Τι «κερδίσαμε» και τι «χάσαμε». Αυτή η συζήτηση κυριαρχεί στην εσωτερική πολιτική επικαιρότητα από το βράδυ της περασμένης Τετάρτης που ο Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον Τραμπ στο Λευκό Οίκο.
Η συζήτηση, βέβαια, είναι άνευ ουσίας, αν αναλογιστούμε ότι από το δίωρο που είχε προγραμματιστεί για τις δύο συναντήσεις (του Μητσοτάκη με τον Τραμπ τετ-α-τετ και στη συνέχεια των διευρυμένων αντιπροσωπειών των δύο κυβερνήσεων), ο Τραμπ «έφαγε» τη μία ώρα δίνοντας προσωπική συνέντευξη Τύπου στο Οβάλ Γραφείο, με τον Κούλη σε ρόλο γλάστρας, οπότε για τη συνάντηση των διευρυμένων αντιπροσωπειών έμεινε μόνο ένα εικοσιπεντάλεπτο. Αντιλαμβάνεστε ότι δεν έγινε καμιά συζήτηση. Ισα που πρόλαβαν να κάνουν τις συστάσεις.
Ανεξάρτητα απ' αυτό, όμως, εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως το ερώτημα (τι «κερδίσαμε» και τι «χάσαμε») είναι παγίδα. Παγίδα ολκής μάλιστα.
Τι θα μπορούσαμε να «κερδίσουμε» από την επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ; Μια δήλωση ενάντια στην τουρκο-λιβυκή συμφωνία και υπέρ της στήριξης του EastMed, ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή δεν υπήρξε ούτε το ένα ούτε το άλλο, κατηγορεί τον Μητσοτάκη για προχειρότητα και ανικανότητα.
Ο Μητσοτάκης, βέβαια, λέει τα δικά του («Πήραμε ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε», τιτιβίζει η κυβερνητική προπαγάνδα), αλλά εάν το μάξιμουμ είναι αυτά που ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούμε να αντιληφθούμε την ουσία.
Αν ο Τραμπ έκανε αυτές τις δύο δηλώσεις (που δε θα είχαν την παραμικρή αξία), τότε και η επέκταση και διεύρυνση των αμερικάνικων βάσεων (που ο ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε) θα ήταν… εθνικό έργο και η πρόθεση αγοράς μιας μοίρας F-35 το ίδιο. Και για να ξέρουμε για τι μιλάμε: ένα F-35 φτάνει σε κόστος αγοράς τα 100 εκατ. ευρώ, ενώ κάθε ώρα πτήσης κοστίζει 40.000 ευρώ!
Και για να μην ξεχνιόμαστε, όταν ο Τσίπρας επισκέφτηκε την Ουάσινγκτον, επέστρεψε φορτωμένος με καλά λόγια (όπως επιστρέφει και ο Μητσοτάκης) και με μια συμφωνία-μαμούθ για την αναβάθμιση των F-16, συν κάποιες ακόμα παραγγελίες οπλικών συστημάτων, συν την επέκταση της Σούδας, συν τέσσερις ακόμα αμερικάνικες βάσεις (για να μπορεί να κινείται πιο εύκολα, πιο αποτελεσματικά, πιο φονικά η αμερικάνικη πολεμική μηχανή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή).
Οι Αμερικάνοι δεν έχουν καμιά δυσκολία να συγκρατούν στο επιθυμητό πλαίσιο («όχι θερμό επεισόδιο») την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μ' αυτή την ένταση ρουφάνε το αίμα των δύο λαών, εξασφαλίζουν βάσεις για την πολεμική τους μηχανή και παραγγελίες-μαμούθ για τα μονοπώλια παραγωγής οπλικών συστημάτων. Και οι αστοί πολιτικοί στην Ελλάδα ενδύονται τη στολή του «μεγάλη εθνικού ηγέτη» κάθε φορά που κάποιος αμερικανός υπουργός -ή έστω το Γραφείο Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή του Πενταγώνου- κάνει κάποια δήλωση που μπορεί να ερμηνευτεί ως «αντιτουρκική» ή έστω «φιλελληνική».
Πόσα χρόνια θα πρέπει να περάσουν ακόμα για να αντιληφθεί η πλειοψηφία του ελληνικού λαού την παγίδα; Θα πρέπει να επιστρέψουν και πάλι πτώματα όπως τις αρχές της δεκαετίας του '50 από την Κορέα ή να επαναληφθεί μια τραγωδία όπως αυτή της Κύπρου το 1974;