ. Το Στάλινγκραντ δεν πρέπει να παραδοθεί στον αντίπαλο, ενώ οι περιοχές που κατέλαβε πρέπει να απελευθερωθούν».
Από εκείνη τη μέρα, ανάμεσα στους στρατιώτες που πολεμούσαν και στους εργάτες που τους συνέδραμαν, ένα σύνθημα μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα: «Δεν υπάρχει γη για μας πέρα από τον Βόλγα».
Δρόμο με δρόμο, πολυκατοικία με πολυκατοικία, σπίτι με σπίτι, καμιά φορά και δωμάτιο με δωμάτιο, οι σοβιετικοί μαχητές αντιμετώπιζαν τον ναζί εισβολέα. Κέρδιζαν και έχαναν μέτρα, υποχωρούσαν αναγκαστικά αλλά ταχύτατα αντεπιτίθεντο. Τα εργοστάσια «Κόκκινος Οκτώβρης» και «Οδοφράγματα», καμάρια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έγιναν θέατρα των πιο σκληρών συγκρούσεων. Στις 5 Νοέμβρη, το Σοβιέτ Αντιπροσώπων των Εργαζομένων γιόρτασε την 25η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης σε ένα από τα ναυπηγεία της πόλης. Ο στρατηγός Σουμίλοφ, διοικητής της 64ης Στρατιάς, πήρε το λόγο για να εξάρει τη βοήθεια των πολιτών στην άμυνα του Στάλινγκραντ, στην οποία μαζί με τους στρατιώτες συμμετείχαν 75.000 εργάτες, μηχανικοί, αγρότες και νεολαίοι.
H Σοβιετική Ενωση έδωσε μόνη της τη μάχη του Στάλινγκραντ, το οποίο πολιορκούσαν οχτώ ναζιστικές στρατιές. Οι Αγγλοαμερικάνοι αρνήθηκαν πεισματικά να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη, όπως πιεστικά ζητούσε ο Στάλιν. Εκτιμούσαν ότι η ναζιστική Γερμανία με τη Σοβιετική Ενωση θα αλληλοεξοντώνονταν, οπότε αυτοί θα γίνονταν οι κυρίαρχοι του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Τσόρτσιλ ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ τον Αύγουστο του ’42. Ο Στάλιν ξαναέθεσε το ζήτημα του ανοίγματος δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη. Ο Τσόρτσιλ αρνήθηκε, ενώ ο Χάριμαν, που εκπροσωπούσε τον Ρούσβελτ, υποστήριξε τον Τσόρτσιλ. Ολα αυτά τα κατέγραψε ο Στάλιν σε υπόμνημα που έστειλε στη βρετανική και την αμερικάνικη κυβέρνηση την επόμενη μέρα (μπορεί κανείς να το βρει στην Αλληλογραφία των Στάλιν-Ρούσβελτ-Τσόρτσιλ, που έχει εκδοθεί και στα ελληνικά).
Εστω και μόνοι, όμως, οι σοβιετικοί άντεξαν στην επίθεση υπέρτερων ναζιστικών δυνάμεων, τις καθήλωσαν και μετά αντεπιτέθηκαν για να τις κατατροπώσουν. Στις 19 Νοέμβρη του 1942, ο Στάλιν έδωσε την εντολή να ξεκινήσει η αντεπίθεση. Ηταν η επιχείρηση «Ουρανός», το σχέδιο της οποίας είχαν ετοιμάσει οι Ζούκοφ και Βασιλιέφσκι, σύμφωνα με τις εντολές του Στάλιν. Οι Γερμανοί σύντομα εγκλωβίστηκαν και μέσα σε μια περιοχή λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων βρέθηκαν περικυκλωμένοι 250.000 στρατιώτες. Οι Σοβιετικοί τους ζήτησαν να παραδοθούν, όμως η διαταγή του Χίτλερ ήταν επίθεση μέχρις εσχάτων. Η προσπάθεια της Λουφτβάφε να τους ανεφοδιάσει από αέρος κατέληξε στη συντριβή 490 αεροπλάνων. Στις 2 Φλεβάρη του 1943, ο στρατάρχης πλέον Φον Πάουλους περικυκλώθηκε στο αρχηγείο του και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Μετά από 200 μέρες, ο Κόκκινος Στρατός είχε νικήσει στη «μεγαλύτερη μάχη στην ιστορία των πολέμων», όπως τη χαρακτήρισε ο Στάλιν.
Ο πόλεμος είχε κριθεί. Από τη νίκη στο Στάλινγκραντ και μετά, ο Κόκκινος Στρατός δεν έχασε ποτέ την πρωτοβουλία. Ηταν ζήτημα χρόνου να ολοκληρωθεί ο σοβιετικός θρίαμβος μέσα στο Βερολίνο.
«Συγχαίρω εσάς και τα στρατεύματα του μετώπου του Ντον για το επιτυχημένο ξεκαθάρισμα των εχθρικών στρατευμάτων που είχαν κυκλωθεί κοντά στο Στάλινγκραντ. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε όλους τους μαχητές, διοικητές και πολιτικούς καθοδηγητές του μετώπου του Ντον για τις εξαιρετικές αυτές πολεμικές επιχειρήσεις», έγραφε ο Στάλιν στην ημερήσια διαταγή που έστειλε στις 2 Φλεβάρη του 1943 στον στρατάρχη Βορόνοφ και τον στρατηγό Ροκοσόφσκι. Ακολούθησαν τα -αναγκαστικά- συγχαρητήρια του Τσόρτσιλ και του Ρούσβελτ…
Ο Βασίλι Ζάιτσεφ, ο ελεύθερος σκοπευτής (ένας από τους πολλούς, άνδρες και γυναίκες) περιέγραφε τα εγκλήματα των ναζί που είδε με τα ίδια του τα μάτια και τόνιζε: «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, το κρατάς μέσα σου. Και αισθάνεσαι μόνο μια επιθυμία: να σκοτώσεις όσο πιο πολλούς Γερμανούς μπορείς»